Top menu

Μιλάμε με την Ξένια Κοθωνίδου για "Τα θολά γυαλιά"

 

Τα θολά γυαλιά είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ξένιας Κοθωνίδου. Ο τίτλος προέρχεται, κατά την ίδια, από μια προσέγγιση στον τρόπο που μπορεί να βλέπουμε τα πράγματα ενώ το βιβλίο ξεδιπλώνει μια γλυκόπικρη ιστορία για την αληθινή φιλία, τα οικογενειακά δεσμά και τις ανατροπές που μοιάζουν να ταράζουν τα ήρεμα νερά της ύπαρξής μας. Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου της από τις εκδόσεις Βακχικόν, η συγγραφέας μιλά στο περιοδικό Vakxikon.gr και μας δίνει την ευκαιρία να την γνωρίσουμε και να μιλήσουμε για λογοτεχνία. 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

«Τα θολά γυαλιά» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που το κρατάτε στα χέρια σας;

Το καλωσόρισα με χαρά και λαχτάρα μόλις το κράτησα στα χέρια μου! Λίγους μήνες πριν, όταν ολοκλήρωσα την ιστορία μου και έκλεισα το laptop ένιωσα να αποχωρίζομαι τους ήρωες μου και να τελειώνει το ταξίδι που έκανα στο πλάι τους. Τώρα τους βλέπω να έρχονται πάλι για να ξεκινήσουμε μαζί μια καινούργια διαδρομή. 

Γιατί «θολά γυαλιά»; Θέλετε να μας πείτε κάποια πράγματα για την επιλογή του τίτλου και τη σύνδεσή του με την ιστορία που διηγείστε;

«Τα θολά γυαλιά», είναι μια προσέγγιση  στον τρόπο που μπορεί να βλέπουμε τα πράγματα. Ιδιαίτερα όταν είμαστε σε ευαίσθητη  ηλικία, καταστάσεις και γεγονότα  που μας αφορούν αδυνατούμε να τα διακρίνουμε καθαρά, είτε γιατί μας έχουν παραπλανήσει, είτε γιατί εμείς συστηματικά αρνούμαστε να τα δούμε. Ας πούμε ότι προγραμματίζουμε τη μνήμη μας, έτσι ώστε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα που διαλέξαμε από πριν. Όμως, τι γίνεται μετά; Σε μια σκηνή του βιβλίου, ο Παναγιώτης που ζει μια ζωή ταχτοποιημένη, μ’ ένα αιφνίδιο σκούντημα μιας άγνωστης γυναίκας βρίσκεται πατρικό του σπίτι που είναι έρημο πια. Εκεί έρχεται η στιγμή που νιώθει πως βγάζει τα θολά γυαλιά που τον τελευταίο καιρό όλο και μίκραιναν στο πρόσωπό του, και τα αφήνει πάνω στο τραπέζι. Τρίβει τα μάτια του. Όλα του φαίνονται αλλιώς… Από την άλλη, ο κολλητός του ο Μιχάλης που έχει παλέψει σκληρά με δαίμονες πραγματικούς, φτιάχνει τη δική του οικογένεια, νομίζοντας πως έχει ξεμπερδέψει μ’ αυτά…                                 

Τι αποτέλεσε την έμπνευση γι’ αυτή την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της;

Η ανάσα μιας αόρατης γυναίκας, και κάποιο σινιάλο δύο νεαρών που μεγάλωναν σε διαφορετικές γειτονιές, στάθηκαν η  αφορμή. Όμως μάλλον υπήρχε μέσα μου η μαγιά όσων ήθελα να βγάλω στην επιφάνεια και έψαχνε τα υλικά για να ζυμωθεί. Στην πορεία όταν βεβαιώθηκα ότι γνωρίζω καλά τους ήρωες μου τον Παναγιώτη τον Μιχάλη και το περιβάλλον τους, τους άπλωσα το χέρι και περιπλανηθήκαμε μαζί στα σκοτεινά σοκάκια τους. Όσο με οδηγούσαν οι ήρωες μου με ξάφνιαζαν και έκαναν το ταξίδι μου συναρπαστικό.

Πότε αρχίσατε να γράφετε και τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί και σας εμπνέει;

Έχω περίπου μια δεκαετία που γράφω διηγήματα, και το επόμενο βήμα ήταν να παρακολουθήσω μαθήματα δημιουργικής γραφής. Η εκπαίδευσή μου στη γραφή αυξάνει συνεχώς την παρατηρητικότητα μου. Μπορεί να κάθομαι σε μια καφετέρια και να τραβήξει την προσοχή μου ο τρόπος  που βάζει κάποια το φακελάκι τσάι στο φλιτζάνι της, ή τη στάση του σώματος κάποιου που κάθεται στο λεωφορείο. Αυτά γίνονται αφορμές για να πλάθω τους χαρακτήρες μου. Μπορεί ακόμα να με κινητοποιήσει μια φράση που τριγυρνάει για καιρό στο μυαλό μου,  ή κάποιο αδέσποτο περιστατικό. Οι ιστορίες μου έχουν να κάνουν με ανθρώπινες σχέσεις, πάθη, κοινωνικές ανισότητες, συναισθηματικές συγκρούσεις… Γράφοντας, μου δίνεται η ευκαιρία να εξερευνώ την ανθρώπινη φύση έχοντας πάντα την τάση να κατεδαφίζω παγιωμένες αντιλήψεις. Αυτό νιώθω ότι είναι το κέρδος μου.   

Κάθε συγγραφέας επιθυμεί φυσικά να διαβαστεί το βιβλίο του. Όμως τι σημαίνει, πώς νιώθετε εσείς προσωπικά για τη συγγραφή;   

Η διαδικασία να σκαρώνω ιστορίες και να τις ξετυλίγω στο χαρτί με αφοσίωση με γοητεύει. Φροντίζω να γνωρίσω καλά τους ήρωες μου, να μπαίνω στο DNΑ τους που χωρίς να το θέλω είναι επηρεασμένο από το δικό μου DNA, και αφοσιώνομαι στην αφήγηση δημιουργώντας  το περιβάλλον της ιστορίας. Πλέκω, ξηλώνω, πετάω, το παίρνω απ’ την αρχή, μέχρι να ικανοποιηθώ από τις αποχρώσεις, και την ένταση της σκηνής που φτιάχνω. Με κόπο και αφοσίωση στήνω τον παράλληλο κόσμο μου, που πολλές φορές με απορροφάει κι από τον πραγματικό. Αυτή η διαδικασία γεμίζει την ψυχή μου. Ποτέ δεν έχω στο μυαλό μου ανθρώπους δικούς μου που θα το διαβάσουν. Αυτό μπορεί να το σκεφτώ όταν η ιστορία μου πέφτει στα χέρια τους. «Τα θολά γυαλιά», με ενδιαφέρει πολύ να πέσουν και σε πολλά άγνωστα χέρια.

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο;

Είμαι στη φάση που ξετυλίγεται στη φαντασία μου η ιστορία και κρατάω σημειώσεις. Τώρα γνωρίζω τις ηρωίδες μου, και παρατηρώ τις συνήθειές τους. Έχω και αρκετά διηγήματα κλεισμένα στο συρτάρι που ελπίζω να ‘ρθει  η στιγμή να τα βγάλω στην επιφάνεια.