Top menu

Ανδρέας Μήτσου: "Η τέχνη ανατρέπει βεβαιότητες"

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

Πείτε μου λίγα λόγια για το βιβλίο σας «Η Αστυνόμος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Θα αναφερθώ καταρχάς στη λεγόμενη «υπόθεση», παρόλο που για μένα, η υπόθεση είναι πρόφαση της αφήγησης. Όσοι παρουσιαστές-«εκτιμητές» βιβλίου εξαντλούνται στο δευτερεύον αυτό στοιχείο ενός λογοτεχνικού έργου, το διαχειρίζονται διεκπεραιωτικά και επιπόλαια. Υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, μια νέα γυναίκα στο μυθιστόρημά μου, αστυνόμος, ανικανοποίητη από τη ζωή και το επάγγελμά της, η οποία παρέχει στον συγγραφέα πατέρα της καίριες πληροφορίες για ιδιάζοντα εγκλήματα, ως συγγραφικό υλικό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φιλοδοξεί όμως να καταστεί η ίδια ο συγγραφέας της κάθε ιστορίας, να καταργήσει έτσι την πληκτική ζωή της, να την αναβαθμίσει ποιοτικά, οικειοποιούμενη στην ουσία τη συγγραφική ταυτότητα του πατέρα. Σε συγκεκριμένο μάλιστα ερωτικό έγκλημα, προσδοκά να τον παγιδέψει, ούτως ώστε να τον εμπλέξει στην υπόθεση και να τον καταστρέψει. Υπάρχουν, κατ’ αυτήν, εύλογες αιτίες να μισεί τον πατέρα της. Ό,τι επιτυγχάνεται, εν τέλει, από την ασύγγνωστη εμπλοκή τους σ’ αυτή την ερωτική ιστορία, είναι η ταύτιση των δύο τραγικών ηρώων, η ανάδειξη και συνειδητοποίηση της απελπιστικής μοναξιάς τους. Η καταφυγή στην τέχνη της γραφής, σε μία υποκατάστατη πραγματικότητα και μια επίπλαστη ζωή, αποδεικνύεται και για τους δυο μάταιη και ατελέσφορη. Η καθημερινή ζωή απαιτεί την άμεση βίωση.

Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου σας «Η Αστυνόμος» είναι γυναίκα. Είναι εύκολο ή δύσκολο για έναν συγγραφέα να γράφει για ήρωες του αντίθετου φύλου;
Γράφοντας, ο δημιουργός το πρώτο που αναιρεί είναι το φύλο του. Τείνει να καταστεί άφυλος, ένας άγγελος. Εάν πείθει με το λόγο, το ύφος, για την αλήθεια του, τότε το έργο καθίσταται τέχνη, ειδάλλως μία εμπρόθετη κατασκευή. Αφού αληθινό είναι ό,τι πείθει για την αλήθεια του. «Γιατί υπήρξα άλλοτε», λέει ο Εμπεδοκλής, «και αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί, ψάρι βουβό στη θάλασσα». Εύκολο; Τίποτε εύκολο στη γραφή. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο παιδεύτηκα για να φαίνεται πως δεν παιδεύτηκα καθόλου. Ώρες ατέλειωτες ενδοσκόπησης, αϋπνίας, αγωνίας και παιδεμού. Από εβδομήντα χιλιάδες λέξεις η «Αστυνόμος», κατέληξε να μονταριστεί στις σαράντα τέσσερις και οι πεντακόσιες σελίδες να γίνουν διακόσιες σαράντα, με την κάθε μία λέξη να θέλω να καρφώνεται γερά, «να μην την πάρει ο άνεμος», ώστε η ιστορία να αποκαθαρθεί, να κυλάει φυσικά και απλά, κατά «το εικός και το αναγκαίο», γιατί η γραφή, όπως και η ζωή, είναι απλή.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο καλό, κατά τη γνώμη σας;
Το έργο, οιασδήποτε τέχνης, προσφέρει την παραμυθία, την παρηγοριά. Δηλαδή ουσιώδη χρόνο. Ασφαλώς η κάθε τέχνη, και ως τεχνική ακόμη να εκληφθεί, με την αρχική σημασία της λέξης, απαιτεί μύστες και μυημένους. Υπάρχει, δηλαδή, ως αναγκαίος όρος η αναγνωστική επάρκεια. Ένα βιβλίο λογοτεχνίας είναι καλό μόνο όταν προσφέρει σε κάποιον την άφεση, ή κακό όταν «σου τρώει» τον χρόνο. Είμαστε, σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία μας. Κόκκινα τα γυαλιά σου, κόκκινος σου φαίνεται κι ο κόσμος. Καλό για ποιον επομένως, καταφεύγω στον Μπρεχτ. Ένα καλό βιβλίο, πάντως, συντελεί στην ανάδυση του αυθεντικού εαυτού, μέχρι να υπερβείς τα καχεκτικά όρια του εγώ σου, αναιρεί τις βεβαιότητές σου, σε ανυψώνει ώστε να φτάσεις στις προοπτικές της φύσης σου. Ένα κακό βιβλίο σε κάνει χειρότερο άνθρωπο. «Η καθαρή αλήθεια» του δημιουργού, σε κάθε περίπτωση, δρα ως καταλύτης και καθαρκτική δύναμη εντός μας. Εννοείται, βέβαια, για την λογοτεχνική γραφή, η σιωπή, το ανείπωτο, ο κρυπτικός λόγος και υπαινιγμός. Πως πρέπει να υπονοούνται τα πράγματα, να είναι κρυμμένα και άδηλα και να μην καταδηλώνονται. Αυτό τα καθιστά φυσικά και «φύσις κρύπτεται φιλεί», ως γνωστόν. Το δε έργο, «δεν λέει, είναι!» «Τι θέλει να πει ο συγγραφέας;» ρωτάνε ακόμα οι φιλόλογοι. Τίποτε δεν θέλει να πει, απλά το λέει. Κι ο καθένας «ακούει» ό,τι είναι σε θέση να εισπράξει. Όταν, όμως, ακούσει, τότε καθίσταται πραγματικός αναγνώστης, ο ίδιος δημιουργός, ισότιμος ή και ανώτερος ακόμα συνομιλητής του συγγραφέα.

Έχει υποχρέωση ο συγγραφέας να αποτυπώσει στα βιβλία του το στίγμα της εποχής του;
Ένα γνήσιο κείμενο αποτυπώνει νομοτελειακά «το στίγμα της εποχής του». Ωστόσο, η τέχνη δεν κάνει προπαγάνδα, δεν είναι καλύτερος ο συγγραφέας από τον αναγνώστη, ούτε κολακεύει τις εγκαθιδρυμένες απόψεις του, παρά ανατρέπει βεβαιότητες, δημιουργεί νέους στοχασμούς και σκέψεις, μια καινούργια θέαση του κόσμου.Σήμερα στην λογοτεχνική παραγωγή, ελληνική και ξένη, ως επί το πλείστον, είναι ο κανόνας να εστιάζουν, οι δόλιοι συγγραφείς, στα επίκαιρα θέματα, κολακεύοντας το «πολιτικώς ορθό». Αυτοί επιβιώνουν, αυτούς αναδεικνύουν, αυτοί πουλάνε. Ο συγγραφέας εάν δεν είναι ανατρεπτικός σ’ όλες τις εκφάνσεις του, εγώ δεν τον υπολογίζω για συγγραφέα. Η μόνη υποχρέωση του συγγραφέα είναι να καταπραΰνει το θηρίο που «γαυγίζει» μέσα του, να έρθει σε συμφιλίωση, έστω και πρόσκαιρη, με τον εσώτερο εαυτό και να αποστάξει ό,τι πολύτιμο. Τότε θα συντελέσει στην αρμονία, τη δική του και του κόσμου. Και η αρμονία προϋποθέτει τη διαρκή σύγκρουση με την εσώτερη και την εξωτερική πραγματικότητα. «Σε τι χρονικά διαστήματα πρέπει να εμφανίζεται ο συγγραφέας;» με ρωτούν, «πόσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις το βιβλίο;» Μα αυτό έχει να κάνει με τον δικό μου χρόνο. Τον δικό μου χρόνο καταθέτω. Δεν υπάρχει δηλαδή κοινός χρόνος με κανέναν, παρά μόνον ο ατομικός, αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος, συνάρτηση της εμπειρίας, της βίωσης και του βάθους της κάθε ύπαρξης. Κάθε βιβλίο κρίνεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από το κάθε προηγούμενο. Ο δε συγγραφέας δεν είναι το ίδιο άτομο μέσα στη χρονική διαδοχή. Πόσο χρόνο καταθέτει κάποιος και πόσος του μένει ακόμα, ποιος δικαιούται να τον μετράει; Τέτοιες συμβατικές αντιλήψεις, δυστυχώς, χαρακτηρίζουν το χώρο του βιβλίου. Εάν ένα βιβλίο γοητεύει, ανταμείβει με το χρόνο της γητείας του. Ο συγγραφέας δεν συνιστά μόνιμη ιδιότητα, όταν γράφεις γίνεσαι συγγραφέας. Το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν δικαιούται κανείς να το κρίνει, παρά μόνο το έργο του. Θαυμάζω, επί παραδείγματι, τον σκηνοθέτη Πολάνσκι και την τελευταία ταινία του «Ντρέιφους». Αυτό το έργο μπορώ να κρίνω, δεν με αφορά ο βίος και η πολιτεία του Πολάνσκι. Ούτε καταλογίζω στον Σκορτσέζε, φερ’ ειπείν, την προχωρημένη ηλικία του για να θαυμάσω τον «Ιρλανδό» του. Αφού μαρτυρία της νεότητας του δημιουργού είναι το κάθε ένα έργο του. Αυτό είναι δηλαδή το «πολιτικώς ορθό». Μια μικροαστική χυδαιότητα και ο ρατσισμός.

Τα βιβλία σας έχουν εκτεταμένους διαλόγους. Θα σας ενδιέφερε και το θεατρικό κείμενο;
Έχω γράψει και σε θεατρικό τον «Κύριο Επισκοπάκη», που έτυχε πολύ καλής υποδοχής. Ανέβηκε στο «104» με τους Κ. Σπερελάκη, Στ. Μάινα, Κ. Καζανά (ο Καζανάς μάλιστα τιμήθηκε για το ρόλο του στο έργο με το Βραβείο Καρόλου Κουν το 2008). Αμέτρητους αφηγηματικούς τρόπους μηχανεύεται ο συγγραφέας για να κατορθώσει να εξορύξει όσα αναταράσσονται εντός και αναμοχλεύονται και να απαλλαγεί.

Έχετε γράψει πολλά βιβλία. Αν έπρεπε να καταλήξετε σε μία κεντρική ιδέα, που να αφορά το σύνολο του έργου σας, ποια θα ήταν αυτή;
«Ό,τι και να πω, κάτι περισσεύει, τρύπια είναι η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει», ξέρει τι λέει ο Σαββόπουλος. Σαν την αράχνη, πασχίζουμε να καλύψουμε αυτή την τρύπα, να στήσουμε τον ιστό, να πιάσουμε μέσα τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τον σκιαγμένο εαυτό μας.

Ο μεγαλύτερος συγγραφικός σας φόβος;
Συγγραφικός φόβος όχι, δεν θα το ’λεγα. Ενστερνίζομαι τη θέση πως πρέπει να χρησιμοποιούμε τα μέσα της τέχνης στη ζωή, όχι για να την κάνουμε περισσότερο τέχνη, αλλά περισσότερο ζωή. Και στη ζωή πολλοί φόβοι με περικυκλώνουν ύπουλα. Μ’ αυτούς αντιμάχομαι. Αυτούς προσπαθώ να καταπραΰνω γράφοντας. Εξάλλου, ο φόβος συναρτάται με την αγάπη και την απώλεια. Εάν δεν φοβάσαι τίποτε, δεν είσαι ελεύθερος, δεν σου έχει απομείνει αγάπη μέσα σου. Τίποτε δεν σε νοιάζει.

Τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;
Δε σχεδιάζω, δεν είναι του χαρακτήρα μου. «Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός», αυτό το ρητό του Ηρακλείτου ακολουθώ. «Όλα κρέμονται από τη στιγμή».