Top menu

"1967", ένα διήγημα του Γιώργου Μούχου

Αγαπημένη μου μητέρα,

Ελπίζω να είστε όλοι καλά! Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα για μένα, όπως έχεις καταλάβει, κυλάνε σε ρυθμούς διαφορετικούς από τους δικούς σας. Είναι σαν να κινούμαστε σε ένα παράλληλο σύμπαν: εσείς οδηγώντας σταθερά στη λεωφόρο του μικρόκοσμού σας, και εγώ με το συγκρότημα με σπασμένα φρένα σε έναν στενό παρακαμπτήριο δρόμο, που πίστεψέ με, φαίνεται να οδηγεί κάπου ψηλότερα! Τις προάλλες υπογράψαμε νέο συμβόλαιο και τέλος του μήνα μπαίνουμε στο στούντιο για το δεύτερό μας άλμπουμ. Η ζωή του περιοδεύοντος μουσικού, που ο πατέρας χρόνια αναθεμάτιζε, μας χτυπάει επιτέλους την πόρτα και νιώθω έτοιμος, σαν από καιρό, να την ανοίξουμε και ν α βγούμε έξω, έκθετοι στο κρύο του κόσμου, αλλά ελεύθεροι! Κλείνω με μία παράκληση: τελευταία, αντιλήφτηκα ότι στον Τύπο τα παραφουσκώνουν και διαδίδουν διάφορα ψέματα για εμάς και τους ανθρώπους του χώρου μας –σε παρακαλώ Μην τα πιστεύεις!
Να μου φιλήσεις τη μικρή …

Με αγάπη,
Ο γιος σου Κρις

Έκλεισε νωχελικά το γράμμα σε έναν φάκελο και τον έριξε σαν τραπουλόχαρτο πάνω στο κομοδίνο.

Η ιδέα να τηλεφωνήσει στο πατρικό του είχε προηγουμένως απορριφθεί –όπως και στο παρελθόν- χωρίς πολλή σκέψη: προσέκρουε στον φόβο μήπως στην άλλη άκρη της γραμμής ακουστεί η αρτηριοσκληρωτική φωνή του πατέρα του, με τον οποίο η επικοινωνία είχε βραχυκυκλωθεί ανεπανόρθωτα από τότε που φόρεσε ένα λουλούδι στα μακριά μαλλιά του και το έσκασε στα δεκαεφτά του απ’ το σπίτι του, προκειμένου να ταξιδέψει με ωτοστόπ στην Καλιφόρνια και να βιώσει αυτοπροσώπως το Καλοκαίρι της Αγάπης. Η σχέση δε με τη μητέρα του είναι μια άλλη ιστορία, που εξελισσόταν όλο αυτό το διάστημα της φυγής του κυρίως στο παρασκήνιο της οικογενειακής τους ζωής μέσω μιας «μυστικής αλληλογραφίας», η οποία, αν και σποραδική, ήταν γι’ αυτόν συναισθηματικά πολύτιμη, τόσο πολύτιμη όσο ένα φετίχ που κουβαλά μαζί του ένας ανήλικος Ινδιάνος πολεμιστής που εγκαταλείπει τη φυλή του, για να αναζητήσει τον ιερό του τόπο και συνάμα το Όραμα που θα του δείξει το μονοπάτι της ζωής. Στο τελευταίο όμως της γράμμα, η μητέρα του είχε αποφύγει σκόπιμα να του εκμυστηρευτεί την αγωνία της για το γεγονός ότι ο πατέρας του δεν βρισκόταν το τελευταίο τρίμηνο στη Μελβούρνη της Φλόριντα μαζί της, αλλά είχε, για δεύτερη φορά, σταλεί ως διοικητής της 3ης αεροπορικής πτέρυγας πεζοναυτών στο φλεγόμενο Βιετνάμ. Απ’ όπου τελικά δεν θα γυρίσει πίσω παρά μόνο μέσα σε τυλιγμένο με την αμερικάνικη σημαία φέρετρο, ένα από τα 12,716 συνολικά που επέστρεψαν μέσα στο 1967 στη χώρα. Αγνοώντας, λοιπόν, τις εξελίξεις αυτές και την πρόθεση της μητέρας του να μην του γίνει τροχοπέδη στα «αλλόκοτα» όνειρα του, συνέθεσε το παραπάνω γράμμα, το οποίο σκόπευε να ταχυδρομήσει με την πρώτη ευκαιρία.

Δεν υπάρχει περίπτωση, σκέφτηκε. Αφού κατέβασε μια γερή ρουφηξιά από το αγαπημένο του bourbon, αγνοώντας ότι ήταν ποτισμένο με LSD –χάρη στην ευγενική χορηγία του ντράμερ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, στο γκρουπ είχε τελευταία αυτοανακηρυχτεί σε ιεραπόστολο της νέας ψυχεδελικής ουσίας- αφέθηκε σαν σακί να πέσει πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα που τελευταία εκτελούσε και χρέη κρεβατιού. Τι μέρα κι αυτή!

Τα χείλη του σύντομα αναζήτησαν τη γεύση της αγαπημένης του συνήθειας. Άνοιξε το συρτάρι δίπλα του, έβγαλε ένα τσιγαρόχαρτο, το γέμισε μαριχουάνα και με έμπειρες κινήσεις έστριψε ένα τσιγαριλίκι, μακρύκανο σαν ινδιάνικη πίπα. Αφού το άναψε και το έφερε ιεροτελεστικά στο στόμα, έκλεισε τα μάτια, έγειρε το κεφάλι πίσω και έμεινε για λίγο έτσι, να αφουγκράζεται την ανάσα της νύχτας. Ξαφνικά, πριν προλάβει να πάρει έστω μια τζούρα, άκουσε έξω από την πόρτα φωνές και βήματα να πλησιάζουν ανεβαίνοντας τις σκάλες οχληρά προς το μέρος του.

Όλο το τελευταίο διάστημα, η προσωρινή έδρα του γκρουπ, ένα προσφάτως «ανακαινισμένο» στον αστερισμό του σουρεαλισμού βικτωριανό μέγαρο δεν ησύχαζε ποτέ. Τις πύλες του κοινοβίου διάβαιναν ολημερίς και ολονυχτίς κάθε λογής ενδιαφερόμενοι και παρατρεχάμενοι: θιασώτες του γκρουπ, νεαρές γυναίκες που είχαν ασπαστεί τον γυμνισμό, διάσημοι αλλά και τυχάρπαστοι μουσικοί, δημοσιογράφοι, ηχολήπτες, ατζέντηδες, διανοούμενοι, ακτιβιστές, φρικιά, ινδουιστές γκουρού, δάσκαλοι γιόγκα, ακόμα και μυστικοί πράκτορες της CIA μεταμφιεσμένοι σε χίπις… Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο ίδιος εντρυφούσε, δοσμένος μάλιστα ολόψυχα, στις νέες αισθητικές απολαύσεις και εμπειρίες που το αλλόκοτο αυτό ανθρώπινο ποτάμι του κόμιζε καθημερινά.

Το βράδυ όμως αυτό, ήθελε να μείνουν οι δυο τους, αυτός και εαυτός του. Ο πονοκέφαλος που τον μαστίγωνε πριν την απογευματινή πρόβα, τώρα συνέχιζε ανελέητος, κι ας είχαν περάσει τρεις ώρες κι ας είχε ήδη πάρει δύο βάλιουμ. Στο κεφάλι του εξακολουθούσαν να βαράνε παραμορφωμένα σήμαντρα… Αυτό του έλειπε τώρα, μια θορυβώδης κουστωδία!

- Δεν έχει πάρτι παιδιά σήμερα, δρόμο όλοι. Ακούτε;
Η απρόσμενη και απειλητική προειδοποίηση αποθάρρυνε τους απρόσκλητους επισκέπτες, οι οποίοι δεν τόλμησαν να μπουκάρουν, όπως το είχαν συνήθειο, μέσα στο δωμάτιο, αλλά κοντοστάθηκαν αμήχανοι στο κατώφλι. Δεν πέρασαν παρά δευτερόλεπτα, μέχρι ο ντράμερ του γκρουπ να ανοίξει διστακτικά την πόρτα, προβάλλοντας δειλά το κεφάλι του.
-Κρις, δυσάρεστα νέα, φίλε, μόλις πριν λίγο τα μάθαμε …
Αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ένα μπουκάλι εκτοξεύτηκε με ορμή κατά πάνω του. Παρατρίχα και θα τον πετύχαινε κατακούτελα!
-Για το θεό Κρις, τι σκατά!
-Είπα δεν έχει πάρτι σήμερα, γαμώτο!
-Οκ αγορίνα μου, σε ακούσαμε!! Σε ακούσαμε και το καταλάβαμε… Απλώς θέλαμε να σου πούμε ότι συνέλαβαν την Γκρέις στο σημερινό αντιπολεμικό συλλαλητήριο και μάλλον οι κωλόμπατσοι πρέπει να την χτύπησαν άσχημα. Στο τηλέφωνο ακουγόταν πολύ χάλια, ίσα που καταλάβαινες τι έλεγε. Παίζει μάλλον το γνωστό σενάριο, να της φόρτωσαν τίποτα στην τσάντα της και στη συνέχεια να την συνέλαβαν. Ο μάνατζερ, πάντως, είπε πως κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του, για να τη βγάλουμε έξω. Σήμερα κιόλας θα…
-Να πάρει ο διάολος, Μάικ! Τι σκατά με ενδιαφέρει εμένα η πόρνη του Μικ Τζάγκερ;

Ο Μάικ έμεινε στήλη άλατος! Έκανε νεύμα στους άλλους τρεις του γκρουπ κι αυτοί, μπαίνοντας αμέσως στο νόημα, αποχώρησαν υπάκουα.

Τώρα είχαν μείνει οι δυο τους, σαν μονομάχοι σε σπαγγέτι γουέστερν. Ο ένας στον διάδρομο, λοξοκοιτώντας μέσα από τη χαραμάδα, προφυλαγμένος πίσω από την πόρτα, να μετράει τα επόμενα λόγια του. Ο άλλος να ανεβοκατεβαίνει το δωμάτιο, φουμάροντας μανιωδώς και σιχτιρίζοντας, έτοιμος να οπλίσει…

-Τι είναι αυτά αυτές που λες ρε, ποιος σου είπε τέτοιο πράγμα; Κρις, σε ό,τι έχω ιερό αδερφέ, δεν είναι αλήθεια. Χθες ήμουν όλη την ώρα μαζί της, στο πάρτι μετά τη συναυλία των Stones. Εσύ πού διάολο ήσουν, μου λες; Η δικιά σου ρε, είναι γαμώ τα παιδιά, μην ακούω βλακείες.
-Ναι, όπως και την άλλη φορά που την έπιασα στα πράσα, με εκείνον τον χλιμίτζουρα τον δημοσιογραφίσκο του Rolling Stone χωμένο μες στο φουστάνι της. Το ξέχασες; Μετά τη συναυλία στο Mothers; Ελεύθερος έρωτα σου λέει μετά… Άσε με ρε Μάικ! Μόνο άδειασε μου τη γωνιά, θέλω να μείνω μόνος, οκέι;
Κι αφού άρπαξε στα χέρια την Taylor, έκατσε στο κρεβάτι κι άρχισε να γρατσουνά φλύαρα τις χορδές της, παριστάνοντας ότι είναι μόνος στο δωμάτιο, όταν κάτι σαν μούδιασμα ένιωσε να τον τυλίγει.
-Οκ Κρις, απάντησε ο άλλος, εμείς θα είμαστε κάτω. Πιθανόν να χρειαστεί κάποια στιγμή να πάμε απ’ το τμήμα για την εγγύηση. Όταν είναι, θα σου πω. Αν χρειαστείς…
- Ε, Μάικ, κάνε μια χάρη, φεύγοντας γύρνα την ταμπέλα «μην ενοχλείτε», οκέι;
-Στις διαταγές σας, έγνεψε αυτός ειρωνικά, κι έκλεισε φεύγοντας δυνατά πίσω του την πόρτα.

Ο πονοκέφαλος εντωμεταξύ είχε αρχίσει να υποχωρεί, καθώς η επήρεια του LSD και της μαριχουάνας γινόταν όλο και πιο δραστική. Κάποια στιγμή, μέσα στη χάση του, είδε στο μισάνοιχτο παράθυρο τον Ρίνγκο, μια κιτρινόμαυρη αλανιάρα γάτα, αιτούμενη νιαουρίζοντας να μπει μέσα. Αυτός όμως δεν της έδωσε σημασία. Έτσι που άρπιζε την κιθάρα, το μυαλό του ταξίδευε σε ένα κελί γεμάτο τσαλακωμένους διαδηλωτές… Τα μάτια του βούρκωσαν.

Και ξαφνικά, σαν αποκάλυψη, παρατηρεί έκπληκτος ένα δάκρυ του σε σχήμα ατομικής βόμβας να πέφτει πάνω στην ταστιέρα. Το επόμενο στη σειρά, καθώς ολοένα μεγαλώνει και αφύσικα φουσκώνει εκρήγνυται στο γυμνό του στέρνο, σχηματίζοντας ένα πράγμα σαν πολύχρωμο πυρηνικό μανιτάρι σε μέγεθος πορτοκαλιού, που μυρίζει καμένη σάρκα.

-Δεν πάω καλά σήμερα, δεν είναι η μέρα μου, αυτό είναι σίγουρο.

Τρομοκρατημένος σκουπίζει νευρικά τα μάτια του, αλλά πριν καλά καλά συνέλθει από το πρώτο σοκ, αισθάνεται για πρώτη φορά τον ήχο της κιθάρας να δονείται τόσο κρυστάλλινος, αλλά και με χρονοκαθυστέρηση, σαν κάποιο αόρατο χέρι να χαμήλωσε τις στροφές σε ένα πικάπ που παίζει. Και να ήταν μόνο αυτό: για κάθε νότα που νύσσει, τού φαίνεται σαν να λάμπει γύρω του ένα διαφορετικό χρώμα το οποίο πάλλεται σαν πυγολαμπίδα.

Καθώς μαγνητίζεται προς στη μέση ενός λαμπιρίζοντος σύμπαντος, οι αισθήσεις του συμφύρονται. Χρώματα, ήχοι, μυρωδιές μοιάζουν με μασκοφόρους θεατρίνους που εναλλάσσουν αυτοσχέδιους ρόλους σε μια ψυχεδελική «Κομέντια ντελ άρτε».

Και ξαφνικά, ένα μουγκρητό σαν παραμορφωμένο νιαούρισμα τον κολλά στον τοίχο. Το ψυχοτρόπο που άθελα του είχε πιει, μόλις ανέλαβε το τιμόνι και κυβερνούσε πια το σκάφος του τρικυμισμένου μυαλού του. Η παραίσθηση δυνάμωσε κι ο Ρίνγκο δεν είναι πλέον γάτα, αλλά μια τίγρης μέσα στο δωμάτιο! Μια τεράστια τίγρης με αστραφτερό τρίχωμα που του αιχμαλωτίζει το βλέμμα και του παγώνει το αίμα. Μέσα στα γατίσια μάτια που γιγαντώνουν όσο τα κοιτάει, διακρίνει έντρομος εικόνες από αιμόφυρτους δρόμους, τη Γκρέις μέσα σε μια κόλαση από χημικά, να την ξαπλώνουν κάτω και να την σέρνουν στην άσφαλτο.

Αναπάντεχα όμως ένας εκκωφαντικός κρότος σαν πυροβολισμός, εισβάλλοντας από το ανοιχτό παράθυρο, τρόμαξε το «κτήνος» κι αυτό εξαφανίστηκε κάτω από το κρεβάτι.

-Ποιος πυροβολεί, την τρέλα μου μέσα, αναρωτιέται, και πλησιάζει να δει. Κοιτώντας έξω στο δρόμο το μόνο που διακρίνει στο λιγοστό φως είναι ένα πολυτελές αμάξι παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο... Τρίβει τα μάτια του. Τι στο διάολο! Ένας άντρας μέσα σε μια μαύρη κάμπριο λιμουζίνα γερμένος στο πλάι, μέσα στα αίματα, και δίπλα του μια γυναίκα πανικόβλητη ζητά βοήθεια. Οι άλλοι δύο μπροστινοί συνεπιβάτες αλλόφρονες φωνάζουν «ο πρόεδρος είναι νεκρός»!

Αμέσως τον κυριεύει μια έντονη ταχυπαλμία και καθώς φέρνει δύο και τρεις σβούρες στο δωμάτιο, αναζητώντας μια διέξοδο στην αμηχανία του, νιώθει τα ρούχα να κολλάνε πάνω του, πρέπει να τα βγάλει και τα βγάζει σχεδόν με πανικόβλητες κινήσεις, και όταν μένει τελικά ολόγυμνος, σπεύδει στο παράθυρο και με μια ανυπολόγιστη κίνηση ανεβαίνει στα κάγκελα του μικρού μπαλκονιού και κοιτάζει κατάματα την άβυσσο…

-Που να πάρει η ευχή! Τι γίνεται πάλι εδώ; Σηκώνεται με δυσκολία όρθιος, τεντώνοντας τα χέρια του, που τρέμουν αναζητώντας ισορροπία… Το αυτοκίνητο έχει ανεξήγητα περικυκλωθεί από εκατοντάδες συρρέοντος κόσμου που κραδαίνει πανό με το σύμβολο της ειρήνης και τραγουδά «ένα, δύο, τρία, για ποιον λόγο πολεμάμε;». Το τραγούδι κάτι του θυμίζει. Όλα κάτι του θυμίζουν- οι πυροβολισμοί, τα αίματα, οι κραυγές… Σαν να ακούει μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό τον πατέρα του να διατάζει ωρυόμενος τους άντρες του «παλιοαδερφάρες, εντέλλεσθε να καταλάβετε αμέσως τον «λόφο 700» ,να μην μείνει ούτε ένας από τους βρωμιάρηδες τους Βιετκόνγκ, επαναλαμβάνω, αυτό είναι διαταγή!».
Όσο όμως η έκσταση της στιγμής μεγαλώνει, η ψυχή του σταδιακά υποκλίνεται σε ένα βαθύ αίσθημα αγάπης για όλους τους πολύχρωμους ανθρώπους που τραγουδούσαν για να αλλάξει ο κόσμος. Νιώθει ότι πρέπει να απαντήσει:
-Αδέρφια, κραυγάζει, θα σας πω εγώ για τι πολεμάμε…
-«Ναιιι!», απαντά αυτό σε πλήρη ταυτοφωνία.
-Κάποιος να κατεβάσει τον ψυχάκια από το παράθυρο, πριν κάνει καμιά τρέλα, ακούστηκε παράφωνα μια στριγκή φωνή, πρέσβειρα της νηφάλιας λογικής ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο στριμωχνόταν ακριβώς από κάτω του, σαν να επρόκειτο να ακούσει κάποιον νέο προφήτη.
Καθώς το βάρος του ιλίγγου δυναμώνει, αυτός σηκώνει το βλέμμα του και κοιτάζει ψηλά τον ξάστερο ουρανό. Ένα αστέρι πέφτει στο μπαλκόνι του. Παίρνει βαθιές ανάσες. Νιώθει ξανά την ίδια περίπου τρεμούλα που έχει κάθε φορά στο ξεκίνημα μιας συναυλίας του γκρουπ, στα πρώτα ακόρντα, στα πρώτα σηκώματα της χορδής, μέχρι ο ηλεκτρισμός της μουσικής να συντονιστεί με την ψυχή του.
-Αδέρφια μου, φωνάζει,
πολεμάμε, για να σιγήσουν δια παντός τα κανόνια
και να ηχήσουν μέσα μας οι καμπάνες της ειρήνης,
πολεμάμε τα ζόμπι της Wall Street
και τους παρανοϊκούς που βρίσκονται στην εξουσία,
πολεμάμε τον πατέρα Θάνατο και τη μητέρα Χήρα,
τον γιο Φαντάρο και την κόρη Πειθαρχία.
Και πιάνοντας και κουνώντας επιδεικτικά το πουλί του, συνέχισε:
-Αυτό εδώ είναι πιο ηθικό και πολύ πιο απολαυστικό
από ένα δάχτυλο στη σκανδάλη,
από ένα δάχτυλο που σου λέει «Μη»
από ένα χέρι που κρατάει κλομπ
ή που φυλλομετρά δολάρια.»

Κι ενώ ο κόσμος παραληρούσε, ένα- ένα τα μέλη του γκρουπ εισήλθαν αθόρυβα σαν κλέφτες στο δωμάτιο, κι αφού σταθήκανε ακριβώς από πίσω του, τον άρπαξαν με μια σίγουρη κίνηση σφιχτά στα χέρια τους.
-Κρις, δεν μας είχες πει ,όταν σε πήραμε στη μπάντα, ότι τα πας τόσο καλά με τους πανηγυρικούς λόγους, είπε ο Μάικ.
-Και όχι μόνο με τους πανηγυρικούς λόγους, αλλά και με τη γυμνή αλήθεια… συμπλήρωσε ο Τζιμ, ο τραγουδιστής, προκαλώντας το γέλιο των υπολοίπων.
Ο Κρις τότε δείχνοντάς τον ντράμερ, θέλησε να συνεχίσει απτόητος το διάγγελμα του:
-Ωω! ιδού τα τύμπανα του σύμπαντος κροτούν, και μια νέα ελπίδα…

«Έλα πάμε, αγορίνα», είπε βιαστικά ο Φρανκ, ο μπασίστας, «ωραίες οι συμπαντικές κουβέντες, κράτα τες όμως για τους στίχους των τραγουδιών μας. Τώρα μας περιμένει δουλειά στο τμήμα. Η Γκρέις ζήτησε να δει αποκλειστικά εσένα».

Και τραβώντας τον με ήρεμες κινήσεις, τον προσγείωσε με τη βοήθεια των φίλων του στην ανασφάλεια της απτής πραγματικότητας.

 

*Tελευταίο βιβλίο του: "Ροκ επανάσταση και αντικουλτούρα" (εκδόσεις Το Μέλλον 2018).