Top menu

"Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς", του Θωμά Σιταρά

 

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

Ένα βιβλίο νοσταλγικό, ρομαντικό, που θα μας φέρει στον νου την Αθήνα που όλοι γνωρίζουμε μέσα από τις αθάνατες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, υπογράφει ο ειδικός στην Παλαιά Αθήνα ιστοριοδίφης και μελετητής Θωμάς Σιταράς.

Ο συγγραφέας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό μέσα από έξι βιβλία που έχει συγγράψει ήδη για την Παλαιά Αθήνα. Στο συγκεκριμένο πόνημα με τίτλο «Λατέρνα, φτώχεια και περίσσευμα καρδιάς, Ημερολόγιο μιας παλιάς γειτονιάς» συνδυάζει την Ιστορία, τη Λαογραφία και ιδίως τη σκιαγράφηση της αθηναϊκής κοινωνίας στον Μεσοπόλεμο, δηλαδή κατά τα έτη 1920-1940.

Ο συγγραφέας επιλέγει μία γραφική συνοικία της παλιάς Αθήνας, χωρίς όμως να την κατονομάζει, και τοποθετεί εκεί όλες τις δράσεις των ηρώων του βιβλίου του, ηρώων ανώνυμων και άσημων. Οι ήρωές του είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι των καφενέδων, των ταβερνείων και των καπηλειών της Αθήνας που κινούνται στον χωροχρόνο με κάθε άνεση και φυσικότητα. Διαφωνούν, μαλώνουν για τα πολιτικά, κουτσομπολεύουν, παίζουν μπιλιάρδο και χαρτί, ακούν τους γνωστούς μουσικούς της εποχής, παντρεύονται, χωρίζουν και ερωτεύονται.

Ο Σιταράς πλάθει απλές, μικρές ιστορίες που βοηθούν τον αναγνώστη να συλλάβει την καθημερινότητα στους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Η αφήγηση είναι λιτή και περιλαμβάνει διαλόγους και στιγμιότυπα με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους του Μεσοπολέμου, κυρίως τους φτωχούς, τους μεροκαματιάρηδες, αλλά και τους αστούς που ζούσαν στις συνοικίες της λατέρνας και των φτωχομαχαλάδων που φιλοξενούσαν τα θερινά σινεμά και τις παραστάσεις του Καραγκιόζη. Όλα αυτά εννοείται υπό τα ξεφωνητά και τα γέλια των παιδιών που τριγύριζαν και έπαιζαν στους δρόμους ολημερίς, υπό τις φωνές των πλανόδιων πωλητών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, υπό τους ήχους του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, αλλά και υπό τις φωνές από τους καβγάδες των ανδρόγυνων.

Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στις γυναίκες της παλιάς Αθήνας, τις καλλονές, τις ανερχόμενες «Μις», τις νταρντάνες, τις κουτσομπόλες και τις προξενήτρες. Στις γιορτές και πως αυτές ενσωματώνονταν στον ιστό της πόλης ένα κεφάλαιο ακόμη. Οι Απόκριες, τα γαμήλια γλέντια, τα γλέντια στα σπίτια, οι κουραμπιέδες στους δρόμους τα Χριστούγεννα, το ηλιόλουστο Πάσχα και η εργατική Πρωτομαγιά, όλα είχαν το δικό τους, εντελώς διαφορετικό χρώμα στην παλιά Αθήνα.

Η αγορά ήταν ένα ακόμη ιδιαίτερο κεφάλαιο της Αθήνας, της οποίας κομμάτι ήταν οι πλανόδιοι μικροπωλητές, οι λαϊκές αγορές και τα συνοικιακά, μικρά μπακάλικα με τα τεφτέρια, όπου οι μπακάληδες σημείωναν τις οφειλές.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Πρόκειται για μία πολύ επιτυχημένη συλλογή αναμνήσεων και φωτογραφιών του συγγραφέα, καταγεγραμμένη με τρόπο μυθιστορηματικό, μια καταγραφή όλων όσων δεν υπάρχουν πια και έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα έντονα νοσταλγικό βιβλίο, ιδιαίτερα για τους πιο ηλικιωμένους, που θα μας κάνει να αναπολήσουμε τη γλυκιά εκείνη Αθήνα της μονοκατοικίας και των αυλών, την πολύχρωμη και τη μυρωδάτη εκείνη πόλη από τα γιασεμιά, στην οποία απουσίαζε το γκρίζο και το τσιμέντο που είναι ο κανόνας, δυστυχώς, σήμερα.