Top menu

"Μωβ" της Ελένης Λόππα

 

Γράφει η Γεωργία Μακρογιώργου

 

Η νουβέλα "Μωβ" της  Ελένης Λόππα (εκδ. ΑΩ, 2021) αναδεικνύει την ανθρωπιά και την αποδοχή ενάντια σε διχασμούς και αγκυλώσεις.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στην περίοδο της πανδημίας. Κεντρικό πρόσωπο η Μόνικα, μια μεταφράστρια λογοτεχνίας, που βιώνει την απώλεια του συντρόφου της και προσπαθεί να διαχειριστεί το πένθος. Ο χρόνος ξετυλίγεται ευθύγραμμα, ενώ υπάρχουν  αρκετές λειτουργικές αναδρομές που προωθούν την πλοκή και φωτίζουν τους χαρακτήρες.

Το αφήγημα λαμβάνει χώρα λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Η θάλασσα κυριαρχεί σε όλες τις αποχρώσεις και τις εποχές, άρρηκτα συνδεδεμένη με την αφήγηση. Άλλες φορές δίνει στην ηρωίδα αφορμή για στοχασμούς και άλλες λειτουργεί λυτρωτικά: «Το δροσερό νερό, η αίσθηση της ελευθερίας που της έδινε να επιπλέει, σαν να αιωρείται, τη μεθούσε» (σελ. 136).

Τα τοπία περιγράφονται ολοζώντανα. Μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής που προσφέρουν στον αναγνώστη απόλαυση, χαϊδεύοντας τις αισθήσεις: «Το απόγευμα οι δυο φίλες έκαναν έναν περίπατο στην παραλία, περπατώντας στην άμμο, ως τον επόμενο κόλπο και από εκεί, σκαρφαλώνοντας στα βράχια, απολάμβαναν μια καταπληκτική, αιμάτινη δύση. Παρακολουθούσαν τα χρώματα που έβαφαν τα σύννεφα με τις αποχρώσεις του ροζ, κόκκινου, μενεξεδί από τις ανταύγειες του ήλιου, που βυθιζόταν κατακόκκινος δίσκος, πίσω από τα βουνά» (σελ. 91).

Ο παντογνώστης αφηγητής υιοθετεί μια τρυφερή ματιά απέναντι στην κεντρική ηρωίδα. Φαίνεται να συμπάσχει, μεταδίδοντας την αίσθηση μιας γλυκιάς και ζεστής ατμόσφαιρας μέσα στη θλίψη. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση διακόπτεται από αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο σε μια χειμαρρώδη, συνειρμική γραφή όπου ξετυλίγονται οι σκέψεις της Μόνικας με πλάγια γράμματα: «Δεν αντέχω αυτές τις μακάβριες σκέψεις, θα με τρελάνουν… Δεν μπορώ να σκέφτομαι τον Έκτορα, ως χθες ζωντανό και σήμερα ένα πτώμα παρατημένο, χωρίς ζωή, χωρίς πνοή. Όχι, όχι δεν του άξιζε αυτός ο τόσο επώδυνος, μοναχικός και θλιβερός θάνατος. Αυτός διψούσε για ζωή κι ας ήταν συνεχώς ανικανοποίητος» (σελ. 77).

Η Ελένη Λόππα προσφέρει μιαν αναγνωστική εμπειρία λυρική, διανθισμένη με ποίηση και μουσική. Οι διακειμενικές αναφορές  με στίχους μέσα στο κείμενο, ή με ολόκληρα ποιήματα στην αρχή των κεφαλαίων, εμβαθύνουν την αφήγηση. Άλλωστε και η ίδια η ηρωίδα του βιβλίου αγαπάει την ποίηση: «Από μικρή είχε μάθει να σκέφτεται και να εκφράζεται μέσα από τα ποιήματα, αυτή την πυκνή μορφή του λόγου. Αλλά δεν έγινε ποιήτρια, όσο κι αν το ήθελε. Ωστόσο, η ποίηση ήταν κομμάτι του εαυτού της, της ίδιας της ψυχοσύνθεσής της» (σελ. 158).

Κάποιες στιγμές το αφήγημα φλερτάρει με το μεταφυσικό, με την ηρωίδα να προσπαθεί να ερμηνεύσει όνειρα ή να δώσει μιαν εξήγηση σε περίεργα συμβάντα: «Ξαφνικά και εντελώς ανεξήγητα ο καθρέφτης έφυγε από τη θέση του, χωρίς καθόλου η ίδια να τον αγγίξει και έπεσε με ορμή στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια της. Ο κρότος μέσα στην απόλυτη ησυχία ήταν εκκωφαντικός και έκανε τις γάτες να αναπηδήσουν και να τρέξουν να κρυφτούν. Έντρομη η Μόνικα και με μεγάλη δυσκολία σήκωσε τον καθρέφτη, διαπιστώνοντας έκπληκτη ότι παραδόξως δεν είχε ούτε θρυμματιστεί, ούτε καν ραγίσει! Τότε σκέφτηκε, ανατριχιάζοντας ότι αληθεύει αυτό που λέγεται ότι η ψυχή του νεκρού περιφέρεται στους αγαπημένους του χώρους ως τις σαράντα μέρες. Γι’ αυτό παλιότερα σκέπαζαν με σεντόνια τους καθρέφτες στο σπίτι ενός νεκρού, για να μη δει την όψη του εκεί μέσα και τρομάξει» (σελ. 72).

Στις αντιξοότητες της ζωής η ηρωίδα οφείλει να ορθοποδήσει. Σανίδες σωτηρίας η λογοτεχνία, η μουσική, οι φιλίες  και η δημιουργικότητα. Η Μόνικα γήινη, με αδυναμίες, αγωνίες και άγχη, αναβλύζει θετικά συναισθήματα, ζεστασιά και ψυχικό σθένος. Τα αρνητικά συναισθήματα δεν χωρούν στην ιδιοσυγκρασία της. Είναι μια φωτεινή εξαίρεση στον ζόφο της εποχής μας.

Μέσα από την ανάγνωση της νουβέλας, οδηγούμαστε σε μια διαδρομή αυτογνωσίας, όπου θριαμβεύουν οι αξίες της εγκαρτέρησης, της αγάπης, της ενσυναίσθησης, της προσφοράς, της αποδοχής: «Η αγάπη ημερεύει τα αισθήματα και πλημμυρίζει τις ψυχές με πληρότητα και άφατη χαρά. Διώχνει τα σκοτάδια και τις διαχωριστικές γραμμές που δημιουργεί το μίσος και η αδιαλλαξία και φέρνει ισορροπία και γαλήνη στις καρδιές των ανθρώπων» (σελ. 157). Σ’ αυτήν τη διαδρομή, πολλές φορές σταματάμε για να αναλογιστούμε τι θα κάναμε σε παρόμοια χτυπήματα της μοίρας. Και οδεύοντας προς το τέλος, βλέπουμε το μωβ που κατακλύζει όλο το βιβλίο να αποχτάει πιο λαμπερές αποχρώσεις, με νέα πρόσωπα και ελπιδοφόρα γεγονότα στο πανηγύρι των ανθρώπινων σχέσεων.