Γράφει ο Κ.Γ.Βασιλείου
Ευρυμαθής, ευαίσθητος, με πρωτοπρόσωπη μέθοδο, ο Κώστας Βασιλάκος ανήκει στην εξέχουσα τάξη των εγχωρίων ποιητών, κινούμενος με ευστροφία, προφανή λεκτική ευχέρεια, συμμετρικό λόγο, στέρεο αισθητικό υπόστρωμα. Η ιδιαιτερότητα της γραφής του συνιστά μια λυτρωτική αποκάλυψη του εαυτού, δηλαδή του υποσυνείδητου, που κυριαρχεί στις ανθρώπινες πράξεις, οδηγώντας τους θνητούς άκοντες σε αντιφατικά άλματα. Οι απόπειρες ελευθέρωσης είναι μάταιες, αλλά αναδίδουν ευεργετικές οσμές για την τελείωση του οικείου ψυχισμού. Άρα ευρισκόμεθα στο μέσον ελεγειών, που στοχεύουν την υπέρβαση της λειτουργικής συμβίωσης, αναζητώντας το άπειρο, δίκην απολεσθέντος παραδείσου, ήτοι μιας νεφελώδους φαντασμαγορίας, όπου ολοκληρώνεται η ανθρώπινη κωμωδία· πρόκειται για πυριφλεγή διαδρομή, με τους ποιητές να πρωτοστατούν ωσεί αυτοκτόνοι πελταστές, ή άλλως ως ευπατρίδες της αποξένωσης.
Στη συλλογή Ανάμεσα σε δύο στιγμές (2017, Σόκολης), περιέχονται πενήντα ένα ποιήματα (Aνάμεσα σε δύο στιγμές 21, Κλαίω στην Eλευθερία 29, και Ποιητικά Αποτυπώματα, μία σύνθεση σε εικοσιτέσσερα σπαράγματα). Στη συλλογή Το Ω των Ωκεανών (2019, Σόκολης), περιέχονται σαράντα επτά ποιήματα (Όλα είναι Φως 8, Ανασεμιά 17, Επί λέξει 26, και Της Ψυχής, ένα ποίημα με έξι αυτόνομες νοηματικές ενότητες). Τα αναφερόμενα ενενήντα οκτώ ποιήματα είναι το αντικείμενο του παρόντος κριτικού σημειώματος και αποτελούν συνεπή προοδευτική συνέχεια των προηγουμένων έργων του συγγραφέα: Σκέψεις και θραύσματα (2012, εκδόσεις Άνεμος Εκδοτική), Περί Διαβαίνοντας (διηγήματα, 2013, εκδόσεις Αγγελάκη), Λόγια δραπέτες (2015, Άνεμος Εκδοτική). Όλα τα ποιήματα είναι ανομοιοκατάληκτα, εκτός από «το χαμένο ρο», «του αγνοούμενου η φωνή», «Παιάνας», «στον πατέρα».
Πρωτεύουσες ιδιότητες της ποίησης αυτής είναι αυθορμητισμός, ειλικρίνεια, εικονική καθαρότητα, άδολος μυστικισμός απαλλαγμένος από δυσνόητες ατραπούς, ευπρόσωπος νατουραλισμός χωρίς λυρικές αυταπάτες, απογύμνωση του διφορούμενου και της ψυχικής καθαρότητας, ιδιότυπος, άρα αναληθής, πεσιμισμός, τήβεννος του μάντη που βρίσκεται σε αδιέξοδο ως η Κασσάνδρα της μνήμης, απογαλακτισμός από τις αντιθέσεις και τη συνακόλουθη αισθητική εκλέπτυνση, προσέγγιση του λυκαυγούς, απεξάρτηση από την πνευματική μηδαμινότητα, άσματα επινίκια, ανίχνευση της ροής του χρόνου, αντικατοπτρισμός της κοινότητας.
Ο ποιητής διερωτάται ασθμαίνων: «ξέρεις πώς είναι να φλογίζεις στάχτες με το μελάνι, / για να τορνέψεις τις αδέσποτες ιδέες»· δεν περιμένει βέβαια απάντηση γιατί η απορία του είναι ρητορική και τελικά εκφράζει βεβαιότητα. Εξακολουθεί με διεισδυτικότητα να απευθύνεται στον άλλο του εαυτό: «Κι αν βουλιάξει τ’ όνειρο απελπισμένο, / εσύ χάρισέ του χρόνια για να ζήσει», εκφράζοντας την σημασία του ονείρου για τους θνητούς. Παρόμοιος είναι και ο στίχος: «Έχει η πανσέληνος μια ασημένια θλίψη», όπου εικονογραφείται η φαντασία. Εν τω μεταξύ ένα σπαρακτικό δίστιχο φανερώνει την τραγικότητα των στιγμών: «Από ξεχασμένους τοίχους εκλιπαρούν / οι σιωπές να τις προσέξει χρόνος». Παράλληλα ακολουθεί μια διαπιστωτική οιμωγή: «Γύρισες τη ζωή ανάποδα, / να ρουφήξεις και τις τελευταίες σταγόνες, / σαν να μην υπήρχε αύριο»· είναι η επικούρεια κλαγγή για το εφήμερο και την ανυπαρξία άλλης ζωής. Εν τω μεταξύ μια αλληγορία πολύχρωμη, ιδεώδης: «Παλεύω να ταιριάξω το λευκό με τη σκληράδα των βράχων», «Κι όλο πλησιάζει ο μηδενικός χρόνος» προς υπενθύμισιν της ματαιότητας. Στη συνέχεια ο ποιητής τρέπεται σε αισθαντικό κήρυκα: «Ο ήλιος ζέστανε το χαμόγελο σου / μα εσύ φοβήθηκες/ ότι θα σ’ έκαιγε η φλόγα του φιλιού» και κατά συνοδοιπορία: «κι εγώ κρέμασα το βλέμμα στο σεληνόφως / της καρδιάς». Διαλέγεται υποκρυπτόμενος ως πομπός αλλά και ως δέκτης: «Γιατί μαστιγώνεις τον άνεμο; / Δεν ακούς; / Κλαίνε τα κύματα στα βράχια». Η σελήνη είναι ευδιάκριτο σημείο αναφοράς: «Η ψυχή παλεύει να γεννήσει ήλιους / για να γλυκάνουν τις παγωμένες καρδιές. /…Αλλά υπάρχουν ολόγιομα φεγγάρια / και οι άνθρωποι συνεχίζουν να ονειρεύονται» αφού «Χορεύαμε με θέα την Πανσέληνο»· ο ρομαντισμός εισβάλλει ανίκητος στις ψυχές των ευαίσθητων.
Αλλοτριωμένη συνείδηση εγκαταλείπει την αυτονομία και ως ο Α. Ρεμπώ (Je suis un autre) διαλέγεται με κάποια άγνωστη περσόνα· «Εσένα σου αρέσει το διάφανο τ’ ουρανού / κι εμένα το ασημί της θάλασσας», ενώ διαπιστώνει ηττημένος: «Εσύ, απρόσκλητη, εισχώρησες στο κενό / και κατακυρίευσες κάθε κύτταρο ζωντανό».
«Οι λαβωμένοι έρωτες /…οι ναυαγοί του ονείρου, / με τον ορίζοντα χαμένο στο πούσι της ζωής, / αναζητούν μόνο δύο χαμόγελα στεριά / κι ένα βλέμμα ουρανό από την ψυχή σου»· πρόκειται για προσωποποίηση ασύλληπτων εννοιών, απροσδιόριστης ουτοπίας· συντίθεται ενότητα υπερβατική με τους ακόλουθους στίχους: «έναν σπόρο γνώσης με δύο σταγόνες αμφισβήτηση / για να αντέξουν το βάρος των αιώνων που έρχονται». Μια διδακτική ρήση ολοκληρώνει τις απορίες: «Τα μυστικά της ζωής μοιράζονται σ’ αυτούς που μπορούν ν’ αντέξουν το βάρος της σιωπής».
Έντονη θλίψη αναδύεται ολοφυρομένη: «Οι αγχόνες αιωρούνται με κρεμασμένα τα όνειρα του μέλλοντός μας». Τα μνημεία (εννοείται ελληνικά) κατά προφανή απογοήτευση, δεν μετέδωσαν τον πολιτισμό τους στους ανάξιους απογόνους: «Μάρμαρα πεσμένα κατάχαμα μοιρολογούν τους αιώνες / που πέρασαν και δεν άγγιξαν το πνεύμα τους».
Προς μνημόνευσιν του κάλλους ο στίχος: «μαζί κερνούσαμε αστέρια έναν σιωπηλό ουρανό». Το ίδιο και δύο ανθηρά αποφθέγματα: «Κι εγώ ποτίζω τον αμαρτωλό έρωτα / να φουσκώνουν δυόσμο τα μυστικά ρυάκια». Αλλά προσοχή: «μη σηκώσεις την καρδιά / από τα αναφιλητά του ανέμου». Εύχαρεις ανασασμοί, που χαροποιούν τις ευαίσθητες ψυχές: «Όμως η άνοιξη είναι μέσα μου / κάθε κύτταρο βλασταίνει τη ζωή / Κάθε αμυχή χωράει μια ηλιαχτίδα./ Κάθε καημός υμνεί την αγάπη. / Κάθε πνοή στηρίζει μια ελπίδα». Ευωδιά και «τ’ άνθη απ’ της καρδιάς τ’ αρώματα / εαρινή συμφωνία». Ένα εξόχως διδακτικό δίστιχο υπενθυμίζει τη ματαιότητα του βίου: «Εσύ θαρρείς αιχμάλωτο τον χρόνο. / Δεν βλέπεις τη νιότη που αργοπεθαίνει» και μαζί: «Τότε θα έχουν λεηλατηθεί / όλες οι αγαθές προθέσεις της καρδιάς» και «η αλυσίδα της δυστυχίας γίνεται απέραντη» και «μένουμε αδρανείς στο επέκεινα».
Κατόπιν επανέρχεται η ερωτική επιθυμία, κυρίαρχη του νου: «Άφησε το κύμα και την άβυσσο / επαίτες του έρωτα, / να χαϊδεύουν το κορμί σου». Υμνείται η Ηγερία σε υπερθετικό βαθμό: «Κένταγα ευχές στα μαλλιά σου / για να γεμίζει με χρυσάφι ο κόσμος μου». «Λατρεύω τα καλοκαίρια σου, αγαπημένη, / γιατί με δροσίζουν οι στάλες των φιλιών / και ξεδιψώ τον πόθο στο κορμί σου».
Αξιοσημείωτοι λυρισμοί θυμίζουν δημοτικό τραγούδι: «Να βγάλουν μια μικρολαλιά / πώς έμεινες παντέρμη… Να μην αργήσω μου μηνάς, / αβάσταχτοι είναι οι πόνοι».
Ακολουθούν γλυκείς ήχοι: «μόνο ένα τρίξιμο μακρινό σέρνεται από τη φθορά, / του χρόνου», «Κι όμως ο καιρός είναι αντάρτης, / δεν τον χωράει η λησμονιά», «Οι οιμωγές παιάνας οργισμένος, / σύμβολο αντίστασης για Λευτεριά», «Ένα βέλος εισχώρησε στο κενό της μνήμης», «Γαντζωμένος ο νους στο άρμα της αλήθειας», «να φυτέψω ελπίδες να τρυγούν οι φίλοι / σαν θα λείπω αποδώ», «Φοβάμαι το κενό της πληρότητας. / Μου λείπει το όλον του μηδενός».
Δεν θα μπορούσε να λείπει αναφορά στην τέχνη του: «θα πυρπολήσω τους στίχους μου, / για να φωτίσουν / τα σκοτάδια μου»· και βεβαίως η πανταχού παρούσα ηγερία της ψυχής· «Είσαι η μούσα / που κυλάει σαν αίμα / στις φλέβες των στίχων μου». «Άλεσε τις λέξεις και ζύμωσε βόλια / να εκπορθήσεις τα νώτα τους», «και ο λησμονημένος στίχος κατατρώει / τα σωθικά του / καθώς γερνάει».
Μια σεμνή προσευχή αναδίδει τη λατρεία προς το μόνο αξιαγάπητο πρόσωπο: «Αχ, μάνα, / θα δέσω τις ευχές σου προσευχή, κάθε κόμπος / κι ένα σκαλί, / ν’ ανέβω ως την εικόνα σου εκεί ψηλά, / για να με πάρεις αγκαλιά».
Μια σύντομη ψηλάφηση δεν αποδίδει, όπως είναι φυσικό, με πληρότητα το εύρος μιας κυρίως ρομαντικής ποίησης, που γνωρίζει τα μονοπάτια της ολοκλήρωσης, αφομοιώνει επιμελώς τον εγκυκλοπαιδικό πλούτο του δημιουργού της και διέπεται από τη μαγεία των λέξεων, υποφώσκουσα αρμονία, ευλύγιστη πλαστικότητα της μορφής, συσσώρευση εννοιών, τεχνική δεξιότητα, χρήσιμους αφορισμούς, απαστράπτουσα στιχική ευλυγισία, συνθετική εικονοποιΐα, ουτοπική ενόραση, ακαταμάχητο ερωτισμό, ανεκπλήρωτα όνειρα, ευσυνείδητη συμπαντική τάξη, χλεύη των ισχυρών, συνεπή ιεράρχηση των αξιών.
Με βαθύτατη ευλάβεια στην Θεά της αρμονίας μεταγγίζεται στους εραστές της τέχνης η οφειλόμενη κατάνυξη κατά τη βύθιση στα μυστήρια του ποιητικού γεγονότος. Η γραφή, διαλεγομένη αόριστα με τρίτα πρόσωπα, θυμίζει τον Πάουλ Τσέλαν, που δογματίζει: «μόνον το τίποτα στεκόταν ανάμεσα, βρίσκαμε/ εντελώς ο ένας τον άλλο» («Κανενός το ρόδι»).
Ιερός οίστρος και ρεαλιστική μυθοπλασία σκιαγραφούν τα ποιητικά δρώμενα, λυτρώνουν τους εγκλωβισμένους συνδαιτυμόνες της ουτοπίας από τα δεσμά της πλήξης και της απελπισίας, υποδεικνύουν οδοδείκτες, ώστε να οδηγηθούν οι θνητοί στον δρόμο της αλήθειας, χωρίς δεσμεύσεις ή αγκυλώσεις του περιβάλλοντος.
Ο ίδιος ο ποιητής Κώστας Βασιλάκος έχει προσδιορίσει επιτυχώς ότι «η ποίηση είναι για μένα καταφυγή, η προσωπική μου υπαρξιακή περιπέτεια, ο εξισορροπιστής στην πεζότητα των αριθμών, το υγρό στοιχείο στο συμπαγές».