Top menu

"Κουκλοθέατρο". Ένα διήγημα της Βασιλικής Πατέλη

photo © Nur Yilmaz

«Πήγαινε να κοιμηθείς. Είναι περασμένη η ώρα κι έχεις σχολείο αύριο.»

«Καληνύχτα, μαμά. Καληνύχτα, μπαμπά.»

«Καλό ξημέρωμα.»

Τα φώτα σβήνουν και οι αναπνοές σταδιακά βαραίνουν. Τα όνειρα, λέγεται, τα βλέπουμε συνήθως τις πρωινές ώρες λίγο πριν ξυπνήσουμε. Τις βραδινές ώρες λίγο πριν αποκοιμηθούμε είναι που έρχονται οι εφιάλτες. Το σκοτάδι τούς καλεί πιο κοντά μας. Μετά τα μεσάνυχτα, στην ώρα των μεταμορφώσεων, αποκαλύπτονται σ’ εμάς με διάφορες μορφές. Είναι εκείνη η ώρα που πας να ξεγελάσεις τον εχθρό όπως ακριβώς πας να ξεγελάσεις ένα κουνούπι, κουκουλώνεσαι κάτω από τα σκεπάσματα και μετράς αντίστροφα ώσπου να φύγει, ξεχνώντας πως η οσμή είναι η υπερισχύουσα αίσθηση και όχι η όραση. Ευτυχώς, ξημερώνει. Είσαι και πάλι τυχερός. Ξημέρωσε. Όμως, ο ήλιος σήμερα ακτινοβολείται μόνο σε τζαμαρίες. «Μαμά, μπαμπά, πώς γυρνάω τον χρόνο πίσω; Δεν μου αρέσει εδώ. Θέλω να φύγω…»

Η τύχη αλλάζει χέρια και τα πρόσωπα σβήνουν. Ανήκουμε στον εαυτό μας και στην τροφική αλυσίδα. Το παιχνίδι είναι άνισο πριν καν αρχίσει. Εάν ο αδύναμος τρώγεται από τον ισχυρότερο, ο ισχυρότερος όλων από ποιον τρώγεται; Το αυθύπαρκτο αναζητάται αιώνες τώρα σε φιλοσοφικές λέσχες και στέκια αντροκρατούμενα, όπου τα πούρα και οι μικρές δόσεις κονιάκ, ίσα για να βραχεί το περιποιημένο μουστάκι, εναλλάσσονται με αερολογίες και οι νεφώδεις συλλογισμοί με το απαλό χάιδεμα της γενειάδας ως ένδειξη βαθύτατου προβληματισμού, άρα πρόκειται περί ομιλούντων υψηλής περιωπής, σοφών και σκεπτόμενων, που ερωτοτροπούν με την ουρά του γρίφου, -κι αν το αυθύπαρκτο είναι θηλυκό; Θα επιτρέπεται ύστερα η είσοδος στις γυναίκες ή καλύτερα στους άντρες;

Και από την άλλη, σε αποπνικτικά, από τσιγάρα και λαγνεία, υπόγεια υπάρχουν οι άθλιοι και οι καμπαρετζούδες, άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα κι επομένως, σε ετοιμότητα να χτυπήσουν ανά πάσα στιγμή κάποιον άλλον ή Άλλον με μπουκάλια, ξυραφάκια κρυμμένα σε ζαρτιέρες και ζώνες και με επιχειρήματα που στέκονται, όπως το μαχαίρι της ρώσικης ρουλέτας πάνω στα κενά ή στις φάλαγγες των δαχτύλων. Οι πιο προικισμένοι συνήθως με νόηση και διαίσθηση δείχνουν ρεμάλια τείνοντας στην αυτοκαταστροφή, γιατί ίσως έφαγαν προ πολλού την ουρά και κατευθύνονται προς τον κορμό. Ο κορμός σε υπερδιεγείρει. Πολλοί νομίζουν πως βρίσκονται στην κεφαλή. Η κεφαλή σε ωριμάζει. Αντιθέτως, η αυτοανακήρυξη ως πεφωτισμένο σε πετάει σ’ ένα τούνελ φεγγοβόλο από σκοτάδι κάνοντάς σου στείρωση. Ο καθένας που γνωρίζει κάτι, μα είναι πεπεισμένος πως δεν γνωρίζει τίποτα ακόμη είναι ένας εξημμένος καταραμένος ποιητής που βρωμάει η αναπνοή του αψέντι και η πένα του αδημονία, ψάχνοντας συνεχώς το κλειδί του σύμπαντος, αλλά και του σπιτιού του. Τα αινίγματα σε μεθούν περισσότερο από το αλκοόλ και τίποτα παραπάνω από ένα γυμνό κορμί που επιθυμεί να το ντύσεις με την προσοχή σου. Κι αν το αυθύπαρκτο είναι ερμαφρόδιτο; Το όλον ενσαρκώνεται σ’ αυτήν την ένωση, στη στιγμή της απολέπισης από οτιδήποτε δεδομένο. Οι ψυχές μετοικίζουν στους κήπους της Βαβυλώνας, ώσπου να πέσουν σαν μήλα ξεφλουδισμένα πάνω στη διαχωριστική γραμμή των δύο μαξιλαριών. Ο Δίας χωρίζει και ο Ζεύς ενώνει. Η ίδια θεότητα ευθύνεται για την έλξη και την άπωση. Το ζεύγος δε διαιρείται πάντα για κακό σκοπό, ούτε ενώνεται πάντα για καλό. Σε μια ένοπλη σύρραξη το ζεύγος διαιρείται πάντα για κακό σκοπό κι ενώνεται για καλό. Τα ρούχα τους εγκωμιάζονται, ενώ δευτερόλεπτα πριν ήταν αδιάφορα. Το δέρμα, ο ορατός φλοιός της ψυχής, ευλογείται από στόμα πανάγιο. Το άγγιγμα είναι θεραπευτικό. Ξυπνάει τον πυρήνα της. «Θα σου δώσω αμέτρητα φιλιά, όταν γυρίσεις. Κοίτα να γυρίσεις.»

Κι αν το αυθύπαρκτο είναι αρσενικό; Ίσως γι’ αυτό να προσελκύονται περισσότερο οι Σειρήνες γύρω από τη γη και οι σειρήνες πάνω στη γη. Οι καταστροφές συμβαίνουν όπου υπάρχει σκοπούμενη ημιμάθεια. Η μεγαλύτερη αφοσίωση σε λάθος σκοπό είναι και η μεγαλύτερη καταστροφή. Έχει ώρα που έπεσε ο αέρας. Το ρεύμα. Ένας άνθρωπος. Τα λόγια στις μεγάλες φλόγες γίνονται λίγα και ουσιαστικά. Έπεσαν οι μάσκες και μπήκαν άλλες. Έπεσε η πόλη. Η πόλη μας. Ο ένας για τον άλλον. Τώρα πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον.

Στα δόντια φυγαδεύεται το αθάνατο, -οι τρίχες και ο ζωμός της αγάπης από όλα τα φιλιά που έχουν συνολικά δοθεί. Η χτένα στο κομοδίνο ξεκίνησε ήδη να μετρά τις απώλειες. Το στόμα τσούζει. Οι άφθες στα χείλη βγαίνουν, όταν παύουν τα φιλιά. Η καρδιά αφήνεται στην άκρη. Πάντα κάτι βγάζεις πριν από μια μάχη, γιατί στο τελείωμά της τα βάρη είναι παραπάνω απ’ όσα μπορείς να αντέξεις. Στο χαλάκι αφήνονται τα βάρη, για να μπεις ανάλαφρος στο σπίτι αφήνοντας με τη σειρά σου την δαμόκλειο σπάθη στο καλάθι με τις ομπρέλες. Η μεταμοσχευμένη καρδιά προηγείται για την ώρα στο πάρτυ του καλωσορίσματός σου. Πάντα κάτι νέο αντικαθιστά την κενή θέση ύστερα από μια μάχη. Αυτό το ύστερα γίνεται ο σελιδοδείκτης στα «Άνθη του Κακού». Ο Μπωντλαίρ κλαίει μαζί με τον Καντ και τον Πυθαγόρα για κάθε τριάρι, εξάρι κι εννιάρι του Τέσλα που σκοτώνεται σε κάθε πύρινη λάμψη. Το μισθοφορικό φως είναι το πιο ύπουλο φως, γιατί για χάριν του φωτός που εσύ θες να δεις, γίνεσαι αυτοβούλως συνδρομητής σ’ ένα άπλετο σκοτάδι με αιματοβαμμένες αρβύλες και σύνδρομα μετατραυματικά. Πόσο περήφανο μπορεί να είναι το απλήρωτο φως; Ενώ από την άλλη, το εφεδρικό φως είναι αυτό με την περισσότερη σκληράδα και αδικία, γιατί σου επιβάλλεται πώς θα δεις το φως και πώς θα δουν οι άλλοι το σκοτάδι και το αντίστροφο. Τα πρώτα επιστρατευμένα «σ’αγαπώ» μπαίνουν μαζί με τους στρατιώτες στα βαγόνια. Τα πρώτα επιστρατευμένα «μου λείπεις» κάτω από τις δακρύβρεχτες κουβέρτες, ευχόμενα να κρύβοταν μονάχα από τα κουνούπια και τους εφιάλτες εκείνους που ποτέ δεν επηρέαζαν δραματικά την τύχη τους.

-Τι είναι ευτυχία;

«Σίγουρα ο σωστός φωτισμός σ’ ένα σπίτι. Πολλά πορτατίφ και πολλή αγάπη. Αυτό το γλυκό κίτρινο και γλυκό ροζ.»

-Για εσένα δυστυχία τι είναι;

«Αυτό το γλυκό κίτρινο και γλυκό ροζ.»

Οι σχάρες του φούρνου καίνε σε υψηλή φωτιά εδώ και ώρα, για να παραδώσουν στους αφέντες τους χοιρινό ρολό με πατάτες. Το κυριακάτικο τραπέζι στρώνεται από τα χέρια εκείνα που έζησαν τους φούρνους εκείνους, οι οποίοι παρέδιδαν σαπούνια και ρολά αποστεωμένων. Κανείς δεν γλιτώνει στο τέλος τα βουνά όσο κι αν τα αποφεύγει, είτε φυσικά, είτε τεχνητά. Ο λιπόσαρκος βραχίονάς της επαναφέρει συνεχώς στην κωδικοποιημένη όψη του μνήμες αναδρομικές που γίνονται μόδες εκμοντερνισμένες. Οι άνθρωποι δυσανασχετούν στην επανάληψη κακών μοτίβων, μα ταυτόχρονα παραμένουν άπραγοι στην επανεδραίωσή τους. Είναι που ο διατεταγμένος νους είναι πιο επικίνδυνος από τα διατεταγμένα χέρια. Στην μακαριότητα του ενός συντρίβεται η οδύνη του άλλου. Στα γεμάτα πιάτα για την ώρα συντρίβονται βλέμματα ικανοποιημένα. Μια οικογένεια μαζεμένη γύρω από το ίδιο τραπέζι, λέγεται, ότι είναι ευλογία. Μια οικογένεια διάσπαρτη και μαζεμένη γύρω από το ίδιο τραπέζι, θα ειπωθεί, ότι είναι υπερτιμημένη ευλογία. Τα πιάτα μαζεύονται για να πάνε στον νεροχύτη, ώσπου να έρθουν άλλα μικρότερα. Όπως μια αγκαλιά είναι η επισφράγιση μιας συνάντησης, έτσι είναι και το επιδόρπιο σε ένα γεύμα. Τα πάντα γύρω μας είναι φινιρισμένες ιεροτελεστίες μέσω των οποίων οι δονήσεις, είτε αυξάνονται, είτε μειώνονται, αναλόγως το πώς θα τις διαχειριστούμε. Σε αυτήν την ιεροτελεστία οι μυημένοι είναι συντονισμένοι στο να κοιτούν το επιτοίχιο ρολόι. Η βαρύτητα του χρόνου, όταν μεσολαβούν ρωγμές, είναι τεράστιος. Στον από κοινού μεγάλο χώρο τους στριμώχνουν τον σχεδόν ανύπαρκτο κοινό τους χώρο για τα τυπικά, -σωρηδόν υπογραφές σε κερδοφόρες συμφωνίες ή σωρηδόν ευγένειες σε ζημιογόνες συγκατοικήσεις. Σε κανένα παιδί δεν αρέσουν τα τυπικά, παρά μόνο οι τύποι που πάνε κόντρα σ’ αυτά.

-Τι σημαίνει πόλεμος;

«Να πρέπει να κρύβομαι συνέχεια, να φοβάμαι, να πεινάω και να μην μπορώ να ξαναπαίξω με τους φίλους μου, γιατί είναι όλοι νεκροί.»

-Για εσένα τι σημαίνει πόλεμος;

«Να τσακώνονται οι γονείς μου και να μην αγαπιούνται.»

Το άγαλμα της Ελευθερίας ραγίζει με κάθε απεσταλμένη ρουκέτα, δίχως όμως να σπάει, ίσως γιατί η ελευθερία είναι λέξη διεθνής με έννοια διαμοιρασμένη σε επιλεγμένα μόνο κράτη. Από την άλλη, η κάθε άοπλη σύρραξη που λαμβάνει χώρα σ’ ένα σπίτι μπορεί να πετύχει και τα δύο, δηλαδή και να σπάσει τις καρδιές και τα θραύσματά τους να τραυματίσουν το πιο αθώο θύμα.

Γιατί πόλεμος δεν είναι μόνο ένας συλλογικός που απειλείται το σώμα και κατ’ επέκταση τα πιο λεπτοφυή στρώματα της ύπαρξης, αλλά και κάθε ατομικός που απειλείται πρώτα η ψυχή και ως γνωστόν το ρήγμα όσο πιο βαθύ, τόσο πιο καταστροφικό για την ύλη που συναντάται στο επίκεντρο, αλλά και γύρω της. Παρ’ όλα αυτά, κανένας σεισμός δεν κρατάει για πάντα και αποδεικνύεται με μαθηματική ακρίβεια, αρκεί να θυμάσαι μετά το κουκλοθέατρο ποιος πραγματικά είσαι.

Η χτένα στο κομοδίνο ξεκίνησε να μετρά νίκες. Το σάλιο πυκνώνει. Οι αποστάσεις αραιώνουν. Ο ακατάσχετος πόθος είναι η κεντρομόλος δύναμη. Τα ρούχα ξαναγίνονται αδιάφορα και η ένωση ακατάλυτη. Οι καταραμένοι ποιητές ευφραίνονται νηφάλιοι με την ιδέα της κεφαλής και κατ’ επέκταση υστεροφημίας τους και το αυθύπαρκτο, αγνώστου γένους, γνωστοποιεί σε απευθείας μετάδοση από τον Λευκό Οίκο, -ο ένοχος για θηριωδίες πάντοτε μοιράζει κλαδί ελιάς, ακόμα και μετά την αποκάλυψή του- την ανακωχή σε φιλήσυχους λαούς με ηγέτες πολεμοχαρείς. Το σιδηρούν γένος ανέκαθεν μαγνήτιζε με τις διπολικές του ιδιότητες τα δυο άκρα. Στα δυο άκρα ακροβατούν εκείνος κι εκείνη με το μαγικό τρία στα πόδια τους. Η Αριστοτελική μέση οδός βρίσκεται για εκείνον σ’ ένα σπίτι με λευκό φως και έντονο κόκκινο, η υπενθύμιση του ότι ζεις άσχετα του πώς ζεις. Τα επικρατέστερα παλ χρώματα είναι η φυγόκεντρος δύναμη. Το ρολόι γίνεται το μόνο τυπικό στον τεράστιο κοινό χώρο και η κάθε ιεροτελεστία χαίρει εκτίμησης. Το τραπέζι συνεχίζει να στρώνεται από τα χέρια της γιαγιάς, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο σχολείο, διδάσκοντας πως οι αριθμοί και οι άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν, αρκεί οι τελευταίοι να γίνουν οι καλοί μάγοι σκορπίζοντας στην ανθρωπότητα ελπίδα, δύναμη και καμιά σοκολάτα πού και πού στα κρυφά. Το κρυφτό, άλλωστε, αρέσει στα παιδιά. Στο κάτω κάτω για τα παιδιά γίνονται όλα.

-Τι είναι ευτυχία;

«Το να ζω σπίτι με τους γονείς μου και τον Μπίλη, το λούτρινο χταπόδι μου. Χωρίς πόλεμο.»

-Για εσένα τι είναι ευτυχία;

«Το να ζω σε δυο διαφορετικά σπίτια και οι γονείς μου να με αγαπάνε το ίδιο πολύ. Χωρίς πόλεμο.»