Top menu

Κ. Κουτσουρέλης: "H εσωστρέφεια χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ποίηση"

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου

Ο ποιητής, κριτικός και μεταφραστής Κώστας Κουτσουρέλης μιλά στο Vakxikon.gr για το νέο του βιβλίο, για την σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή για το "αδιέξοδο" της ποίησης στις μέρες μας.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κίχλη το βιβλίο σας «Η κόρη μου». Πείτε μου λίγα λόγια για αυτό.
Είναι ένα ποιητικό ημερολόγιο -για να το πω έτσι-, μια λυρική καταγραφή της πρώτης χρονιάς με την κόρη μου, από την γέννησή της ως τα πρώτα της βήματα. Τι φέρνει ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο; Πώς το μεγάλωμά του αλλάζει τη ματιά μας στα πράγματα; Πώς εμπρός στις συνεχείς του μεταμορφώσεις αλλάζουμε εντέλει οι ίδιοι; Τα είκοσι ποιήματα της σειράς πιάνονται από τέτοιους είδους απορίες και στοχαστικές αφορμές. Κυρίως όμως συγκροτούν μια πινακοθήκη από στιγμές, από εντυπώσεις, συγκινήσεις, βιώματα που έχουν καταλαγιάσει σε λέξεις. Να πω ότι την έκδοση της Κίχλης συμπληρώνει σε δική μου μετάφραση η πλησιόθεμη «Προσευχή για την κόρη μου» του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, γραμμένη εκατό χρόνια πριν, το 1919. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Τι είναι αυτό που θέλετε να εκφράσετε μέσω της γραφής σας; Τι είναι αυτό που σας ωθεί να γράφετε;
Αν ήταν ένα και μόνο αυτό που ο συγγραφέας θέλει να «εκφράσει», τότε αργά ή γρήγορα θα το κατόρθωνε και η περαιτέρω ενασχόλησή του με το γράψιμο θα περίττευε. Όμως η γραφή δεν είναι αυτοέκφραση, κατάθεση μιας προσωποπαγούς μύχιας ουσίας, όπως η μεταρομαντική παράδοση το θέλει. Είναι «έκφρασις» με τη μεσαιωνική σημασία του όρου, περιγραφή, αποτύπωση μιας κατάστασης, κάποτε δυναμικής. Και προσαρμόζεται στα εκάστοτε περιγραφόμενα. Ακόμη και όταν ο ποιητής αυτοεκφράζεται, αυτοπεριγράφεται, στην πραγματικότητα έναν άλλο, έναν τρίτο εκφράζει και περιγράφει, έναν ρόλο υποδύεται μέσα στους πολλούς άλλους που θα μπορούσε να υποδυθεί. Όσο για τα κίνητρα που τον ωθούν προς το γράψιμο φοβάμαι ότι είναι κοινά και τετριμμένα. Ένας συνδυασμός από επιθυμίες, συμπτώσεις, προδιαθέσεις και έξεις, σαν αυτές που οιστρηλατούν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, «υψηλή» ή «ταπεινή».

Ασχολείστε πολλά χρόνια με τη λογοτεχνία με πολλούς και διάφορους τρόπους. Πώς θα κρίνατε την σημερινή ποιητική παραγωγή σε σχέση με αυτήν των προηγούμενων δεκαετιών;
Παρότι έχουμε ακόμη πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες, γενικά μιλώντας η ελληνική ποίηση είναι σε μεγάλη κάμψη. Ακόμη και οι πιο θερμοί θιασώτες της δεν θα τολμούσαν νομίζω να τη θεωρήσουν ισόκυρη με το έργο της Γενιάς του 1930 ή του πρώτου Μεταπολέμου. Όμως αυτό παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις δυτικές λογοτεχνίες, η τάση είναι παντού φθίνουσα. Το ίδιο συμβαίνει αναπότρεπτα και με την ποιητική κριτική της εποχής μας, σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα. Όσο πρόχειρα σπεύδει να χειροκροτήσει την συγκαιρινή μας παραγωγή, τόσο δυσκολεύεται να δει και να προσλάβει ικανοποιητικά τα έργα του παρελθόντος. Όπως έλεγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: «Την ποίηση που έχομε τη δηλώνει αλάθευτα η κριτική που έχομε».

Το 2019 κυκλοφόρησε το δοκίμιο σας «Η τέχνη που αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (από τις Εκδόσεις Μικρή Άρκτος). Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας αυτό το «αδιέξοδο» και πώς θα μπορούσε η ποίηση να βγει από αυτό;
Το γενικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ποίησης, πέρα από τον υπερπληθωρισμό των βιβλίων που εκδίδονται, είναι η εντυπωσιακή εσωστρέφειά της. Λείπει η έγνοια για τον αναγνώστη, οι ποιητές σπανίως γράφουν έχοντας κατά νου να διαβαστούν, τα θέματα και τα εκφραστικά μέσα που επιλέγουν στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρουν κανέναν πλην των ιδίων. Και φυσικά, το κοινό τους το ανταποδίδει, αγνοώντας τους… Σκεφτείτε τώρα έναν ηθοποιό ή έναν μουσικό που δίνει παραστάσεις ερήμην ή σε θέατρα κεκλεισμένων των θυρών. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει; Δυστυχώς αυτήν ακριβώς την κατάσταση βιώνουμε σήμερα στον χώρο της ποίησης. Από το αδιέξοδό τους θα βγουν οι ποιητές μας μόνο αν τολμήσουν να παραδεχτούν ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι ούτε φυσική ή αναπότρεπτη, ούτε βεβαίως επιθυμητή, όπως διατείνονται μερικοί… Όμως απέχουμε ακόμη πολύ από το σημείο αυτό.

Ξενόγλωσση και εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή: θα μπορούσατε να προβείτε σε μια σύγκριση;
Εννοείτε την σύγχρονη; Είναι αδύνατο να έχει κανείς επαρκή εποπτεία, ωστόσο κρίνοντας από τη γερμανόγλωσση και αγγλόφωνη λογοτεχνία με την οποία είμαι περισσότερο εξοικειωμένος, θα έλεγα ότι σε είδη όπως το ποίημα και το διήγημα είμαστε κοντά ή και πάνω από τον διεθνή μέσο όρο. Στο μυθιστόρημα, στο δοκίμιο, στην κριτική υστερούμε, κάποτε και πολύ. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τα θεατρικά μας κείμενα, αυτό όμως το λέω με ακόμη μεγαλύτερη επιφύλαξη.

Ποιος είναι ή ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του ποιητή στη σημερινή κοινωνία;
Αυτός που ήταν ανέκαθεν, αυτός που είναι πάντα ο ρόλος της τέχνης. Να τέρπει και να διδάσκει, πάει να πει να ψυχαγωγεί το κοινό της, με την ευρύτερη δυνατή σημασία της λέξης. Ο ρόλος της τέχνης δεν είναι να γίνει χόμπι για τον καλλιτέχνη, όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει σήμερα. Ειδικά ο Έλληνας ποιητής έχει τριπλή και βαριά ευθύνη. Απέναντι στην ιστορική γλώσσα στην οποία γράφει, απέναντι στην εκπληκτική ποιητική παράδοση της οποίας φιλοδοξεί να αποτελέσει μέρος, και απέναντι στους αναγνώστες και ακροατές του, ενεστώτες και μελλοντικούς.

Έχετε ασχοληθεί με τη γραφή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Τι είναι ωστόσο αυτό που αισθάνεστε ότι δεν έχετε γράψει ακόμα;
Ο τρόπος της γραφής από μόνος του δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ήθελα τα γραπτά μου να είναι ωφέλιμα, να ανταμείβουν τον αναγνώστη τους, ακόμη και αν χρειάζεται ενίοτε να τον ταρακουνούν. Τα βιβλία μου δεν μοιάζουν μεταξύ τους, ούτε θεματικά ούτε τεχνοτροπικά. Αυτό δεν γίνεται επειδή είμαι καινοθήρας, η καινοτομία ως ζητούμενο λογοτεχνικό μού είναι όλως διόλου αδιάφορη. Γίνεται επειδή η γραφή προσαρμόζεται στα ενδιαφέροντα ενός συγγραφέα και τα δικά μου τυχαίνει να είναι πολλά και ποικίλα. Και υποπτεύομαι ότι αυτό δεν θ’ αλλάξει ιδιαίτερα στο μέλλον.