Top menu

3 ιταλικά ποιήματα: Διακειμενικές σχέσεις σε 3 επεισόδια

Mεταφράζει ο Θεοδόσης Κοντάκης

Vittorio Sereni

O μέγας φίλος
[Il grande amico]

Ένας μέγας φίλος που ορθώνεται ψηλά πάνω από μένα
κι ολόκληρο με φέρνει μες στο δικό του το φως
που πλατιά γελά ενώ μετά βίας μειδιώ
και δυνατά αγαπά ενώ εγώ προσπαθώ να νιώσω…

Κυλούν όμως τα χρόνια και νηφάλια είναι μόνο η ματιά που μαντεύει
να χάνεται μόλις ξαναεμφανίζεται
η βάρκα που πρωτοπέρασε τη γέφυρα.
Τους αγγελιοφόρους της μοίρας τους γνωρίζει
με τ’ όνομά τους να τους καλέσει. Είν’ ο στρατιώτης ο προφητικός.
Δεν έμοιαζε να ’ναι γεννημένο για κάτι άλλο το πρωινό;
Kαι της φιλύρας η φτερούγα
κι η πλαγιά που ξάφνου χάθηκε σε πράσινη σκιά
κάπου αλλού δεν οδηγούσαν;
Όμως στην αίφνης εχθρική περιοχή, στο σημείο το αναμενόμενο
κατακόκκινο γίνεται το ύψωμα.
Σαν το αργοπορημένο μαθητούδι
-άνθη και φτερά δεν του τραβούν πια την προσοχή
απ’ της μανταλωμένης πόρτας την απειλή-
εγώ τον ακολουθώ, είμαι στη σκιά του.
Ένας στρατιώτης απογοητευμένος.
Ένα φοβισμένο σχολιαρόπαιδο.

**

Κάτι ακόμα για τo δρόμο της Τζένα
[Ancora sulla strada di Zenna]

Γιατί με συγκινούνε τούτα τα κλαδιά που άνεμος ταράζει;
Ίσως γιατί το λένε πάλι πως το πράσινο ξαναγεννιέται
κάθε άνοιξη, μα δεν ανθίζει ξανά η χαρά;
Τούτη όμως τη φορά δεν είν’ για μένα ο θρήνος
κι άνοιξη δεν είναι: καλοκαίρι είναι,
το καλοκαίρι των δικών μου χρόνων.
Κάτω απ’ το βλέμμα μου, απ’ το δρόμο φερμένη,
απαράλλακτη σχηματίζεται η ακτή
ανέκαθεν - δεν την αλλάζει της μηχανής μου ο θόρυβος
ούτε, πιο πέρα, κείνος ο άξαφνος ο άνεμος που τήνε ταράζει
και στην επόμενη στροφή, ίσως, τελειώσει.
Κι εγώ θα μπορέσω για ό,τι αλλάζει ν’ απελπιστώ,
να κουβαλάω δω και κει ένα κεφάλι που φλέγεται από πόνο…
μα η κρύφια η ροή των πραγμάτων
που κει πίσω στο μυαλό την πλάθω: η τροχαλία στο πηγάδι,
τα κουβούκλια του τελεφερίκ στα δάση,
οι ασήμαντες πράξεις, τα άμοιρα
τ’ ανθρώπινα όργανα δεμένα στην αλυσίδα
της αναγκαιότητας, η πετονιά που ρίχνεται
στων αιώνων το κενό -
οι ελάχιστες οι ζωές που επαναλαμβάνονται
πανομοιότυπες στα μάτια όποιου επιστρέφει
και βρίσκει πως τίποτα δεν έχει πράγματι αλλάξει:
κείνα τ’ ανήσυχα τα μπράτσα που σε λίγο θα ξαναπέσουν,
κείνα τα ματαίως θαλερά χέρια
που απλώνονται για μένα και το προνόμιο
της κίνησης μου καταμαρτυρούν…
Έλεος, λοιπόν, για τα ταραγμένα κλαριά
που για λίγο ο άνεμος καλεί στο στρόβιλό του
και ταχιά θα ξαναφύγουνε πίσω μου μακριά μακριά
λέγοντας αντίο αντίο.
Κι ιδού, κιόλας αλλαγμένος ο θόρυβος της μηχανής,
κοκαλώνει μια στιγμή κι έπειτα ξεσπά
όξω απ’ τους ύπνους τους απέραντους
κι ένα άλλο τοπίο παίρνει τη στροφή και χάνεται.

**

Luciano Erba

Aναζητώντας τον Βιτόριο Σ. στο δρόμο για τη Τζένα
[Rincorrendo Vittorio S. sulla Strada di Zenna]

Οι γέροι το σφύριγμα από τρένο
μακρινό καθώς περνούσε τον κάμπο
το ’χανε για κακοσημαδιά -
αν πέρναγε σύννεφο μπρος απ’ τον ήλιο
ιδού, θα λέγανε, συννεφιάζει ο Κύριος.
Εγώ τούτα τα θροΐσματα στις οξιές
προτού φτάσει ο άνεμος απ’ την πεδιάδα
τούτο το τρέμισμα στα φύλλα
εγώ λέω μήνυμα είναι, κάποιος το δέχεται.

**

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Saba, Sereni, Erba

Οι τρεις Ιταλοί ποιητές που πρωταγωνιστούν εδώ καλύπτουν με το σπουδαίο έργο τους ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Ο πρώτος και πιο διάσημος από αυτούς δεν εμφανίζεται με δικό του ποίημα σε τούτη τη δημοσίευση, δεσπόζει όμως κυριολεκτικά με την έντονη παρουσία του: αυτός είναι ο «Μέγας φίλος» στον οποίο αναφέρεται ο, σχετικά νέος τότε ακόμη, ομότεχνος, «μαθητής» και στενός φίλος του, ο Βιτόριο Σερένι. Ποιητής γνωστός για την εξομολογητική φύση του ποιητικού του έργου, στο οποίο δεν διστάζει να αποτυπώσει τους πιο κρυφούς φόβους και τους πιο ζοφερούς στοχασμούς του (και εδώ, ακόμα, αναπόφευκτα ακολουθεί τον Σάμπα …), ο Σερένι φαίνεται εδώ να δυσφορεί κάτω από τη σκιά του «μεγάλου φίλου». Ας σημειωθεί ότι, και μετά τον θάνατό του το 1957, ο Σάμπα συνεχίζει να στοιχειώνει το πνεύμα του νεότερού του ποιητή: δεν είναι τυχαίο ότι τα αντικείμενα στα οποία αναφέρεται ξεκινώντας το ποίημά του με τον τίτλο «Σάμπα» («Μπερές, πίπα, μπαστούνι…») βρίσκονταν πράγματι πια στο σπίτι του Σερένι!

Ποιες είναι, όμως, οι φευγαλέες παρουσίες που συγκινούν τον ποιητή στο ποίημα «Κάτι ακόμα για τo δρόμο της Τζένα»; Ποιους του θυμίζουν «τα κλαδιά που άνεμος ταράζει»; Το ποίημα αυτό, εμπνευσμένο από μια μικρή μεθοριακή πόλη, όχι μακριά από το Λουίνο, τη γενέτειρα του ποιητή, στην πραγματικότητα είναι μια «κατάβαση» στον κόσμο των νεκρών, και μάλιστα η δεύτερη με τον ίδιο περίπου τίτλο: στο προπολεμικό του ποίημα που τιτλοφορείται «Δρόμος για την Τζένα», ο πυκνός καπνός από το τρένο που περνά τα σύνορα γίνεται στο τέλος νέφος που καλύπτει, τελειωτικά, τη φωνή του ποιητή:

Σεις οι νεκροί ποτέ δε μας δίνετε τη γαλήνη
κι ίσως είναι δικός σας
ο στεναγμός που ανάμεσα στα φύλλα περνά
την ώρα που συννεφιάζει ο Κύριος.

Στο μεταγενέστερο ποίημά του, που μεταφράζεται εδώ, νιώθει κιόλας πιο κοντά στους νεκρούς του («Γιατί με συγκινούνε τούτα τα κλαδιά που άνεμος ταράζει;»): ο θάνατος στο ώριμο έργο του Σερένι αποτελεί αληθινό ιδεασμό .

Και έρχεται η ώρα που και αυτός ο ποιητής πηγαίνει να συναντήσει τους νεκρούς. Μετά τον θάνατό του το 1983, ο μαθητής και φίλος του ομότεχνος Λουτσιάνο Έρμπα αναφέρεται και αυτός στον δάσκαλό του, τον Σερένι, σε κάποια ποιήματά του. Στο συγκεκριμένο ποίημα, που γράφει ο Έρμπα όταν είναι πια και αυτός στο κατώφλι του γήρατος, αναφέρεται ρητά στα «ποιήματα της Τζένα» του Σερένι. Γιατί άραγε μιλάει για «κακοσημαδιά», συμπεραίνοντας ότι το θρόισμα των κλαδιών «μήνυμα είναι, κάποιος το δέχεται»; Από το 2010, ο Έρμπα λάμπει και αυτός στον αστερισμό των σπουδαίων Ιταλών ποιητών του παρελθόντος…