Top menu

"Live in Athens" (διήγημα) - Σώτη Τριανταφύλλου

   
Κομμένη "σκηνή" από το βιβλίο "Ο Χρόνος Πάλι" της Σώτης Τριανταφύλλου που θα κυκλοφορήσει αυτή την Πέμπτη (29/10) στα βιβλιοπωλεία (λογ. σειρά "Η κουζίνα του συγγραφέα" Εκδόσεις Πατάκη)
    Live in Athens

Κάθε εβδομάδα ψάχνω για τη συναυλία που θα μου σώσει τη ζωή (η ζωή μου βρίσκεται μονίμως σε κίνδυνο)∙ ματαίως: σε λίγο, θα ζω με τις αναμνήσεις μου. Να, για παράδειγμα, θυμάμαι μια συναυλία των Suicide, των Television και των Blondie για τον απλό λόγο ότι ήταν αξέχαστη∙ θυμάμαι μια σειρά από συναυλίες του Van Morrison αφού είμαι σχεδόν groupie του Van Morrison∙ θυμάμαι τους Quicksilver στο “Manny’s Carwash” στη Νέα Υόρκη∙ τον Nick Gravenitis στο “Saloon” του Σαν Φρανσίσκο. Εκείνη τη βραδιά, καθώς είμαι κάπως ευσυγκίνητη, σκεφτόμουν τον John Cipollina που είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη συναυλία με τον Gravenitis στο «Ρόδον»: όταν τον είδα και τον άκουσα να κιθαρίζει το Walkin’ Blues ― με τα μακριά του μαλλιά να πέφτουν αραιά πάνω σ’ ένα άσπρο πουκάμισο ― μου πέρασε απ’ το μυαλό πως ήταν άρρωστος. Το έχω αυτό: όταν φοβάμαι ότι κάποιος θα πεθάνει, αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ξέρω, είναι τελείως τρομακτικό∙ αλλά, μου έχει συμβεί: με τον Paul Butterfield, με τον Bob Hite, με τον Screamin’ Jay Hawkins∙ και με τον φίλο μου το Χρήστο, που ήταν κι αυτός στη συναυλία του Gravenitis και του Cipollina στο «Ρόδον». Ύστερα, ο Χρήστος αγόρασε τον δίσκο «Live in Athens», (recorded live at the Rodon Club), με μονάχα οκτώ κομμάτια∙ στη συνέχεια, έχασε τον δίσκο και έλεγε σ’ όλο τον κόσμο ότι του τον είχα βουτήξει. Ώσπου τον βρήκε, ανάμεσα σε δυο βινύλια του Zάππα (διότι είχε όλα τα βινύλια του Zάππα) και ντράπηκε που με είχε κατηγορήσει αδίκως ότι βουτάω δίσκους.

Πάντα παραπονιόμασταν για την Αθήνα ― και είχαμε δίκιο σε όλα: φρικτούπολη, λέγαμε – αλλά, συχνά, όταν πηγαίνω σε συναυλίες σε διάφορες πόλεις, ανακαλύπτω ότι έχει προηγηθεί ένα «Live in Athens» ― ότι τελικά έχω ακούσει και δει ένα σωρό συγκροτήματα στο «Ρόδον», στον Λυκαβηττό, στο «Παλλάς», στο «Κύτταρο», στο «Ροντέο», στο «Αν», σε γήπεδα, σε εφήμερα μπαρ των Εξαρχείων και των περιχώρων. Το καλοκαίρι του ’82, όταν είχα έρθει στην Ελλάδα για διακοπές, ο Rory Gallagher έπαιζε στο γήπεδο της ΑΕΚ και ο αδερφός μου με είχε καλέσει στο φεστιβάλ της ΚΝΕ που γινόταν την ίδια μέρα. Ήθελε να με στρατολογήσει. Εννοείται ότι πήγα στον Gallagher: όμως, στο τέλος της συναυλίας, όλοι φαίνονταν εξοργισμένοι∙ δεν τους είχε αρέσει καθόλου. Δεν κατάλαβα γιατί∙ εμένα μού φάνηκε μια χαρά. Ακολούθησαν οι Blue Oyster Cult∙ πήγαμε με τον Χρήστο στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, και ο Χρήστος ήξερε όλο το Agents of Fortune απ’ έξω. Στη συναυλία ουρλιάζαμε σαν χούλιγκανς του Παναθηναϊκού∙ ήμουν πολύ ευτυχισμένη.

Δεν μπορώ να με φανταστώ να πηγαίνω τώρα σε μια συναυλία hard-rock. Όλα έχουν αλλάξει, όλα έχουν αναποδογυρίσει.

Όταν εκείνο τον καιρό πήγαινα σε υπαίθριες συναυλίες στη Νέα Υόρκη, όπου τα οινοπνευματώδη απαγορεύονταν ― Alcohol is prohibited on the premises ― νοσταλγούσα την Αθήνα, το ότι στην Αθήνα μπορούσες να πιεις τον άμπακο και να ουρλιάζεις με την ψυχή σου, και να χτυπιέσαι σαν σεληνιασμένος. Στο Λυκαβηττό είδα τον  Van Morrison και τον John Mayall∙ είδα και τους δυο το ίδιο εκείνο ωραίο καλοκαίρι. Αργότερα, είδα τον Dylan με τον Morisson∙ κι έπειτα είδα τους Stones: μόλις βγήκαν στη σκηνή, επειδή, όπως είπα, είμαι κάπως ευσυγκίνητη, έβαλα τα κλάματα. Έβαλα τα κλάματα, μάλιστα. Ήταν ένα από τα highlights της ζωής μου, και σκασίλα μου αν ακούγεται γελοίο. Εξάλλου, έχει συμβεί κάμποσες φορές: με τον Leon Russell, τον Kris Kristofferson, την Emmylou Harris, τους Crosby, Stills, Nash and Young, τον BB King, τον Solomon Burke, τον Rod Stewart, τους Los Lobos. Στο στάδιο της Pasadena, και στο Μέμφις, καταμεσής στο ποτάμι∙ στο γήπεδο των Yankees στο Μπρονξ∙ στο Rodeo Club στην Τρίτη Λεωφόρο∙ στο Beacon Theater (όπου πρόσφατα είδα τον Jorma Kaukonen: the meanest guitar all around), στο Radio City (όπου πέρυσι τον χειμώνα είδα τον Leonard Cohen).  Έχει συμβεί ακόμα και με τον Eric Clapton: όταν ήμουν έφηβη, πίστευα ότι ήταν ο μεγαλύτερος συνθέτης του αιώνα∙ μαζί με τον John Lennon. Και τον McCartney. Υπήρχαν μέρες που πίστευα ότι ήταν ο Θεός.

Περίπου το ίδιο πιστεύω ακόμα.   

Το 1993 είδα στην Αθήνα τους Guns’n’Roses: μετά από το support και ένα τεράστιο διάλειμμα κατά το οποίο πετούσαμε μπουκάλια ο ένας στον άλλον, βγήκαν στη σκηνή ο Axl και ο Izzy∙ αλλά ήμουν ήδη πτώμα από την ορθοστασία κι από την πίεση του αγριεμένου πλήθους. Μόνο στην Αθήνα οι ροκ συναυλίες αρχίζουν την ίδια ώρα με τα σκυλάδικα (οι Radio Birdman στο «Αν» εμφανίστηκαν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, το ίδιο και οι Deus ex Machina)∙ ίσως γι’ αυτό μερικοί μουσικοί  παίζουν όπως παίζουν: bon pour l’ Orient. Kάτι που δεν ισχύει για τους Last Drive: όσες φορές τους είδα ― ιδιαίτερα στον Λυκαβηττό με support τους Cosmic Teds ― μου φάνηκαν η απάντηση στον πολιτισμό των σκυλάδικων∙ η εξαίρεση της Μπουζουκοχώρας.

Συχνά μπαίνω στον πειρασμό να συναρμολογήσω μια μυστική αυτοβιογραφία με ορόσημα τις ροκ συναυλίες: τον καιρό που είδα τους Cure συνέβη αυτό, τον καιρό που είδα τους Depeche Mode συνέβη το άλλο∙ τον καιρό που είδα τους Cramps συνέβη το τρίτο∙ τον καιρό που είδα τους Fall (μέσα από ένα σύννεφο χασίς πρώτης ποιότητας) συνέβη...και ούτω καθ’ εξής. Όχι ότι ενδιαφέρεται κανείς για τα γεγονότα της ζωής μου∙ αλλά είναι ένας τρόπος να διηγηθώ την ιστορία του ροκ στην Αθήνα∙ το πώς από τον Ian Gillan φτάσαμε στους Puressence∙ κι από τον Nick Cave στους Arch Enemy. Τι μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη συναυλία των Dr. Feelgood ― όταν ζούσε ακόμη ο Lee Brillaux ― και την τελευταία των Uriah Heep που κάθε τόσο μοιάζουν να σηκώνονται από τον τάφο. Τι μεσολάβησε ανάμεσα στη συναυλία της P.J. Harvey ― η τελευταία που είδε ο φίλος μου ο Χρήστος προτού πεθάνει ― και τους Mayhem∙ τους Manic Street Preachers∙ τους Rage Against the Machine.

Με λίγα λόγια, τι πάθαμε όλον αυτό τον καιρό. Κι από τι γλιτώσαμε.

Επίσης, μπαίνω στον πειρασμό να γράψω μια εναλλακτική αυτοβιογραφία: τα αγαπημένα μου συγκροτήματα που θα ήθελα να δω live κάθε χρονιά της ζωής μου∙ ή κάθε μήνα∙ ή κάθε εβδομάδα όπως είπα παραπάνω. Τους Primal Scream, τους Golden Palominos, τους Noir Désir, τους Mercury Rev. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι οι Grateful Dead και οι Pink Floyd είναι για τον εικοστό αιώνα ότι ο Μότσαρτ για όλους τους αιώνες. Κι ότι θεωρώ ασέβεια και ασχετοσύνη το να μην εκτιμάς το ροκ, την ποπ, τη σόουλ της δεκαετίας του ’60 και του ’70.

Ποια ήταν η χειρότερη συναυλία της ζωής μου: όχι η ματαιωμένη των White Stripes το 2005∙ ούτε εκείνη των Tindersticks στο «Ρόδον» όπου βρέθηκα να κάνω εμετό στο υπόγειο (με πείραξε η βότκα, πράγμα που συνέβη και στους Porcupine Tree)∙ ούτε όσα θρύψαλα συναυλιών έχω δει στην Terra Vibe με αποτέλεσμα να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου σε μέρος με το απαράδεκτο όνομα Μαλακάσα. Η χειρότερη συναυλία που θυμάμαι ήταν εκείνη της Ute Lemper στο Μέγαρο Μουσικής. Καλά να πάθω για να πηγαίνω στο Μέγαρο: θεάματα για τηλεθεατές∙ παρλάτες για χαζούς∙ σόου τύπου Green Park της δεκαετίας του ’60. Ή, πώς γίνονται σταρ οι ατάλαντοι.

Το ζήτημα είναι τι κάνω τώρα. Καμιά φορά πηγαίνω στο “Gagarin”, όπου, εκτός του ότι γίνονται οι πιο «ζωντανές» από τις live συναυλίες, ο χώρος μού φέρνει άσχετες αναμνήσεις: όταν ήμουν μωρό, ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του στο αεροδρόμιο να υποδεχτούμε, μαζί με καμιά πεντακοσαριά κομμουνιστές, τον Σοβιετικό αστροναύτη. Ο Γιούρι μού είχε δώσει ένα φιλάκι. Ωστόσο, τι να σου κάνει ένα φιλάκι του Γκαγκάριν: ο κόσμος δεν είναι αρκετός∙ κι αυτή η πόλη είναι γεμάτη μουσικές, αλλά παραείναι άσχημη∙ είναι προσβλητική. Φρικτούπολη. Φοβάμαι ότι, σε λίγο, αναζητώντας τα Live in Athens, θα βρίσκω μόνο Dead in Athens.