Top menu

"Μαζί". Ένα αδημοσίευτο διήγημα του Δημήτρη Παπαδημητρίου

© Ahmed akacha

 

Μαζί

Το φορτηγάκι δεν είχε παράθυρα και μια έντονη, οξεία οσμή από πετρέλαιο είχε κολλήσει στα ρουθούνια μας και μας προκαλούσε ασφυξία. Ωστόσο ο τρόμος και η απελπισία που κυριαρχούσαν μην τυχόν πέσουμε σε νέο μπλόκο δουλεμπόρων ή εγκληματιών μας έκανε εκείνη την ώρα να ξεχνάμε τα υπόλοιπα προβλήματά. Από τα σκαμπανεβάσματα και τις απότομες στροφές ήδη τα μωρά είχαν ξεράσει αρκετές φορές μέσα στο φορτηγάκι και συχνά πυκνά η Ραζάν έκλαιγε, γιατί φοβόταν ότι η μικρή δεν ανέπνεε. Η Ρίμα ήταν ενός έτους και ήδη είχε έντονα σημάδια αδιαθεσίας και εξάντλησης από το ταξίδι. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και το υπόλοιπο πρόσωπό της κατάχλωμο από την κούραση και την πείνα.

Ήδη μέχρι να μας παραλάβει το φορτηγό είχαμε περάσει τρία μερόνυχτα στο υπόγειο με ελάχιστα τρόφιμα και νερό, για το οποίο ανέβαινα με κίνδυνο της ζωής μου κάθε λίγες ώρες να γεμίσω από τη γούρνα της γειτονιάς που ευτυχώς είχε μείνει ακόμα ανέγγιχτη από τους βομβαρδισμούς. Όλο το γύρω τοπίο είχε ισοπεδωθεί τις τελευταίες βδομάδες από τις αεροπορικές επιθέσεις και το μόνο που αντίκριζα όταν έβγαινα από το σπίτι ήταν σκόνες και ερείπια. Όταν «κάθονταν» οι σκόνες προκειμένου να μπορέσω να έχω όραση βρισκόμουν μπροστά σε ένα απέραντο νεκροταφείο. Σε μια κόλαση νεκρών, νεκροζώντανων ανθρώπων και ερειπίων. Ουρλιαχτά, φωνές πόνου και απόγνωσης αντηχούσαν παντού και σου τρυπούσαν το μυαλό και την καρδιά.  Ένας γείτονας, ο Ασίφ, παραπατούσε κρατώντας με το ένα του χέρι το άλλο, το οποίο είχε διαμελιστεί από το ύψος του ώμου, ώσπου γκρεμίστηκε μπρούμυτα και χάθηκε μέσα στις σκόνες και στον χαμό.

Ίσα ίσα προλάβαμε και μπήκαμε στο υπόγειο εκείνη τη μέρα και ίσως να μην ζούσαμε αν δεν είχα φροντίσει να κατεβάσω τρόφιμα λίγες μέρες πριν, όταν ενημερωθήκαμε για το ενδεχόμενο της αεροπορικής επίθεσης. Όλη η δυτική πλευρά της Χάμα είχε βομβαρδιστεί από άκρη σε άκρη, από σπίτι σε σπίτι, γιατί υπήρχε ενημέρωση ότι η περιοχή αποτελούσε κρησφύγετο των ανταρτών. Αντιθέτως εμείς είχαμε να δούμε αντάρτη τουλάχιστον έναν χρόνο αλλά ήταν ήδη γνωστό ότι οι Αμερικάνοι θα χτυπούσαν την πιο πλούσια και εμπορική πλευρά της πόλης για να σαμποτάρουν τον ανεφοδιασμό του στρατού τις επόμενες ημέρες.

Από την ώρα που κατεβήκαμε στο υπόγειο η Ραζάν είχε πάνω της κολλημένη συνέχεια τη Ρίμα. Ήταν σαν ένα κομμάτι από τη σάρκα της. Την θήλαζε, την κουνούσε, την νανούριζε και την κοίμιζε πάνω της. Όταν ακούγαμε θόρυβο από επερχόμενο αεροπλάνο τη σκέπαζε και έκλεινε τα αυτάκια της για να μην τρομάζει. Αλλά οι τρανταγμοί και οι δονήσεις από τις βόμβες που έπεφταν τρόμαζαν τη μικρή και την έκαναν να κλαίει με αναφιλητά για ώρες.

Στο φορτηγάκι την πήραμε μαζί με την κούνια της. Την σκέπασε με δύο μεταξωτά σεντόνια που είχε αγοράσει από την αγορά βαμβακιού στο Χαλέπι που τα φύλαγε για χρόνια μέσα στο μπαούλο της. Στο μπαούλο φύλαγε η Ραζάν ρούχα, βιβλία, τετράδια, σκεπάσματα, για την ώρα που θα μεγαλώσει η μικρή και θα πρέπει να πάει σχολείο. Δίπλα φύλαγε σκεπασμένη και την κούνια της.

Μετά από ένα τετράωρο ταξίδι φτάσαμε στη Σμύρνη. Η υγρασία μαζί με το κρύο και την κόπωση τρύπαγαν τα εξαντλημένα μας σώματα αλλά η έγνοια μας για τη μικρή δεν μας άφηνε να σκεφτόμαστε άλλα πράγματα ούτε να νιώθουμε πόνο και κούραση. Μόλις κατεβήκαμε μας περίμεναν έξι άντρες, Τούρκοι, οι τέσσερις από αυτούς οπλισμένοι με αυτόματα.

«Μόνο μια τσάντα ο καθένας σας», μας ξεκαθάρισαν από την αρχή.

Εγώ πήρα μία από τις τρεις βαλίτσες που είχαμε φέρει μαζί μας και η Ραζάν τη μικρή με την κούνια. Η συμφωνία ήταν για 2.500 δολάρια κατά άτομο αλλά μας ζήτησαν παραπάνω γιατί υπήρχαν αυξημένες περιπολίες στη θάλασσα και θα έθεταν τον εαυτό τους σε κίνδυνο.

Η θάλασσα ήταν κατάμαυρη εκείνη τη νύχτα και μύριζε θάνατο. Ο Γιουράν, ο διακινητής είχε πει ότι η θάλασσα ήταν ήρεμη αυτήν την εποχή. Τον πιστέψαμε. Άλλωστε ήμασταν πρόθυμοι να πιστέψουμε σε οτιδήποτε, φτάνει να καταφέρναμε να φύγουμε από κει. Άλλωστε για κάποιους που είχαν αφήσει ήδη πίσω τους τον θάνατο, δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Στριμωχτήκαμε περισσότερα από τριάντα άτομα σε μια βάρκα που προοριζόταν για πολύ λιγότερους. Ξεκινήσαμε ένα ταξίδι που ποτέ δεν είχαμε σχεδιάσει, ποτέ δεν είχαμε φανταστεί. Ταξιδέψαμε ώρες ολόκληρες με την Ραζάν και τη Ρίμα σκεπασμένες κάτω από την οικογενειακή κουβέρτα. Το αγιάζι και η αρμύρα μας έτρωγε τις σάρκες για ώρες μέχρι να δούμε στεριά… Η Ραζάν έκλαιγε και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να αναποδογύριζε η βάρκα…

Τα ξημερώματα πιάσαμε στεριά…

Έφτασε η τρίτη μέρα στον καταυλισμό και ακόμα δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πού βρισκόμαστε. Οι σκηνές ήταν διαλυμένες από τις βροχές και την κακοκαιρία των τελευταίων ημερών και με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να τις ξαναστήσουμε για να είναι βιώσιμες. Η υγιεινή ήταν σε άθλια κατάσταση, καθώς δεν υπήρχε ούτε καθαριότητα ούτε αποχέτευση μέσα στον καταυλισμό. Η φύλαξη επίσης ήταν ανύπαρκτη και το βράδυ έμενα ξύπνιος από φόβο μήπως μας επιτεθεί οποιοσδήποτε.

Για τρίτη μέρα η Ραζάν δεν άγγιξε το φαγητό που της έφερα. Ήταν άυπνη ήδη δύο μέρες και δεν κατάφερε να κλείσει τα μάτια της ούτε ύστερα από την ένεση που της έκανε η νοσοκόμα του καταυλισμού. Έστεκε πάνω από την κούνια για ώρες και τραγουδούσε ένα γνωστό παραδοσιακό νανούρισμα από τον τόπο μας.

«Μαζί»
Μαζί αγάπη μου παντού σε πόνο και σε δάκρυ
Μαζί ματάκια μου γλυκά μαζί από άκρη σ άκρη
Στην κούνια σου, στο κλάμα σου, στη λύπη στη χαρά σου
Μαζί σου θα μερονυχτώ η μάνα σου κοντά σου…

Οι μέρες περνούσαν αργά και βασανιστικά. Κάθε μέρα ερχόταν κόσμος και έμενε δίπλα μας. Μόλις προχθές έφτασαν δύο άντρες από το Χαλέπι, οι οποίοι ήταν οι μοναδικοί επιζώντες από ένα μεγάλο ναυάγιο, μόλις ένα χιλιόμετρο έξω από το νησί. Κατάφεραν και βγήκαν κολυμπώντας τελικά αφού δεν μπόρεσαν να βρουν και να σώσουν κανέναν άλλο από τη βάρκα. Και οι δύο ταξίδευαν με τις οικογένειές τους. Ο ένας δεν άντεξε και χθες έδωσε τέλος στη ζωή του.

Στο διπλανό καμπ των Αφγανών διαδόθηκε μια μεταδοτική ασθένεια, κάτι σαν ιλαράς αλλά με υψηλό πυρετό και πνευμονία. Λένε ότι χάθηκαν τουλάχιστον δέκα άνθρωποι μέχρι να έρθει ιατρικό επιτελείο για να τους περιθάλψει. Δεν υπάρχει πουθενά κανένα συνεργείο καθαριότητας, καμία πρόληψη για τίποτα.

Δύο μέρες πριν επιτέθηκαν στον καταυλισμό ντόπιοι φασίστες. Πλησίασαν από τη νότια πλευρά χωρίς να τους εμποδίσει κανείς και πέταξαν στις σκηνές πέτρες και πυρσούς αναμμένους. Περισσότερες από δέκα σκηνές κάηκαν και καμιά δεκαριά πρόσφυγες τραυματίστηκαν. Σβήσαμε μόνοι μας τη φωτιά και αναγκαστήκαμε να βάλουμε σκοπιές παντού για να είμαστε προετοιμασμένοι για την επόμενη επίθεση…

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανένας μας. Αναρωτιόμουν τι ήθελαν από εμάς. Ούτε να γυρίσουμε πίσω γινόταν ούτε να φύγουμε για μια άλλη χώρα μας άφηναν ούτε εκεί μας ήθελαν…

Κλείσαμε μια βδομάδα στον καταυλισμό. Νιώθω πλέον ότι η Ραζάν δεν με ακούει ούτε αντιδράει στην παρουσία μου. Το φαγητό ίσα ίσα που φτάνει για ένα γεύμα για τον καθένα μας τη μέρα πλέον. Η Ραζάν δεν αγγίζει το δικό της και το κρατάει ακόμα για τη μικρή. Άλλο ένα βράδυ δεν κοιμήθηκε αλλά έμεινε όλη τη νύχτα πάνω από την κούνια να την κουνάει για να τη νανουρίσει…

Το επόμενο πρωί ζήτησα τη βοήθεια της ψυχολόγου του καμπ και ήρθε στο νησί μαζί με άλλες δύο γυναίκες που μένουν δίπλα μας για να της μιλήσουν.

Κυρία Οσμάν, Ραζάν, πρέπει να με ακούσετε… Σας παρακαλώ. Κυρία Οσμάν δεν έχει νόημα να το κάνετε άλλο αυτό. Το παιδί σας δεν ζει και δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Το παιδί σας το χάσατε όταν φτάσατε στον καταυλισμό και το θάψαμε. Κυρία Οσμάν πρέπει να προσέξετε την υγεία σας. Πρέπει να φάτε κάτι γιατί θα καταρρεύσετε. Σας παρακαλώ, κάνετε πολύ κακό στον εαυτό σας. Πρέπει να με ακούσετε, σας παρακαλώ.

Μάταια όλα… Μάταια. Η ψυχολόγος μου είπε ότι πρόκειται για μια πολύ ισχυρή ψυχωσική διαταραχή που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με νοσηλεία και φαρμακευτική αγωγή, στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Ήταν πολύ δύσκολο όμως να γίνει κάτι τέτοιο στις παρούσες συνθήκες και η Ραζάν αρνούνταν πεισματικά ακόμα και να βγει από σκηνή, να απομακρυνθεί από την κούνια…

Δύο μέρες μετά η Ραζάν… Η ψυχή βέβαια είχε εγκαταλείψει εδώ και καιρό το ταλαιπωρημένο σώμα της…

Γυρνώντας από το συσσίτιο τη βρήκα μπρούμυτα στο πάτωμα με το χέρι της να κρέμεται από την κούνια.

Τη μεταφέραμε και τη θάψαμε δίπλα από τη μικρή.

Πάνω από τον τάφο της, χάραξα σε μια πλάκα το νανούρισμα της.

«Μαζί»
Μαζί αγάπη μου παντού σε πόνο και σε δάκρυ
Μαζί ματάκια μου γλυκά μαζί από άκρη σ άκρη
Στην κούνια σου, στο κλάμα σου, στη λύπη στη χαρά σου
Μαζί σου θα μερονυχτώ η μάνα σου κοντά σου…