Top menu

"Ο κρυφός μας εαυτός" του Γιώργου Δάμτσιου

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

"Ο κρυφός μας εαυτός συνυπάρχει με αυτόν που αντικρίζουν καθημερινά οι άνθρωποι που μας περιτριγυρίζουν. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι μας και βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ' εμάς και τις σκιές μας, σαν να είναι ταυτόχρονα υλικός και άυλος μαζί. Κι αν έχω καταλάβει κάτι, Λούκα, είναι ότι ο κρυφός μας εαυτός είναι τρομερά επικίνδυνος. Συσσωρεύει την κακία μας. Και αλίμονό μας αν ξαφνικά πάρει τα ηνία της ύπαρξής μας, όπως πιστεύω ότι συνέβη και με τον Μωυσή. Βλέπεις τι γίνεται μετά. Αλλά μην πλανάσαι, ο καθένας μας έχει από έναν κρυφό εαυτό. Και πρέπει να έχουμε. Κάπου πρέπει να διοχετεύουμε την κακία μας με ελεγχόμενο τρόπο, έτσι δεν είναι;".

Αυτές οι εξαιρετικά καίριες παρατηρήσεις σχετικά με τον κρυφό εαυτό που όλοι μας διατηρούμε καλά κρυμμένο μέσα μας αποτελούν την ουσία του επιτυχημένου αστυνομικού και ψυχολογικού θρίλερ του Γιώργου Δάμτσιου με τον ομώνυμο τίτλο "Ο κρυφός μας εαυτός" (εκδόσεις Bell). 

Πρόκειται για το τέταρτο μέρος της σειράς των "Ευγενών Αγρίων" με τα περιπετειώδη αστυνομικά μυθιστορήματα. Τα τρία πρώτα μέρη της σειράς είναι τα βιβλία "Σκοτεινό πέπλο", "Εξημέρωση" και "Κάθε μυστικό σου". Το τέταρτο μέρος της σειράς είναι κάπως διαφορετικό από τα προηγούμενα χωρίς να χάνει όμως τη συνάφειά του με τα υπόλοιπα και, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Δάμτσιος στο τέλος του βιβλίου του, είναι εκείνο το οποίο τον δυσκόλεψε περισσότερο απ' όλα στη συγγραφή.

Μία περίεργη υπόθεση απαγωγής δύο νεαρών κοριτσιών λαμβάνει χώρα την ίδια μέρα μαζί με μία αποτρόπαια δολοφονία. Κατά έναν περίεργο τρόπο φαίνεται ότι τα δύο εγκλήματα συνδέονται. Αστυνομικοί μαζί με τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Τζορτζ Ντόρμερ αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν την υπόθεση.

Το βιβλίο ξεχωρίζει από τα άλλα του είδους του, αφού ο ένοχος του εγκλήματος αποκαλύπτεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται, αντιθέτως, στα ερωτήματα που και γιατί. Πού έχει κρύψει ο απαγωγέας τις απαχθείσες νεαρές και γιατί διέπραξε τα εγκλήματά του;

Ο συγγραφέας διατηρεί εντέχνως την αγωνία των αναγνωστών με κορύφωση στο τέλος σε ένα δραματικό φινάλε. Ο απαγωγέας έχει τοποθετήσει τα κορίτσια μέσα σε μία δεξαμενή που γεμίζει με νερό σταδιακά, απειλώντας να τις πνίξει αν οι αστυνομικοί δεν καταφέρουν να τις βρουν εγκαίρως.

Τελικά αποκαλύπτεται ότι φαντάσματα και σκιές από το παρελθόν του δράστη είναι αυτά τα οποία τον ώθησαν στις αποτρόπαιες πράξεις του. Όσο οι φόνοι θα συνεχίζονται, τόσο ο δράστης θα εκβιάζει τους αστυνομικούς, έως ότου αποφασίσει ο ίδιος να φανερωθεί.

Η αφήγηση εναλλάσσεται με πρωταγωνιστές τον δράστη, τις απαχθείσες κοπέλες, τους αστυνομικούς ή τα υπόλοιπα πρόσωπα που πλαισιώνουν την ιστορία. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό παιχνίδι ανάμεσα στον απαγωγέα, τα θύματα και την αστυνομία, το οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο. Η αφήγηση δεν είναι βιαστική, παρά την κινηματογραφική πλοκή. Ο Δάμτσιος δεν διακατέχεται από καμία βιασύνη να αφηγηθεί τα γεγονότα και δεν φοβάται να επιμείνει στις περιγραφές των προσώπων και των μερών όσο ακριβώς χρειάζεται.

Παράλληλα, διάφορα θέματα αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, όπως ο πόθος για εκδίκηση, οι αμαρτίες των γονέων που βασανίζουν πολλές φορές τα παιδιά τους, οι τύψεις, η μνησικακία και η ατιμωρησία των εγκλημάτων. Εν κατακλείδι, μία πρωτότυπη και διαφορετική αστυνομική ιστορία που δεν επικεντρώνεται στην ανακάλυψη του δράστη αλλά στα αίτια του εγκλήματος και στο χρονικό της απελευθέρωσης των απαχθέντων.