Top menu

Κριτική για τον "Καιρό των Χρυσανθέμων"

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Η δραματοποίηση του ομώνυμου μυθιστορήματος ενός δεξιοτέχνη της πένας, του Μάνου Ελευθερίου, από τον θίασο που το παρουσίασε στο θέατρο «Άλφα-Ιδέα» ήταν εξαιρετική. Το έργο της μεταφοράς στη σκηνή ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί έπρεπε να σμικρυνθούν καλλιτεχνικά πολλά επεισόδια και η δράση που εκτυλίσσεται στην εκτεταμένη απεικόνιση της μετάβασης μιας παλαιάς ντίβας, της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, στην Σύρο, γενέθλια γη του συγγραφέα, το έτος 1896. Όσοι τολμούν να διασκευάσουν πεζά έργα, κινδυνεύουν με διασυρμό, αν δεν αποδώσουν έντεχνα την αισθητική αξία του πρωτότυπου. Πως άραγε να αποδοθεί επί σκηνής ο ολολυγμός: «Εις άγγελος απέπτη εις τους ουρανούς και δυσμοίρων γονέων καρδίας εσπάραξεν ο ανάλγητος και τυφλός θεριστής με το δρέπανόν του το φρικτόν…»;

Ο Μ. Ελευθερίου με εκθαμβωτική μεθοδολογία ιστορεί σε 402 σελίδες, τον ρομαντισμό στην αστική κουλτούρα και αναδεικνύει μια άκρως πεσιμιστική, πλην ιδεώδη, προοπτική της φθίνουσας τοπικής κοινωνίας της Ερμούπολης. Εξελίσσεται σε ιδανικό αφηγητή μιας ολόκληρης εποχής και των αντεγκλήσεων ανάμεσα στα μέλη ενός θιάσου, που επισκέπτεται την επαρχία για να εμφανισθεί στο φημισμένο θέατρο «Απόλλων».

Ο συγγραφέας εισχώρησε νοερά στην ψυχή της κυρίας Κίρκης Καραλή, η οποία οργάνωσε μια παράσταση, γεμάτη κίνηση και ρυθμό, τόσον απαραίτητο για να επιβληθεί ο αναγκαίος έλεγχος στη δομή των επεισοδίων. Στο πεζογράφημα αυτό περιέχονται πολλά επεισόδια, που βεβαίως ήταν αδύνατη η μετάπλασή όλων στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης. Εκείνο, όμως που πιστώνεται στους συντελεστές της μετουσίωσης ενός εμβληματικού λογοτεχνήματος, είναι η λιτότητα των μέσων και η αλληγορική, πλην απολύτως κατανοητή, εκφορά του λόγου, ακόμη και των κατά διαστήματα ακουομένων κραυγών, είτε προς θυμηδίαν, είτε προς θλίψιν. Η ακρίβεια υποτάσσει τις Ερινύες της ευκολίας.

Η σκηνοθέτης, βέβαια, διέθετε έναν πειθαρχημένο σύνολο υποκριτών, που ερμήνευσαν με την αναγκαία σοβαρότητα χαρακτήρες υπό συνεχή και αδιάλει-πτη ένταση: Ο Κώστας Κάππας, η Αλίνα Κοτσόβολου (συνδημιουργός της θεατροποίησης και υπεύθυνη για τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών), ο Δημήτρης Μαύρος, η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, η Ολυμπία Σκορδίλη, ο Γιώργος Ψάλτου, ο Στέλιος Γούτης και η Ελένη Κονίδου, ανέδειξαν περισσή αυθεντικότητα, που ικανοποίησε τους ευαίσθητους και τους οδήγησε σε ένα είδος κάθαρσης. Κανείς δεν υστέρησε. Πως θα μπορούσε άλλωστε, αφού μετείχε σε ένα θεατρικό γύμνασμα, στο οποίο διακρίνονταν ανυπέρβλητες εικόνες, χαρακτηριστικές εκφράσεις, εποχικά άσματα, εκκωφαντικές υπερβάσεις, ιδίως της πρωταγωνίστριας, αισθητικές κλίμακες, χρωματικές αποχρώσεις, ευρηματικότητα, αδόκητες ιδιοτροπίες, πρωτόγνωρος κλαυσίγελος, όπου συναρθρώνονται το δράμα και η κωμωδία, εύπεπτες αγιογραφίες μελών της εγχώριας νομενκλατούρας, σύμπλευση του αδιέξοδου φαίνεσθαι με το υπαρξιακό είναι, ιδιότητα του άψογου ερμηνευτή, απανωτές σκηνικές επινοήσεις, προσφυγή στον μαγικό ρεαλισμό, ήτοι σε αληθοφανή θαύματα, παρηγορητική περιδιάβαση στο μελόδραμα, αόρατοι δαίμονες, έντονη συγκίνηση, πολλαπλοί συνειρμοί σε ανταγωνιστικά πεδία, ανάδειξη ατομικών παθών, ίντριγκες των ιθυνόντων, αλλά και των ταπεινών. Η αρτιότητα των ρόλων και οι μεταπτώσεις της μεγάλης ηθοποιού, αποδίδονται έξοχα. Σημειώνεται, επιγραμματικά, ότι «Ο καιρός των χρυσανθέμων» πορεύεται ομότιμα με το διάσημο τεχνούργημα «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» (1929) του Λουίτζι Πιραντέλο.

Η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, πρόσωπο χαρισματικό, αλλά ιδιαίτερα προβληματικό, χαρίζει δείγματα του ταλέντου της στο έργο, που τελικά θα παίξει την «Φαύστα» του Δ. Βερναρδάκη. Όμως στο μυαλό της κυριαρχεί ο Άμλετ, τον οποίο θα υποδυθεί μερικά χρόνια αργότερα. Η εμμονή της και η ευρηματικότητα του δημιουργού φέρουν κατά αδιόρατο τρόπο επί σκηνής, εν είδει πρωταγωνιστή, τον ίδιο τον Σαίξπηρ. Παράλληλα, όπως ήδη αναφέρθηκε, σκιαγραφείται με ποικίλες αποχρώσεις, η εκφυλισμένη αστική κοινωνία της πάλαι ποτέ ακμάζουσας Ερμούπολης, που παλεύει να διατηρηθεί στην επιφάνεια, μη αντιλαμβανομένη την τραγικότητα, στην οποία έχει περιπέσει. Η επιτυχής θεατρική μεταφορά ενός μυθιστορήματος δημιουργεί την εύλογη απορία, σε ποιό στίγμα οφείλει να στραφεί ο θεατής για να επιλύσει το μυστήριο, αν προηγείται ο γραπτός λόγος ή η σκηνοθετική αναπαράσταση της υπόθεσης; Απάντηση δεν υπάρχει, διότι και οι δύο μορφές του μύθου ομογενοποιούνται με ιδανικό τρόπο.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του «Αλφα-Ιδέα» το φάντασμα μιας Θεάς του θεάτρου συνάντησε ένα θίασο, που απέδωσε πιστά την ψυχολογία των πρωταγωνιστών ενός δράματος του 18ου αιώνα, τιμώντας επαρκώς τον αείμνηστο Μάνο Ελευθερίου.