Top menu

"Ο θάνατος του εμποράκου" του Άρθουρ Μίλλερ -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Στο θέατρο «Εμπορικόν» δόθηκε η εμβληματική και άκρως διδακτική παράσταση με τίτλο «Ο θάνατος του εμποράκου» (Death of a salesman) του βραβευμένου (Πούλιντζερ, 1949) Άρθουρ Μίλλερ, με ευανάγνωστη και διακριτή σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα.

Ο θεατρικός συγγραφέας (και μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος) γεννημένος στο Κονέκτικατ Η.Π.Α. Arthur Asher Miller (1915-2005) μας έχει χαρίσει εκτός από το κρινόμενο έργο, πολύτιμα κληροδοτήματα, που κοσμούν την παγκόσμια λογοτεχνία: A view from the Bridge (1955), After the fall (1964), The Srucible (1953), All my sons (1947) κ.α. Έγινε γνωστός για την για την αυστηρή κριτική ματιά στις μικροαστικές συνήθειες των συμπατριωτών του, και για την εύστοχη αποτύπωση της μετά το Κραχ του 1929 εξαθλίωσης των πρώην ευημερούντων αμερικανών πολιτών, την οποία έζησε και ο ίδιος. Πολέμιος του μακαρθισμού, φυλακίσθηκε για τις ιδέες του, κυρίως όμως για το σθένος που υπερασπίσθηκε τους ομοτέχνους του. Ο εξέχων θεατρικός συγγραφέας Harold Pinter (1930-2008) είχε πει για τον Α. Miller, πως: «Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο εννοώ ότι και η φυσική του παρουσία ήταν επιβλητική… Ήταν ηγέτης. Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα».

«Ο θάνατος του εμποράκου» (Death of a salesman) παίχθηκε στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης το 1949, με τον Β. Διαμαντόπουλο και το 1962 με τον Γ. Λαζάνη, από την Νέα Ελληνική Σκηνή, το 1986 με τον Θύμιο Καρακατσάνη, από το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, το 1988, με τον Δ. Καταλειφό, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το 1991, με τον Ανδρ. Ζησιμάτο, από τον Θίασο Κώστα Καζάκου, το 1993, από το Θέατρο Διαδρομή, το 2002 με τον Γ. Μιχαλακόπουλο, από τον Θίασο Θ. Καρακατσάνη, το 2008, από το Εθνικό θέατρο, το 2016, με τον Π. Φιλιππίδη κ.ά.

Το έργο αυτό, αντιπροσωπευτικό του πέραν του Ατλαντικού ρεαλιστικού θεάτρου, διαπραγματεύεται την τραγική κατάσταση ενός παρηκμασμένου και γηρασμένου πλασιέ (Γουίλυ Λόμαν), που εκδιώκεται από τον εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς του ιδιοκτήτη της εταιρείας (Χάουαρντ Βάγκνερ), όπου εργαζόταν επί σειρά ετών. Πρόκειται για το άθλιο τέλος που επιφυλάσσει στους αδύναμους το σύστημα και οι ισχυροί εξουσιαστές ή άλλως για την έλλειψη ατομικής προνοητικότητας. Η σύζυγός του (Λίντα) συμπαρίσταται με εγκαρτέρηση και τα παιδιά του (Χάπι και Μπιφ) είναι θύματα της αδιέξοδης κατάρρευσης του γονέα τους και φυσικά όλης της οικογένειας. Δύο πρόσωπα, ο γείτονας Τσάρλι και ο θείος Μπεν, παίζουν τον ρόλο συμβουλάτορα ή άλλως εξωθεματικών προσωπικοτήτων, που δεν εισφέρουν εν τέλει στην αρνητική πορεία του τραυματισμένου Γουίλυ. Η τραγική κατάληξη της αυτοχειρίας του αποδιωγμένου ήρωα συνιστά ένα είδος Κάθαρσης ή διαφορετικά Λύτρωσης από τα πάθη που απαντώνται στον βίο του μέσου ανθρώπου.

Ο Arthur Miller άγγιξε την κορυφή, κυρίως όμως αμείφθηκε, πέραν των θεατρικών βραβείων, με την ψευδεπίγραφη λουστραρισμένη ηδονή της επαφής με μια ονειρική οπτασία, που άκουγε στο όνομα Marilyn Monroe (1926-1962), μια σαγηνευτική και αισθησιακή ύπαρξη, κρυφό πόθο των ανδρών, ανά τον κόσμο. Ο γάμος τους (1956) δεν άντεξε παρά μέχρι το 1961.

Η θεματογραφία του επηρεάσθηκε αποφασιστικά από την οικονομική καταστροφή του Πολωνοεβραίου μετανάστη πατέρα του. Οι νεανικές εμπειρίες έδωσαν τροφή στη φαντασία του ευφυούς θεατράνθρωπου και την τροφοδότησαν με προφανή εναύσματα, μέσω των οποίων στηλίτευε τη βαθύτερη κρίση ατόμων, οικογενειών, συζυγικών σχέσεων, επιχειρήσεων, πολιτικής. Εξελίχθηκε σε έναν αληθή επαναστάτη, με κίνδυνο μάλιστα να θεωρηθεί εχθρός της καθεστηκυίας τάξης, υπονομευτής της αίγλης του αμερικανικού Ονείρου, συνειδητός ανατροπέας της επί γης ουτοπίας. Στην πορεία του αυτή, διαθέτοντας απεριόριστο ταλέντο, αναδείχθηκε σε βαθύ ανατόμο της ατομικής ψυχολογίας, των ανθρωπίνων χαρακτήρων και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται δράματα, απογοητεύσεις, θλίψεις, αποτυχίες, απογοητεύσεις, δολιότητες και γενικά όλα τα αποκυήματα της θνητής ευτέλειας. Με ευρεία οπτική περιφέρει τους ήρωες του, ως όργανα κάποιας αδιόρατης μοίρας ή ενός σκληρού και ανάλγητου συστήματος ή ως έρμαια της τυχαιότητας και υπερβαίνει τα σύνορα της χώρας του διαχεόμενη σε κάθε άτομο, κοινωνία διαπλοκή, εξουσία, σύγκρουση. Αυτή είναι η ευδιάκριτη απάντηση στο εύλογο ερώτημα, για ποιο λόγο τα έργα του διάσημου Αμερικάνου έχουν απήχηση στο παγκόσμιο κοινό, σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης.

Ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος Γιώργος Σκεύας στηρίχθηκε στην έντονη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, με συνέπεια να παραμείνουν, χωρίς τη δέουσα δραματουργική επεξεργασία οι λοιποί συντελεστές. Η αιφνίδια εμφάνιση του θείου και του γείτονα «από μηχανής», ήτοι από τα βάθη της αίθουσας, ήταν ένα επιτυχημένο εύρημα, που ενισχύθηκε με τον έντονο φωτισμό στα πρόσωπά τους. Επίσης οι βαλίτσες αποτελούσαν αναγωγή στο επάγγελμα του πλασιέ, εν είδει σημειολογικού τονισμού. Ο αναδιδόμενος διδακτισμός ίσως θα έπρεπε να υποτονισθεί, αν και σε τούτο κυρίως υπεύθυνος είναι ο συγγραφέας.

Τα σκηνικά με χαρακτηριστική λιτότητα συνέβαλαν θετικά στην παράσταση. Το ίδιο και η ταιριαστή με το θέμα μουσική της Σήμης Τσιλαλή, όπως και οι ακριβείς φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, ιδιαίτερα στις σκηνές που ακινητοποιείτο ο πρωταγωνιστής. Τα απλά και όχι εξεζητημένα κοστούμια της Εβελίνας Δαρζέντα αντιπροσώπευαν οποιαδήποτε εποχή, χωρίς νοηματικές αναγωγές.

Ο Δημήτρης Καταλειφός γνωρίζει τον Α. Miller, αφού ήδη από το 1988, είχε καταδυθεί στο υποσυνείδητο δωμάτιο του Μεγάλου εξερευνητή της ψυχής, με τον ίδιο ρόλο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Εκτός αυτού τον είχαμε θαυμάσει πρόσφατα στο All my sons, «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (2016). Εκεί έφερε τον μανδύα του αδίστακτου Κέλλερ, ο οποίος πλήρωσε εν τέλει για τα κρίματα και τον αριβισμό, που τον διέκρινε στη ζωή του.

Στην συγκεκριμένη παράσταση έδωσε τον εαυτό του και ζωντάνεψε με ιδεώδη τρόπο έναν αγανακτισμένο πλασιέ, που έβλεπε να φεύγει κάτω από τα πόδια ολόκληρη η ζωή του και η συνοδεύουσα αυτήν αυτοπεποίθηση. Αληθινό ράκος αναζητούσε στηρίγματα στο παρελθόν, που είχε όμως παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι επιτυχίες της νεότητας συνετρίβησαν υπό το βάρος του χρόνου, της αλλοίωσης μεθόδων λανσαρίσματος των προϊόντων και βεβαίως της ανελέητης οικονομικής καταστροφής, συχνό φαινόμενο των καιρών. Όμως, δεν παρακάλεσε κανέναν, δεν ζητιάνεψε, δεν ταπεινώθηκε. Η εκφραστική ικανότητα, η φυσική άνεση των κινήσεων του, ο ευκρινής λόγος, η επιμελής αποτύπωση του κειμένου, η ανυπέρβλητη αγωνία, το παράδοξο σφρίγος, η έντονη ενοχική ευθυκρισία, η απόκρυψη κάθε μορφής αυτογνωσίας, η επίρριψη ευθυνών στους άλλους, αλλά και οι κραυγές αγανάκτησης που εξέβαλε κατά διαστήματα και που προκαλούσαν ρίγος στους θεατές, πιστοποίησαν την ποιότητα του, ως ικανού και επιδέξιου υποκριτή, κατέχοντος μια από τις πρώτες θέσεις στο εγχώριο θεατρικό γίγνεσθαι.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί στάθηκαν με πειστικότητα απέναντι στους ρόλους που υποδύθηκαν, επιδεικνύοντας υπερβολική ίσως πειθαρχία στις σκηνοθετικές οδηγίες. Συναπάρτισαν με τον Δ. Καταλειφό ένα αξιοπρεπές σύνολο. Ο θίασος αποτελέσθηκε από τους Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργο Νούση, Γιώργο Ζιόβα, Χρήστο Ευθυμίου, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Τάσο Λέκκα, Δημήτρη Αποστολόπουλο, Γιώργο Πατεράκη, Χρύσα Γκινίκη και Ιοκάστη Αγαύη Παπανικολάου.

Ο συγγραφέας A. Miller προσπάθησε να δώσει τον ακριβή στόχο του έργου: «Ο εμποράκος είναι η τραγωδία του ανθρώπου, που πίστεψε, ότι μόνον εκείνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν, για όλη την ανθρωπότητα, κάποιοι φρεσκοξυρισμένοι, άκαμπτοι κύριοι, που παροικούν σήμερα στην κορυφή των τηλεοπτικών επιχειρήσεων και των διαφημιστικών γραφείων». Ο ήρωας του έργου είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, αδύναμος απέναντι στη ροή των γεγονότων και την αναπόφευκτη φθορά της καθημερινότητας.