Top menu

"Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο", της Κατερίνας Λιβιτσάνου - Ντάνου

 

Γράφει η Θεοδώρα Καραγεώργου - Βάρδια, φιλόλογος

 

Η έκτη και τελευταία εκδοθείσα ποιητική συλλογή της Κατερίνας Λιβιτσάνου – Ντάνου είναι: Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο, εκδόσεις Βακχικόν, Οκτώβριος 2021.

Η εικόνα του εξώφυλλου της Χριστίνας Κωνσταντινοπούλου αινιγματική. Ο άνθρωπος μέσα στην απόλυτη ομορφιά της φύσης είναι έρημος,  έρμος, έρμαιο, ευτυχισμένος, προβληματισμένος, ατενίζει τον ορίζοντα επειδή γαληνεύει, απολαμβάνει, ψάχνει στον κόσμο κάτι, μήπως ο ήλιος τον προκαλεί, το σκοτάδι που αρχίζει να πέφτει τον κρατά δεμένο στα γήινα, στοχάζεται, αναστοχάζεται, ανησυχεί, τύπτει τον εαυτό του, ψάχνει φτερά να πετάξει στη σφαίρα του επιθυμητού; Μάλλον όλα μαζί,  γιατί η ποιήτρια  με στίχους στο οπισθόφυλλο αγωνιά και ελπίζει στην αυτογνωσία, συντροφικότητα, ελπίδα, δύναμη και προσμονή, φιλία, αγάπη, ανοχή, ενδοσκόπηση, αυτοκριτική,  εμπιστοσύνη, σεβασμό, συγκατάβαση, ευημερία, στόχους υψηλούς, έντιμους, ιδανικούς, αμετάκλητες και συνεχείς προσπάθειες, από τον άνθρωπο που μιλούσε με τον ήλιο.

Κι αυτό γιατί χρειάζεται θάρρος, τόλμη, γενναιότητα και εξωστρέφεια για να κοιτάξεις τον ήλιο κατάματα, το φως.

Έμπνευσή της το Ιστορικό παρελθόν, ο σύγχρονος κόσμος, κοινωνικές συνθήκες, δεινά συλλογικά, ατομικά, ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, τα δελτία ειδήσεων, βιώματα και εμπειρίες, η σαγηνευτική ομορφιά του γενέθλιου τόπου της.

Ποιητικός λόγος πηγαίος, που εκφράζει το υψηλό αξιακό σύστημα της Κατερίνας.

Απλό, κατανοητό ύφος, λιτό και μεστό. Οι λέξεις  καθάριες, ξάστερες, γίνονται εικόνες με ρεαλισμό και δυνατό συναίσθημα.

Ο Αθανάσιος Παλιούρας σχολιάζει για την ποίηση της Κατερίνας: «Ποίηση απλή, λιτή γι' αυτό δυνατή, φωνή βοώντας στην πνευματική ερημιά του 21 αιώνα, που επαναπροσδιορίζει τις ρίζες του πολιτισμού μας, που μάχεται, που προσπαθεί να πείσει, που ερμηνεύει, που δημιουργεί  με όλο τον πνευματικό και εσωτερικό πλούτο της ψυχής». 

Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο, γεννήθηκε μέσα στη λαίλαπα της καραντίνας.

Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, «Η Συνέχεια»,  η ποιήτρια εξομολογείται πως υπό το κράτους της πανδημίας  κοβιντ 19  φώλιασε ακόμα και η έμπνευσή της.

………………………………………….. 

Που καιρός είπα για τέτοια κι έπεσα

Σε ψυχικό εγκλεισμό, σε χειμέρια νάρκη.

 

Όμως επειδή η ποίηση ποτέ δε σιγά, συνεχίζει η Κατερίνα,

 

 Μ ανέβασε στο φτερωτό της άλογο

Και με παρότρυνε να πάω μακριά

Και είπε πως ποτέ δε θα μπορέσω να ξεφύγω

Από εκείνη, όσες πανδημίες κι αν περάσουν.

 

Για λόγους που προαναφέρθηκαν  κι εγώ θα μιλήσω για τις  γυναίκες αυτής της συλλογής.

Μετά την αφύπνιση της έμπνευσης της, φτάνει  καταρχάς στο το κονάκι του δυναμικού και ασυμβίβαστου Λευκαδίτη Φωτεινού. Εκεί συναντά την κόρη του, τη Θωδούλα, που κοντά στον πατέρα της και μέσα στις αντιξοότητες των καιρών του 14 αιώνα έμαθε να ζει κι αυτή με τις αδιαπραγμάτευτες αξίες των απλών  ανθρώπων της υπαίθρου και του καμάτου, που αρνούνται να ξεπουλήσουν τον ιδρώτα τους για  οτιδήποτε ξένο προς αυτούς, που τους νοθεύει το αυθεντικό, άρα και αληθινό της ζωής τους.   Με απόλυτη συνείδηση βιώνει την ηρεμία της «στερημένης, αλλά τίμιας διαδρομής»

Απ το ιστορικό παρελθόν έρχονται άλλες δύο γυναίκες. Η Μαντώ είναι και η Μπουμπουλίνα, που στον αγώνα του 21  κοίταξαν τον ήλιο κατάματα. Παίρνουν ζωή  μέσα σ ένα όραμα ποιητικό για να αποσπάσουν τον οφειλόμενο θαυμασμό, το ευχαριστώ που φέρανε τη Λευτεριά. Μέσα  στην Πανδημία που άλλαξε τις ζωές μας η ποιήτρια αγωνίζεται να βρει στα πρόσωπα αυτά αλληλέγγυους, ερείσματα, εμψύχωση, ελπίζει και για τον  αγώνα έναντι του δικού μας αόρατου εχθρού.  Είναι όμως  τόσο δεινός, που  οδηγεί και την ίδια σε ψυχικό εγκλωβισμό. Με τους στίχους της  εκφράζει τη συλλογική θλίψη, το  φόβο, την αμηχανία μπροστά στον κοβιντ 19.  

 

Αλληλοκοιταχτήκαμε και πως αδυνατούσαν είπανε

 από σημερινά αδιέξοδα να μας απομακρύνουν!

 

Αμέσως όμως  μετά, η δύναμη της ποίησης μετατρέπει τη θλίψη και το φόβο σε συναισθήματα πού ίσως μέχρι την πρώτη καραντίνα ήταν ναρκωμένα , ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν μέσα μας. Τουλάχιστον, σε όσους μίλησαν με τον ήλιο, εμφανίστηκαν η  αγάπη, η ζεστασιά, η τρυφερότητα, η συντροφικότητα, αλληλεγγύη, η αναθεώρηση προτεραιοτήτων και αξιών. Και το σημαντικότερο, η ποιήτρια κάνει δέκτη αυτών των συναισθημάτων, τη γυναίκα, αφήνοντας να απλωθεί επιτέλους γύρω μας  ο ήλιος  που θα διαλύσει την αχλή στερεότυπων, προκαταλήψεων και αδιαφορίας για τις ψυχικές ανάγκες του θηλυκού.

Σε κοιτάζω με αγωνία και θλίψη

μου απαντάς με βλέμμα ενθαρρυντικό

Πρώτα το εσύ

μετά το εγώ κι έπειτα το εμείς ψελλίζεις

 

Ίσως για το λόγο αυτό,  η γυναίκα  στην ηλικία πια της ωριμότητας

 

Τον κοιτούσε με περσότερη πεθυμιά

Από το πρώτο συναπάντημά τους

…………………………………………

Πόσα ακόμα Φθινόπωρα

Τους απομείναν να τα περάσουν μαζί;

 

Η επόμενη γυναίκα,  με ρόλο απαράμιλλο, είναι η μάνα. Ρόλος μοναδικός, διαχρονικός κι ασυναγώνιστος, γεμάτος απλοχεριά σε ψυχή, καθόλου φειδωλός σε συναισθήματα και πλήρης  από προσφορά και θυσία, γι αυτό και δεν θέλω να τον θαμπώσω με λόγια πολλά,  τετριμμένα, περιττά και ταυτόχρονα ανεπαρκή. ‘Άλλωστε η Κατρείνα τα λέει όλα με τους στίχους της.

Η μάνα με το κεφαλομάντηλο και το σκούρο (σχεδόν πάντα)

φουστάνι… ποτίζει τα μυριστικά της,

φουρνίζει το ψωμί και το φαΐ,

στέλνει τα παιδιά σχολειό να μάθουν γράμματα,

 

φτιάχνει της κόρης τα προικιά στον αργαλειό,

παροτρύνει για σπουδές ακουγόταν από κείνη.

 

Και τότε και σήμερα, ακόμα και μετά το αναπόφευκτο ταξίδι, η μάνα είναι εδώ, δίπλα μας, μέσα μας.

 

Στο πρόσωπο της επόμενης  φιγούρας, της Τζέσικα, η Κατερίνα στείνει μπροστά μας τη γυναίκα με αναπηρία, που με ανεκπλήρωτη δίψα παλεύει και απολαμβάνει τη ζωή της  σε πείσμα του μικρόψυχου και εγωιστή περίγυρου που προσπαθεί να  τη δείξει ως τιμωρία για αμαρτία πρωτόπλαστη. Κι όμως το πλάσμα αυτό, παρότι γυναίκα, και δη χωρίς αρτιμέλεια, τολμά να μιλήσει με τον ήλιο, και να διεκδικήσει  τα δικαιώματά της, σκορπώντας έτσι ελπίδα και αισιοδοξία για μια  αληθινή και ανθρώπινη  συμβίωση   στον πλανήτη μας.

Κανένας δεν μπορεί

να σε κάνει να αισθάνεσαι

δεύτερος, χωρίς να του δώσεις, εσύ την άδεια.

 

Η Κλαούντια, Η γυναίκα που γίνεται κομμάτι της προσφυγιάς, μιας σύγχρονης και απάνθρωπης πραγματικότητας, αναίτιας, αιτιολογημένης, αναγκαίας, περιττής, δικαίας, άδικης, δεν ξέρω. Απλά μέσα από τους στίχους  αναριγώ, και θυμώνω,  που ο δρόμος με τις παπαρούνες έγινε πιο άλικος απ το αίμα του πεντάχρονου κοριτσιού της προσφυγιάς . Πάνω στον αγώνα της επιβίωσης διέλαθε της προσοχής των γονιών της κι έτρεξε να κόψει τα άνθη του Μαγιού.

 

Και μετά την Κλαούντια,  ηΤζαμπάρι.

Την είδαμε χλωμή, μαυροφόρα,

Μ ένα γιατί στα μελανά της χείλη.

………………………………………………….

Κι έπειτα μάθαμε τον απαγχονισμό της,

που εκτέλεσε άνδρα κτήνος

στην προσπάθειά του να τη βιάσει.

 

Γι' αυτή την 26χρονη Ιρανή σκέφθηκα ν' αφήσω τα δικά σας συναισθήματα και την ενσυναίσθησή σας να μιλήσουν.

 Στην περίπτωση της Τζαμπάρι,  δεν μίλησαν με τον ήλιο, όσοι διατείνονται πως απ' τη θέση τους υπερασπίζονται τους αδυνάτους.

Κραυγή διαμαρτυρίας, οι στίχοι! 

 

Κι απ' την Τζαμπάρι μακριά δεν είναι και η γυναίκα της μοναξιάς. Βρίσκει για λίγο συντροφιά κοντά μας, αλλά  βιάζεται να γυρίσει εκεί που ανήκει, στην κοινωνική απομόνωση. Είναι οι γυναίκες απ τις οποίες  παράγοντες, κοινωνικοί, πολιτιστικοί, μικροαστικοί, ρατσιστικοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί τους στέρησαν την οικογένεια, τους φίλους, τις ομορφιές της ζωής. Είναι οι γυναίκες που δεν μπόρεσαν να κοιτάξουν το φως.

Στον αντίποδά τους όμως, υπάρχουν κι εκείνες που κάνουν τον αγώνα χαρά και την επιβίωση στόχο  με χαμόγελο,  με όραμα.

Κοντοστέκεται και χαιρετά κι ύστερα χάνεται

στου δρόμου την απότομη στροφή, χαρούμενη

που και σήμερα θα δουλέψει, για τις σπουδές

ή που έτσι της αρέσει να κερδίζει τα όνειρά της.

 

Η ίδια η ποιήτρια  αφιερώνει τα ποιήματά της σε όσους τολμούν να πορεύονται κοιτάζοντας κατάματα τον ήλιο και  με συγκρατημένη αισιοδοξία εκφράζει και τη δική μας βούληση και κρυφή ελπίδα  στους τελευταίους στίχους της συλλογής:

……………………………………………………………………………………….

Ήθελα, γιατί είναι καλό τη θετική πλευρά να βλέπεις

Των πραγμάτων και να αισιοδοξείς και να ξεχωρίζεις

Τον άνθρωπο από  τα υπόλοιπα όντα αυτού του κόσμου.

 

κυρίες και κύριοι

Ο άνθρωπος που μιλούσε με τον ήλιο μου 'μαθε πως

 

Τα ξάγναντα του νου τρανώνουν την ψυχή,

Και στης ψυχής το τράνεμα, ανθίζει η ελπίδα!