Top menu

Μιλάμε με τον Θανάση Μανούση για τα "60 ποιήματα"

 

«Τα περισσότερα από τα "60 ποιήματα" γράφτηκαν σταδιακά μετά την μόνιμη εγκατάστασή μου στην Ελλάδα. Πρόκειται για μορφοποιημένες καταγραφές λογισμών που είδαν το "φως" του συνειδητού και δεν απορρίφθηκαν». Με τον Θανάση Μανούση μιλάμε για την ποιητική του συλλογή 60 ποιήματα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. 

Συνέντευξη με την Αγγελική Δημοπούλου

 

Η πρώτη σας ποιητική σας συλλογή "60 ποιήματα" μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που την κρατάτε στα χέρια σας; Τι σημαίνει για εσάς αυτό το βιβλίο;

Χάρηκα που η ποιότητα της έκδοσης ήταν η αναμενόμενη. Είναι η αρχή μιας πορείας και συνεργασίας που ελπίζω ότι θα είναι καρποφόρα.

 

Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τα πώς και τα γιατί της δημιουργίας των ποιημάτων που περιλαμβάνει η συλλογή στις σελίδες της;

Αναζητώντας το βιωματικό μου υπόβαθρο τέτοιων ειρμών σκέψης ανατρέχω στις πρώιμες, και αργότερα σωτήριες,  εντυπώσεις και βιώματα από την αδιατάρακτη ελληνική φύση που γνώρισα, πρώτα ως παιδί στο Σιδηρόκαστρο στον μύλο του πατέρα μου, και μετά ως έφηβος στην Ανάληψη της Θεσσαλονίκης, πριν έρθουν τα μπλόκια και η νέα παραλία, αλλά στο «Τάμαριξ» στα ναυπηγία και στα καλλιστεία,  και στην ταβέρνα «Φουρναράκης» και στο Σινέ «Ολύμπια» εκεί που πατούσες μόνο κοχύλια.

Έρχονται αναμνήσεις και συναίσθηματα από το τότε 4ο Δημοτικό Σχολείο στην Ανάληψη, και το 5ο Γυμνάσιο  Αρρένων στην Κριεζώτου, όπου βίωσα το καλό και τη γνώση από κάποιους δασκάλους, και την κοινωνική ανισότητα, την αλαζονεία και τον αυταρχισμό από άλλους.

Βλέπω τη ζωή μου από τα 8 έως τα 24 μου χρόνια στο παντοπωλείο μας βοηθώντας τον πατέρα μου και διαβάζοντας βοτανική και φυσιολογία ανθρώπου πάνω στο αμπάρι με τις φακές και σταματώντας για κάθε πελάτη που έμπαινε. Εκεί που όταν περνούσε «δετό» κορμί απ’εξω, έπεφτε σύρμα να το απολαύσουν οπτικά όλοι οι μαγαζάτορες. Και στην ελάττωση της δουλειάς, στα λαδάδικα με το ποδήλατο για λεμόνια και ψιλοπράγματα, εκεί που πίσω από τα ξύλινα βαρέλια από ελιές ήταν τα «όρθια», εκεί που διερωτώσουν αμούστακος γιατί  η κόκκινη λάμπα είναι αναμένη και τη μέρα, αλλά και γιατί είναι κόκκινη, και ανέβαινες τη σκάλα στα «Πράσινα» και στης «Φωφώς» για να το απαντήσεις.

Μετά, η ενήλικη ζωή και η γνωριμία με τον ανθρώπινο μακιαβελισμό, την εθνική υποτέλεια και τα τανκ, τα ψυχοφθόρα προβλήματα της μικροαστικής οικογένειας και τα βαρίδια των κοινωνικών και θρησκευτικών δομών που βύθιζαν νεανικά όνειρα και κοινωνίες, και γέμιζαν πλοία και σταθμούς όπως του Μονάχου. Πόσο πληγώνει, άραγε, ένα παιδί η αίθουσα τελετών ενός ανάκτορου στεφανωμένη με μια πολυκατοικία του 60 από πάνω της. Και όμως! Τέλος πάντων, τα χρόνια πέρασαν, αλλά η βάρκα μπάζει ακόμα νερά από τις ίδιες τρύπες. Μοναδική σχεδία  ο έρωτας που σαν θεοποιήσει λάθος άνθρωπο γίνεται άβυσσος. Κι’όταν ο νους απογνώσκει, όχι άσπρη, μαύρη ή χάπια, αλλά καυτό νερό στην μπανιέρα και αυθόρμητη γραφή στο χαρτί!

 

Αν έπρεπε να διαλέξετε μόνο ένα ποίημα από αυτή τη συλλογή ποιο θα ήταν αυτό και γιατί;

Μέσα στη μνήμη του τίποτα
κι όπως η Γη έλκει τη βροχή
αλλά φυσάει ο άνεμος,
άφησε το καράβι στη θάλασσα
κι άνοιξε το συρτάρι.
Πήρε μια μπάλα φως
και γύρισε στα παιδιά
που περίμεναν στη σειρά
με τα χέρια απλωμένα.
Έκοψε χούφτες φως
και έδωσε από μία
σε κάθε παιδί, σε κάθε χέρι.
Εκείνα στράφηκαν και έτρεξαν
καθένα κι άλλον δρόμο.
Ξαναγύρισε στις καθημερινές της ασχολίες.
Τα χρόνια πέρασαν.
Εκείνη έμεινε εκεί
μέχρι που γύρισαν,
άλλο με πλούτη κι άλλο με γνώση,
άλλο μ’ εμπειρίες
κι άλλο με έρωτα που γεννά την τέχνη.
Τα κοίταξε όλα δίκαια.
Μετά μπήκε στο συρτάρι και το ’κλεισε πίσω της.
Στη μνήμη του τίποτα.

Γιατί η έννοια της μάνας, με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει, έρχεται από το σχεδόν τίποτα και σ’αυτό καταλήγει. Όμως, κατά την ευήμερη παρουσία της στηρίζει τις προσωπικές μας κοσμογονίες που μας συνοδεύουν έως το τέλος της ζωής μας.

 

Πότε αρχίσατε να γράφετε ποίηση; Υπήρξε κάποιος καταλύτης ή υπήρχε πάντα εκεί;

Στα 17 μου χρόνια έγραψα μια πρώτη ποιητική συλλογή από 13 ποιήματα, αλλά απαξιώθηκε, απογοητεύθηκα και σταμάτησα να γράφω άλλα.

Στα 40 μου, ξανάρχισα. Τα περισσότερα από τα «60 ποιήματα» γράφτηκαν σταδιακά μετά την μόνιμη εγκατάστασή μου στην Ελλάδα. Πρόκειται για μορφοποιημένες καταγραφές λογισμών που είδαν το «φως» του συνειδητού και δεν απορρίφθηκαν. Κατέγραφα συνεχώς τις σκέψεις μου με ένα μολύβι και χαρτί που έφερα στην τσέπη. Όταν αυτές δημιουργούσαν νοηματικά "κρίσιμη μάζα" τις μορφοποιούσα και τους έδινα έναν αριθμό. Όχι τίτλους, επειδή αυτοί περιορίζουν, κατά τη γνώμη μου, την αντίληψη του αναγνώστη, καθώς επιχειρούν να δώσουν όνομα σε ένα «συννεφάκι».

 

Πώς λειτουργεί η έμπνευση; Γράφετε ποίηση θα λέγατε αυθόρμητα ή μετά από διεργασία των ερεθισμάτων σας;

Ο νους παράγει σκέψεις συνεχώς, που περιλαμβάνουν εικόνες, σκηνές, μουσική, επιλύσεις προβλημάτων και τόσα άλλα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών απορρίπτεται στον κάδο των απαγορεύσεων, του φόβου, της μη πρακτικότητας, της έλειψης αυτοπεποίθησης, της ανέχειας κλπ. Έμπνευση είναι η σύλληψη μιας τέτοιας «πεταλούδας» του νου στην απόχη της αυτοπεποίθησης.

Θεωρώ ότι δεν είναι καλό ο ποιητής να είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις αλλά να  λειτουργεί με το ένστικτό του, δηλαδή αυθόρμητα.  Άλλωστε, δεν υποχρεούται να λειτουργεί αποκλειστικά με κάποιον  από τους δύο τρόπους. Είναι όμως πιο καρποφόρο, κατά τη γνώμη μου, να αξιοποιεί το ένστικτό του.

 

Τι είναι η ποίηση για εσάς και τι πιστεύετε ότι είναι η ποίηση για τον κόσμο;

Ακολουθώ μια μοναχική πορεία στη γραφή μου. Οι όποιες  ομοιότητες οφείλονται στο κοινωνικό ασυνείδητο στο οποίο, ως μέλος της κοινωνίας, συμμετέχω.

Στηρίζομαι  σε οπτικές «προσομοιώσεις» που έχω για τον Κόσμο πέρα από τη Γη, τη ζωή στον πλανήτη, την ιστορία της πατρίδας μου, της ζωής μου, και των ανθρώπων με τους οποίους συνδέθηκα συναισθηματικά.

Δεν διαβάζω άλλους συγγραφείς  Έλληνες και ξένους. Διάβαζα λογοτεχνία σε νεαρότερη ηλικία. Τώρα συνειδητά αποφεύγω να διαβάζω έργα άλλων, επειδή θα ήθελα να είμαι ανεπηρέαστος. Ούτως ή άλλως, σημασία έχει η ιδιαιτερότητα που, αν δεν επιτευχθεί, θα πρόκειται για ένα παιχνίδι που έπαιξα και έχασα. Είναι καλύτερα από μια θλιβερή απομίμηση, και δεν το διακινδυνεύω.

Εκείνο που με ωθεί να γράφω είναι μία παρόρμηση για διαμαρτυρία,  καλυτέρευση, απλότητα, αναζήτηση, επαναπροσδιορισμό.

Θεματολογία μου ειναι κυρίως τα κοινά ανθρώπινα συναισθήματα και οι σκέψεις μου για τον Κόσμο και την ύπαρξη. Προσπαθώ συνειδητά να κρατήσω το ατομικό και το πανανθρώπινο σε αρμονία, όσο γίνεται λιγότερο πρώτο πρόσωπο, και μια ισορροπία ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό αφού η διαφορά μας ποιοτικά είναι μόνο μία.

Δεν νομίζω ότι  η καταγραφή σκέψεων είναι τόλμη. Τόλμη είναι η δημοσιοποίησή τους, καθώς αυτή αντίκειται συχνά στην κοινωνική συμβατικότητα, αν μη τι άλλο, και πρέπει να προετοιμαστείς για να την υποστηρίξεις.

Με επηρεάζουν, η κοινωνική μου τάξη με τα συν και τα πλην της, οι εμπειρίες μου, τα λάθη και τα πάθη μου, η κοινωνική δικαιοσύνη, οι κοινές ανθρώπινες αξίες, και η επιστημονική σκέψη όπως αυτή βγάζει κάποιους ανθρώπους από παρωχημένους τρόπους σκεψης.

Θα έλεγα ότι οι λέξεις είναι μιμίδια, ιδέες δηλαδή. Ως τέτοια, συνιστούν μορφή έκφρασης, αλλά μέσα από το «πλέξιμό» τους κατά την σύνταξή τους μπορεί να εκπροσωπήσουν κάποιο  ψυχικό αποτύπωμα του ποιητή, που έχει πιθανότητες να επηρεάσει και κάποιους συνανθρώπους του. Ούτως ή άλλως, η κάθε μορφή τέχνης επιζητεί την στροφή των συνανθρώπων προς το πρόσωπο του καλλιτέχνη και τις απόψεις του, και η δική μου δε συνιστά εξαίρεση.

Θα έλεγα ότι η ποίηση είναι καταφυγή για κάποιους ανθρώπους, με δυνατότητα όμως να γίνει και για περισσότερους μέσα από κατάλληλη παιδεία.

Πιστεύω ότι  ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει ποιητικά, καθώς ο κόσμος ζει την πραγματικότητα επειδή έχει ανάγκες και αυτές για την ικανοποίησή τους χρειάζονται  και ορθολογισμό και στρατηγική. Η ποίηση μπορεί να λειτουργήσει μάλλον ανανεωτικά. Έτσι κι αλλιώς, ολόκληρη η ζωή είναι μία αντίθεση στην αύξηση της εντροπίας, μία δίνη, δηλαδή, που κινείται αντίθετα προς τη ροή του Γάγγη.

Δεν νομίζω ότι ένας ποιητής καλείται να απαντήσει σε κάποια ερωτήματα διαχρονικά αλλά και στο παρόν που ζούμε. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποια τέτοια κοινωνική επιταγή στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης. Το ποιητικό γίγνεσθαι σε αυτές είναι, ούτως ή άλλως, ένα ψηφιδωτό ατομικών δημιουργιών που σε κάποιους μελετητές δημιουργεί μια αίσθηση «τάσης» ή «επιταγής», ή «χρέους». Εκτός, βέβαια, και αν η τέχνη είναι στρατευμένη πρός κάποιον κοινωνικοπολιτικό στόχο.

Θα προσπαθούσα να βελτιώσω το «χώμα» που πάνω του φυτρώνει και αναπτύσσεται η λογοτεχνία, αλλά και κάθε πολιτισμική εξέλιξη, δηλαδή,  κοινωνική δικαιοσύνη, προσβασιμότητα σε καλής ποιότητας παιδεία, αξιοκρατία, λιγότερη ευνοιοκρατία και ελιτισμός.

Θα έλεγα ότι, όπως φαίνεται, η συγγραφή, τουλάχιστον ως καταγραφή των σκέψεων μας, είναι κοινή ιδιότητά όλων των ανθρώπων, άρα με αυτό γεννιόμαστε ως ιδιότητα του εγκεφάλου μας, είναι δηλαδή η φύση μας. Από εκεί και πέρα αναλαμβάνει η παιδεία μας που, εν πολλοίς, σχετίζεται με τυχαίους παράγοντες πέρα από τις δυνατότητές μας να τους αλλάξουμε  σαν παιδιά, όπως είναι η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική θέση, οι γονείς και οι δάσκαλοι που δεν διαλέξαμε, η τυχαιότητα, δηλαδή, που έδρασε για τον καθένα μας. Αυτή είναι η ευρύτερη ανατροφή μας, καθώς ο εγκέφαλος είναι απλά, αλλά αποτελεσματικά, επεξεργαστής ερεθισμάτων, εντολέας και εκτελεστής πράξεων από μόνος του.

Πολλοί που δεν γράφουν ποίηση, την θεωρούν άπιαστο όνειρο, και πολλοί περισσότεροι την απαξιώνουν.