Top menu

Με την Πηνελόπη Τσιάλα για το "Έρωτας δίχως γέφυρα": Συνήθως η έμπνευση έρχεται χωρίς να το καταλάβω

 

"Οι ήρωές μου πάντα από ένα σημείο και μετά αποκτούν οντότητα, προσωπικότητα και άποψη και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Εγώ απλώς τους παρατηρώ μέσα στη φαντασία μου να δρουν και απλώς καταγράφω σαν ιστορικός αυτά που τους βλέπω να κάνουν. Είναι μαγικό αυτό το δίχως άλλο".  Με αφορμή το νέο της μυθιστόρημα Έρωτας δίχως γέφυρα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν μιλάμε με την Πηνελόπη Τσιάλα για τη μαγεία της λογοτεχνίας. 

 

Το νέο σας μυθιστόρημα "Έρωτας δίχως γέφυρα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που το κρατάτε στα χέρια σας;

Αισθάνομαι υπέροχα πραγματικά! Οι εκδόσεις Βακχικόν είναι πολύ ποιοτικές και πάντα συνεργάζομαι άψογα μαζί τους, ενώ κάθε φορά ερωτεύομαι το εξώφυλλο με το οποίο μου σκεπάζουν το πόνημά μου, αλλά αυτήν τη φορά το εξώφυλλο με ενθουσίασε πιο πολύ ακόμα από τις δύο προηγούμενες φορές. Όταν το πρωτοείδα στο e-mail, έμεινα άφωνη και ανυπομονούσα να κρατήσω το βιβλίο με αυτό το αριστούργημα για εξώφυλλο στα χέρια μου, οπότε, όταν τελικά το έλαβα, έλαμψε για μένα όλη η γη, γιατί πραγματοποιήθηκε ένα όνειρο που είχα εδώ και χρόνια. Στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι πάντα έχω πολλή αγωνία για το αν θα πάνε όλα καλά με το πόνημά μου, με αποτέλεσμα να περιμένω αγωνιωδώς τη στιγμή που θα λάβω το βιβλίο, κι έτσι ενθουσιάζομαι όποτε αυτό τελικά συμβαίνει. Να πω επίσης ότι περιμένω ανυπόμονα αυτήν τη στιγμή επειδή κιόλας αυτή αργεί, γιατί περνάει πάρα πολύς καιρός από την ημέρα που τελειώνω ένα μυθιστόρημα μέχρι την ημέρα που αυτό εκδίδεται. Αυτό συμβαίνει γιατί χρειάζομαι πάρα πολύ χρόνο για να το ελέγξω, μετά να το στείλω στους εκδότες για να το εγκρίνουν και τέλος να μπει μπρος η διαδικασία της έκδοσης για την οποία πρέπει να κάνω τις τελικές διορθώσεις. Σκεφτείτε ότι συνέγραψα το Έρωτας δίχως γέφυρα το καλοκαίρι του ’20 μετά την πρώτη καραντίνα και το έπιασα στα χέρια μου τυπωμένο τρία χρόνια μετά, διότι η κατάσταση με τον Covid πήγε αρκετά πίσω τη συγγραφική μου πορεία.

 

Πρόκειται για έναν έρωτα μεταξύ δύο ετερόκλητων ανθρώπων τους οποίους χωρίζουν βαθιές διαφορές στη στάση ζωής. Τι σας ενέπνευσε αυτήν την ιδέα;

Όπως είπα και στην παρουσίαση του βιβλίου, για κάποιον λόγο είχα περιέργεια να εξερευνήσω τον κόσμο των βίγκαν, να δω τι τους κάνει να απαρνιούνται ηθελημένα τόσα νόστιμα πράγματα, για ποιους λόγους ακολουθούν έναν τρόπο ζωής που τόσο τους ξεβολεύει και τι πρεσβεύουν. Ψάχνοντας λοιπόν πληροφορίες για αυτήν την ομάδα ανθρώπων, συνέλαβα αυτήν την ιδέα. Βλέποντας ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι φανατικοί, αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν μια φανατική βίγκαν κοπέλα από αυτές που δε θέλουν να συνάψουν σχέση ούτε καν με κρεατοφάγο-γιατί πολλοί βίγκαν αρνούνται μέχρι και να συναναστρέφονται κρεατοφάγους- ερωτευόταν παράφορα, όχι απλώς κάποιον που τρώει κρέας, αλλά και κάποιον που πουλάει κρέας, έναν χασάπη. Η απάντηση που έδωσα στη διερώτησή μου ήταν πως θα γινόταν το έλα να δεις σε αυτήν την περίπτωση. Θα γινόταν κάτι που άνετα θα μπορούσε να συναρπάσει το κοινό αν ήταν ταινία. Κι έτσι, δεν είχα παρά να αποτυπώσω την ιδέα μου στο χαρτί, όπως και έκανα. Εξάλλου, ξέρω ότι το μοτίβο του έρωτα ανάμεσα σε δύο αντίπαλους κόσμους είναι εξαιρετικά ελκυστικό στόρι από τα αναγενησιακά χρόνια κιόλας όπου γράφτηκε το αριστουργηματικό θεατρικό έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα από τον Σαίξπηρ. Γενικότερα πολλά μυθιστορήματα, ταινίες και σειρές πραγματεύονται ένα παρόμοιο θέμα και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά με το συγκεκριμένο θέμα γνώρισαν επιτυχία. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορεί να με ανέβαζε συγγραφικά ένα τέτοιου τύπου μυθιστόρημα. Το πιο συχνό αντιθετικό ζεύγος που έχω δει εγώ προσωπικά σε μυθιστορήματα και ταινίες είναι πλούσια και φτωχός. Πλέον όμως αυτό είναι χιλιοειπωμένο. Το δυναμικό δίδυμο βίγκαν και χασάπης είναι κάτι το πρωτότυπο-τουλάχιστον εγώ προσωπικά δεν είχα συναντήσει πουθενά κάτι τέτοιο-, διότι ο βιγκανισμός είναι μια στάση ζωής που τώρα στις μέρες μας είναι σε άνοδο, οπότε δύσκολο να είχε πραγματευτεί κάποιος συνάδελφος το θέμα αυτό παλαιότερα, καθότι δεν ήταν καθόλου διαδεδομένο ακόμα. Έχω μάλιστα την εντύπωση πως η διαφορά στην κοσμοθεωρία ανάμεσα σε ένα ζευγάρι είναι κάτι το οποίο απασχολεί πάρα πολύ κόσμο. Προφανώς σπάνια θα συναντήσουμε μια βίγκαν και έναν κρεοπώλη να είναι ζευγάρι, αλλά σίγουρα θα συναντήσουμε ζευγάρια που προτιμάνε διαφορετικό σινεμά, ζευγάρια με εντελώς αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις, ζευγάρια με διαφορετικές θρησκείες… όλοι όσοι δυσκολεύονται να συνυπάρξουν με τον άνθρωπό τους εξαιτίας ενός οποιουδήποτε χάσματος θεωρώ πως αξίζει να διαβάσουν το βιβλίο μου. Ωστόσο, δεν μπορώ να απαντήσω επακριβώς τι με ενέπνευσε, γιατί συνήθως η έμπνευση μου έρχεται χωρίς να το καταλάβω.

 

Το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο τη δύναμη ή και την αδυναμία του έρωτα να χτίζει γέφυρες αλλά και άλλα ζητήματα όπως τη συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα ή τον βιγκανισμό. Πρώτα ήρθε η ιστορία ή η ανάγκη σας να θίξετε τα θέματα αυτά;

Μμμ… καλή ερώτηση, αλλά όχι πολύ εύκολη… σας ευχαριστώ θερμά πάντως που έχετε μελετήσει εις βάθος το βιβλίο μου. Ήθελα ομολογουμένως να θίξω το θέμα του βιγκανισμού, διότι θεωρώ πως είναι μια φιλοσοφία που παίρνει μεγάλες διαστάσεις στις μέρες μας και θεωρώ ότι ο κόσμος πρέπει όσο γίνεται να ενημερωθεί για αυτήν, γιατί βλέπω ότι δυστυχώς δεν είναι λίγοι αυτοί που χλευάζουν τους βίγκαν, κάτι εντελώς απρεπές για μένα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχα σκοπό να καλέσω τον κόσμο σε αυτήν τη στάση ζωής. Κι αυτό γιατί εγώ ως Πηνελόπη δεν ασπάζομαι τον βιγκανισμό, δε συμφωνώ με αυτόν και δεν τον έχω υιοθετήσει σαν τρόπο ζωής ούτε και πρόκειται να το κάνω ποτέ αυτό. Οπότε ποσώς με ενδιέφερε να προσηλυτίσω μέσα από το έργο μου τους αναγνώστες μου στον βιγκανισμό. Ακόμα κι αν ήμουν βίγκαν, δε θα υπήρχε περίπτωση να γράψω ένα μυθιστόρημα για να προωθήσω τις απόψεις μου. Ο λόγος που γράφω είναι κατά βάση πως θέλω να μοιραστώ τις ιστορίες που φαντάζομαι. Και αυτό το μυθιστόρημα πάνω απ’ όλα υμνεί τον έρωτα και όλα τα υπόλοιπα θέματά του έρχονται δεύτερα. Βέβαια, μπορεί να μην είμαι βίγκαν, είμαι όμως πολύ φιλόζωη ως προς τα σκυλιά και ήθελα πάρα πολύ να θίξω το θέμα της συμπεριφοράς του ανθρώπου προς τα κατοικίδια ζώα. Και ναι ως προς αυτό το θέμα στόχευα να ευαισθητοποιήσω τους αναγνώστες, γιατί η εγκατάλειψη κατοικίδιων ζώων, την οποία μέμφομαι στο βιβλίο μου, είναι πολύ συχνό φαινόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και απαράδεκτο. Γενικότερα πάντα, όταν γράφω, έχω την ανάγκη να θίξω και ορισμένα θέματα που με απασχολούν. Νομίζω ότι όλοι εμείς που γράφουμε το κάνουμε αυτό ως έναν βαθμό. Επίσης, στο μυθιστόρημα αυτό στηλιτεύω με έναν τρόπο τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία, αλλά και την προδοσία από φίλο. Ωστόσο, όσο και να θέλω να υποστηρίξω τις αντιλήψεις μου μέσα από τα γραπτά μου, πάντα η ιστορία που επιθυμώ να γράψω είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό. Αν αυτό που με απασχολούσε κυρίως ήταν το να μοιραστώ τα όσα πιστεύω, θα έγραφα άρθρο και όχι μυθιστόρημα. Πιστεύω ότι η λογοτεχνία οφείλει να έχει πρωτίστως ψυχαγωγικό ρόλο και έπειτα διδακτικό. Αν έχει ένας συγγραφέας ως προτεραιότητα να θίξει ένα θέμα, νομίζω πως το βιβλίο του θα βγει αυτό που λέμε δασκαλίστικο, θα έχει ένα στυλ σαν να κουνάει το δάχτυλο στον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να είναι ανιαρό. Για παράδειγμα, προσωπικά δε μου αρέσουν καθόλου οι μύθοι του Αισώπου, γιατί δεν αντέχω αυτήν την τόσο έντονη επιβολή του ηθικού τους διδάγματος. Εν ολίγοις, σκέφτηκα πρώτα αυτήν την ιστορία και επέλεξα μέσα από αυτήν να θίξω και όσα με απασχολούν, αλλά αυτό έγινε σε δεύτερο επίπεδο. Εξάλλου, το Έρωτας δίχως γέφυρα είναι ένα αισθηματικό μυθιστόρημα που όλα σε αυτό γυρίζουν γύρω από τον έρωτα, κι έτσι δεν υπήρχε χώρος και για πολλά άλλα θέματα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν το γενικότερο στόρι, η πλοκή και το τέλος και στη συνέχεια σκέφτηκα το τι μπορώ να πραγματευτώ μέσα από την όλη ιστορία.

 

Του βιβλίου σας «Έρωτας δίχως γέφυρα» προηγήθηκαν το μυθιστόρημα «Οι τέσσερις κοντεσίνες» και η νουβέλα «Αγγελική μορφή». Νιώθετε να αλλάζετε τόσο ως συγγραφέας αλλά και ως άνθρωπος μέσα από τη λογοτεχνία;

Ναι, πάρα πολύ! Αλλάζω ριζικά σε όλα τα επίπεδα. Γενικώς η ενασχόλησή μου με το γράψιμο έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου, στην πορεία μου, στην προσωπικότητά μου. Κάθε χρονιά βλέπω μεγάλη εξέλιξη στον εαυτό μου ως συγγραφέα. Νιώθω πως βελτιώνομαι, κυρίως ως προς τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιώ στα έργα μου, αλλά και στα κόνσεπτ που επινοώ και κυρίως στην ευχέρεια με την οποία γράφω. Θυμάμαι, όταν είχα πρωτοαρχίσει να γράφω, έσβηνα πάρα πολλά και τα ξανάγραφα μέχρι να καταφέρω να πω αυτό που ήθελα ακριβώς όπως το ήθελα. Το τετράδιό μου ήταν γεμάτο μουτζούρες, δε διαβαζόταν, το κοιτούσα και ντρεπόμουνα. Εκτός αυτού, δεν ήταν λίγα τα έργα που είχα αρχίσει να γράφω και εν τέλει τα παράτησα. Τώρα πια, συγκεκριμένα μετά τη συγγραφή των Κοντεσίνων, που ήταν ένα πολύ δυνατό, πληθωρικό και εκτενές μυθιστόρημα που αποτέλεσε εξαιρετική συγγραφική προπόνηση για μένα, μου βγαίνουν με τη μία όσα θέλω να πω, δε χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσω πρώτα τετράδιο, τα γράφω απευθείας στο word, ενώ από τότε δεν έχω αφήσει κανένα μου έργο ημιτελές. Αυτήν τη στιγμή έχω ολοκληρώσει μια συλλογή διηγημάτων, κάτι που μου φαινόταν αδιανόητο κάποτε, ενώ χρειάζομαι πολύ λιγότερο χρόνο για να γράψω κάτι. Πλέον γράφω και το χέρι μου παίρνει φωτιά, δε χρειάζεται καν να σκέφτομαι, γράφω νεράκι. Και φυσικά γράφω πολύ περισσότερο, καθότι βλέπω πως έχω δυνατότητες σε αυτόν τον τομέα και γι’ αυτό νομίζω πως αξίζει να δουλέψω σκληρά πάνω σε αυτόν και να πετύχω ό,τι καλύτερο μπορώ. Νομίζω μάλιστα πως όποιος διαβάσει πρώτα την Αγγελική μορφή και έπειτα τις Τέσσερις Κοντεσίνες και το Έρωτας δίχως γέφυρα θα δει διαφορά σε όλα τα επίπεδα. Καταρχήν, υπάρχει τεράστια διαφορά ως προς το μέγεθος. Το πρώτο βιβλίο είναι νουβέλα και τα άλλα δύο μυθιστορήματα. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως θα έχουμε στα βιβλία αυτά περισσότερους χαρακτήρες, που θα είναι και πιο ολοκληρωμένοι, αλλά και περισσότερα νοήματα. Φυσικά μπορεί σε κάποιον η Αγγελική μορφή να αρέσει περισσότερο-αν και κανείς δε μου είπε κάτι τέτοιο- αλλά το ότι μπορώ να γράψω μεγαλύτερη φόρμα πλέον με πιο πολλούς χαρακτήρες και πιο πολλά γεγονότα είναι το δίχως άλλο εξέλιξη στη δουλειά μου. Ως άνθρωπος δε, έχω αλλάξει ακόμα πιο ριζικά μέσα από τη λογοτεχνία. Όχι μόνο μέσα από τη δουλειά μου, αλλά και μέσα από τα λογοτεχνήματα που διαβάζω. Κάθε βιβλίο που διαβάζουμε μας ωριμάζει, θεωρώ. Μέσα από τη δουλειά μου έχω γίνει άλλος άνθρωπος. Καταρχάς, έχω αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση βλέποντας ότι τα καταφέρνω καλά σε κάτι το οποίο από την πλειονότητα των ανθρώπων θεωρείται δύσκολο, βλέποντας ότι αυτά που γράφω αρέσουν, αλλά και ότι έχω κάνει τα πρώτα μου βήματα σε αυτό που αγαπώ από πολύ νωρίς σχετικά αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι συγγραφείς βγάζουν μετά τα τριάντα τους το πρώτο τους βιβλίο. Δεύτερον, έχω αλλάξει γνώμη σχετικά με το τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Απο κεί που έλεγα πως, έχοντας τελειώσει Φιλολογία, θα γίνω καθηγήτρια, τώρα θέλω μονάχα να γράφω και τίποτα άλλο. Τρίτον, μέσα από την περιγραφή χαρακτήρων που δεν έχουν καμία σχέση με μένα, έχω αποκτήσει περισσότερη κατανόηση για τους ανθρώπους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ηθοποιούς που αποκτούν καλύτερη ενσυναίσθηση μέσα από την ενσάρκωση διαφορετικών ανθρώπων από αυτούς.

 

Είσαστε κυρίαρχη δημιουργός; Οδηγείτε τους ήρωες και την ιστορία εκεί που θέλετε ή αφήνετε να σας «παρασύρουν»;

Όχι, δεν είμαι καθόλου κυρίαρχη. Τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, αφήνω τους ήρωες να αποφασίσουν για την τύχη τους. Μπορεί να έχω φανταστεί αλλιώς την ιστορία, αλλά μετά να μη μου πάει η καρδιά να το κάνω έτσι όπως το φαντάστηκα ή να δω ότι οι ήρωες είναι αδύνατον να δράσουν με αυτόν τον τρόπο ή το χέρι μου γράφοντας να πάει από μόνο του την ιστορία εκεί που θέλει και να αγνοήσει το μυαλό. Να πω στο σημείο αυτό ότι δε θεωρώ τη συγγραφή τόσο τέχνη του μυαλού ή της φαντασίας. Τη θεωρώ σε μεγάλο βαθμό τέχνη του χεριού, όπως είναι η μαγειρική. Συχνά το χέρι μου γράφει αυτόματα ό,τι θέλει και το μυαλό δε συμμετέχει και πολύ. Τις πιο πετυχημένες μου σκηνές τις έχει γράψει το χέρι μου αυτόνομα και αυτόματα. Έχω την αίσθηση πως, έτσι και, χτύπα ξύλο, έσπαγα το χέρι μου και χρειαζόταν να υπαγορεύσω σε κάποιον το έργο μου, θα μου ήταν αδύνατον, γιατί για μένα το μυαλό μου και το χέρι μου είναι ένα στη δουλειά μου, σαν να ζωγραφίζω ή σαν να παίζω πιάνο. Ακόμα και τώρα που γράφω τη συνέντευξη, τα έχω αφήσει όλα στο χέρι μου και δεν τα πολυσκέφτομαι.

Spoiler alert:

Θα ήθελα να αναφέρω δυο-τρία παραδείγματα σχετικά με αυτήν την ερώτηση τα οποία είναι spoilers οπότε έβαλα προειδοποίηση από πάνω, γιατί, αν και προσωπικά δεν ενοχλούμαι τόσο από τα spoilers, ξέρω πως οι περισσότεροι ενοχλούνται.

Στην Αγγελική μορφή ήθελα να κάνω τον Πέτρο ζηλιάρη, κτητικό και καταπιεστικό και να αποδώσω εκεί την τελική επιλογή της Λίνας και όχι σε κάτι άλλο. Τελικά όμως δεν έκανα κάτι τέτοιο, γιατί ήθελα να τονίσω πως ο Πέτρος έχει αλλάξει και έχει γίνει πολύ καλός και, αν τον έβαζα να έχει έναν τέτοιον χαρακτήρα, ο αναγνώστης δε θα τον συγχωρούσε για τις παλιές αμαρτίες του. Εδώ που τα λέμε, ο Πέτρος, από όσο μου είπαν οι περισσότεροι, δεν έγινε και τόσο συμπαθής, γιατί, και χωρίς να τον κάνω ζηλιάρη, κανείς δεν του συγχώρεσε ό,τι είχε κάνει στην εφηβεία του. Φανταστείτε να του πρόσθετα κι άλλα κουσούρια! Εκτός αυτού, σκόπευα η Λίνα να μην του λέει ποτέ την αλήθεια, αλλά εκείνος να τη μαθαίνει διαβάζοντάς την στο ημερολόγιό της. Τελικά όμως μου βγήκε η Λίνα να του αποκαλύπτει ποια πραγματικά είναι. Ευτυχώς, γιατί ήθελα να την παρουσιάσω ντόμπρα, δυναμική και ειλικρινή.

Στις Τέσσερις Κοντεσίνες δε, πριν τις γράψω, σκόπευα η Τόνια να μη γίνει ξανά φίλη τους παρά μόνο να κάνουν μια αγκαλιά, να πούνε λίγο τα νέα τους και να ανταλλάξουν ευχές λήγοντας έτσι με αγάπη τη φιλία τους. Χίλιες φορές ευτυχώς το χέρι μου, η καρδιά μου, αλλά και η ίδια η Τόνια-γιατί από ένα σημείο και μετά οι ήρωες παίρνουν σάρκα και οστά- είχαν άλλη άποψη. Έτσι, οι τέσσερις φίλες ήταν ξανά όλες μαζί ενωμένες. Πραγματικά, αν έστω και μία απουσίαζε, θα το μετάνιωνα πικρά.

Τελείωσαν τώρα τα spoilers, ελεύθερο το πεδίο. Ναι, οι ήρωές μου πάντα από ένα σημείο και μετά αποκτούν οντότητα, προσωπικότητα και άποψη και παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Εγώ απλώς τους παρατηρώ μέσα στη φαντασία μου να δρουν και απλώς καταγράφω σαν ιστορικός αυτά που τους βλέπω να κάνουν. Είναι μαγικό αυτό το δίχως άλλο. Νομίζω ότι συμβαίνει και σε άλλους συγγραφείς, γιατί έχω ακούσει μια καταξιωμένη συνάδελφο να το λέει σε συνέντευξή της και ένιωσα πως δεν είμαι η μόνη. Εξάλλου, σε ένα βιβλίο μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι ήρωες παρά ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης αυτούς γνωρίζει καλύτερα, ενώ για τον συγγραφέα δεν ξέρει τίποτα αν δεν τον γνωρίζει προσωπικά, παρά μόνο το βιογραφικό του.

 

Ποιες είναι οι σκέψεις σας αν φανταστείτε έναν αναγνώστη να διαβάζει το βιβλίο σας;

Πω πω αυτή η ερώτηση μιλάει στην ψυχή μου! Πραγματικά από το πρώτο κιόλας γραπτό μου αυτή η σκέψη κυριαρχεί στο μυαλό μου, δηλαδή το τι θα σκεφτεί κάποιος για το βιβλίο μου. Πολύ συχνά διαβάζω το πόνημά μου, είτε πριν είτε αφότου εκδοθεί, και προσπαθώ να μαντέψω τι σκέψεις, τι συναισθήματα, τι αντιδράσεις θα γεννήσει στους αναγνώστες. Άλλοτε σκέφτομαι ότι ένα συγκεκριμένο κομμάτι θα αρέσει επειδή κατά τη γνώμη μου το έχω πετύχει πολύ καλά. Άλλοτε νιώθω λίγο άσχημα επειδή νιώθω πως κάτι μπορεί να κουράσει, διότι ως συγγραφέα με χαρακτηρίζει η πληθωρικότητα του λόγου. Άλλοτε με πιάνει νευρικό γέλιο αν κάτι θεωρώ πως δεν έχω κάνει καλά και αυτοσαρκάζομαι από μέσα μου. Πασχίζω είναι η αλήθεια να ξεχάσω πως έχω γράψει εγώ το βιβλίο και να νιώσω πως είμαι μια αναγνώστρια του βιβλίου που πρώτη φορά το πιάνει στα χέρια της, για να δω τι γνώμη θα σχηματίσω για αυτό που διαβάζω ως αναγνώστρια, διότι ως συγγραφέας δύσκολο να είμαι αντικειμενική. Ωστόσο, μου είναι αδύνατον να ξεχάσω πως το έχω γράψει εγώ και κατά συνέπεια μου είναι αδύνατον να μαντέψω τις αντιδράσεις των αναγνωστών μου και να κρίνω από απόσταση το πόνημά μου. Η μόνη σκέψη αναγνώστη μου που μπορώ να μαντέψω είναι η ακόλουθη: επειδή είμαι άνθρωπος με ιδιαίτερα ανοιχτή όρεξη, δίνω σημαντικό ρόλο στο φαγητό στα μυθιστορήματά μου, καθότι το φαγητό παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και στη δική μου ζωή και η σκέψη μου πολύ συχνά σεργιανά σε αυτό. Όταν λοιπόν διαβάζω μια σκηνή με μπόλικη μάσα-υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες ειδικά στο Έρωτας δίχως γέφυρα επειδή κιόλας αυτό είναι το θέμα του βιβλίου, η βίγκαν διατροφή σε αντιδιαστολή με την κρεατοφαγία-, κάθε φορά σκέφτομαι πως θα κάνω τον φουκαρά που με διαβάζει να πεινάσει τρελά και, αν κάνει δίαιτα, θα με καταριέται ή πως όποιος κοντινός μου το διαβάζει σε αυτό το σημείο θα με κοροϊδεύει που ο νους μου είναι συνέχεια στο φαΐ ή πως ακόμα και κάποιος που δε με γνωρίζει, διαβάζοντάς με, θα καταλάβει το δίχως άλλο για μένα πόσο κοιλιόδουλη είμαι! Έχω πάντως πολλή αγωνία για το τι θα σκεφτεί ο αναγνώστης. Έχω ξαναπεί πως δε συμμερίζομαι καθόλου την άποψη «Σε όποιον αρέσει». Οφείλω να ευχαριστώ όσο γίνεται κάποιον που αφιερώνει ένα κομμάτι του πολύτιμου χρόνου του στο να διαβάσει κάποιο δημιούργημά μου, τη στιγμή μάλιστα που ακόμα δεν είμαι γνωστή μυθιστοριογράφος, τη στιγμή που τώρα κάνω τα πρώτα μου βήματα δειλά-δειλά και τη στιγμή που υπάρχουν τόσα μα τόσα άλλα βιβλία εκεί έξω εκ των οποίων πολλά είναι σωστά αριστουργήματα.