Top menu

Θάνος Κονδύλης: "Το μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από έρωτα"

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Θάνος Κονδύλης γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία στην Ελλάδα και την Ιταλία και το 2006 αναγορεύτηκε διδάκτωρ Ιστορίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλά κυρίως αγγλικά, ιταλικά και γαλλικά, ενώ κέρδισε και διάφορες υποτροφίες για την πραγματοποίηση σπουδών του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνέγραψε επιστημονικές μελέτες, έλαβε μέρος σε επιστημονικά συνέδρια, ενώ τιμήθηκε δυο φορές (1996, 2002) από τη Βουλή των Ελλήνων για το ιστορικό μου έργο σχετικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το οποίο και εκδόθηκε πρόσφατα. Στο παρελθόν διετέλεσε συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και του Υπουργείου Πολιτισμού. Τον τελευταίο καιρό μοιράζει το χρόνο μου ανάμεσα στο Λονδίνο και στην Αθήνα, ενώ πλέον ασχολείται κυρίως με τη δημιουργική γραφή και τη συγγραφή ιστορικών έργων. Από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν σχεδόν όλα τα μυθιστορήματά μου. Ειδικά το "Έγκλημα στην αρχαία Ολυμπία" κυκλοφορεί και στην Ιταλία με μεγάλη επιτυχία. Η συνέντευξη δόθηκε με την αφορμή της έκδοσης του μυθιστορήματος « Η δούκισσα της Πλακεντίας» από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Ξεκίνησα με την κλασική παιδική λογοτεχνία και τα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Επίσης στη βιβλιοθήκη μου υπήρχαν αναγνώσματα που αφορούσαν την αρχαία ελληνική ιστορία, όπως τους μύθους του Αισώπου, οι ιστορίες για τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα και την Τροία.

Ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν;
Από τα νεανικά μου χρόνια να ξεκινήσω να διαβάζω λογοτεχνία ενηλίκων μου άρεσαν πάρα πολύ οι συγγραφείς της γενιάς του 30, αλλά και άλλοι μεμονωμένοι συγγραφείς όπως ο μεγάλος Νίκος Καζαντζάκης. Άλλοι συγγραφείς που με επηρέασαν ήταν ο Μ. Καραγάτσης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης και ο Γιάννης Μαρής.

Από πότε αρχίζει το ταξίδι σας στην συγγραφή;
Ουσιαστικά αυτό το ταξίδι ξεκίνησε την εποχή που σπούδαζα στο πανεπιστήμιο ιστορία και Αρχαιολογία. Από τότε είναι τα πρώτα μου λογοτεχνικά έργα, στην ηλικία των 25 ετών. Αλλά βέβαια τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει για μένα ταξίδι και σκοπός της ζωής μου. Επαγγελματικά όμως ξεκίνησα να γράφω δέκα χρόνια αργότερα, όταν τελείωνα το διδακτορικό μου στο πανεπιστήμιο. Από τότε δεν έχω ασχοληθεί με κάτι άλλο βιοποριστικό στη ζωή μου, μιας και πιστεύω ότι η συγγραφή είναι για μένα το υπέρτατο αγαθό.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος «Η δούκισσα της Πλακεντίας»;
Βρισκόμουν μία μέρα στο Βυζαντινό μουσείο της Αθήνας το οποίο ήταν και το χειμερινό ανάκτορο της Δούκισσας. Έκανα μία έρευνα στη βιβλιοθήκη και τότε έπεσα πάνω σε κάποιο έγγραφο που αφορούσε τη Δούκισσα της Πλακεντίας. Οφείλω να ομολογήσω ότι την γνώριζα από τα πανεπιστημιακά μου χρόνια αλλά ποτέ δεν είχα ασχοληθεί σοβαρά με τη ζωή της. Εκείνη την ημέρα στο σπίτι της το ενδιαφέρον κορυφώθηκε και έτσι άρχισα να ψάχνω την προσωπικότητά της. Πέρα από όσο βρήκα στη βιβλιοθήκη μέσα στο μουσείο κατεύθυνση αρχαία αλλά και σε άλλα Βιβλία τα οποία είναι δυσεύρετα για τον απλό αναγνώστη. Έτσι σιγά-σιγά άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μου ιστορία της Δούκισσας Πλακεντίας την οποία αποφάσισα να την γράψω και να την παρουσιάσω με μυθιστορηματικό τρόπο σε ένα βιβλίο.

Πόσο καιρο κάνατε για να συλλέξετε τις πηγές και να γράψετε το βιβλίο;
Η επίπονη διαδικασία για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με την Δούκισσα της Πλακεντίας κράτησε κάτι παραπάνω από έξι μήνες καθημερινής σχεδόν εργασίας. Αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν να μάθω για την περιουσία και τα σπίτια της, πράγματα για τα οποία έχουν γραφτεί πάρα πολλά βιβλία. Κυρίως ήθελα να ανιχνεύσω την προσωπικότητά της μέσα από τα έγγραφα που έχει αφήσει ίδια, αλλά περισσότερο από τις γνώμες του κόσμου με τον οποίο η ίδια σχετιζόταν, αλλά και από τις αναφορές στον καθημερινό Τύπο της εποχής.

Για την δούκισσα της Πλακεντίας έχουν λεχθεί πολλά. Ποια ήταν η προσωπικότητά της;
Από την έρευνα κατάλαβα ότι ήταν μία ιδιαίτερη προσωπικότητα της εποχής. Μιλώντας απλά μπορούμε να πούμε ότι ήταν μία περίεργη και ίσως ιδιότροπη γυναίκα, όπως είναι άλλωστε μέχρι σήμερα – λίγο ή πολύ - όλοι αυτοί οι άνθρωποι που φέρνουν τίτλους ευγένειας. Από την άλλη μπορούμε να πούμε ότι ήτανε γενικά μία γυναίκα που αγαπούσε τους ανθρώπους. Ειδικά δε τους Έλληνες τους αγαπούσε παθολογικά και λέγεται ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της βραδινής προσευχής της παρακαλούσε το Θεό για αυτούς.

Αληθεύει ότι αγάπησε πολύ την Ελλάδα και βοήθησε τους Έλληνες;
Αληθεύει. Πέρα από το όσα ανέφεραν καθημερινά οι εφημερίδες της εποχής για τις ενέργειές της, πέρα από τα όσα οι ίδιοι οι αγωνιστές της Επανάστασης αναφέρουν για αυτήν σχετικά με όσα έχει προσφέρει στην Ελλάδα στη διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά από αυτήν, είναι ένα πλήθος από ευεργετήματα που άφησε στη χώρα μας άμεσα ή έμμεσα (στους κληρονόμους της και μετά αυτοί τα άφησαν στο κράτος). Πολλά από αυτά τα βλέπουμε ακόμα και σήμερα. Πιο απτό παράδειγμα είναι το σημερινό βυζαντινό μουσείο στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στο κέντρο της Αθήνας το οποίο ήταν το χειμερινό της ανάκτορο.

Ποιες ήταν οι σχέσεις της με τον «κυβερνήτη» Ιωάννη Καποδίστρια;
Οι σχέσεις αυτών των δύο ανθρώπων ήταν περίεργες και πολυκύμαντες. Ξεκίνησαν από πολύ φιλικές, έγιναν εγκάρδιες, μετά ερωτικές και έτσι οι δυο τους αγαπήθηκαν παράφορα. Αλλά μετά, όταν συναντήθηκαν στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, πέρασα στο στάδιο της διαφωνίας, μετά άρχισαν οι έριδες και έτσι κατέληξαν στο πλήρες μίσος που είχε ο ένας για τον άλλον. Ήταν δύο προσωπικότητες της εποχής που άφησαν το στίγμα τους στην Ελλάδα ο κάθε μία με το δικό της τρόπο.

Στο μυθιστόρημα η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Δανάη Θόρτον επισκέπτεται την χώρα μας με στόχο να πάρει μια συνέντευξη από την δούκισσα. Από πού ξεκινά η πραγματικότητα του γεγονότος και που αρχίζει η φαντασία;
Η Δανάη Θόρτον είναι το σημαντικό όχημα πάνω στο οποίο εδράζεται αλλά και μεταφέρεται όλο το μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια, είναι ο άνθρωπος κλειδί της υπόθεσης. Έρχεται από την Αμερική στην Ελλάδα του Όθωνα και της Αμαλίας και ψάχνει τη Δούκισσα για να της πάρει μια συνέντευξη. Δεν μπορεί να τη βρει αλλά μαθαίνει (και εμείς μέσω αυτής) διάφορα για αυτήν την περίεργη προσωπικότητα .

Μου άρεσαν οι περιγραφές που κάνετε για την παλιά Αθήνα. Πώς ήταν τότε η ζωή στην πρωτεύουσα Αθήνα;
Σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Εκείνη η πόλη δεν ξεπερνούσε τις 30 ή 40 χιλιάδες κατοίκους. Περιοριζόταν στα όρια του σημερινού κέντρου της Αθήνας στην καλύτερη περίπτωση. Η πλατεία Ομονοίας και οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός ήταν τα όρια της πρωτεύουσας. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, δεν υπήρχε φωταγώγηση της πόλης και στην καλύτερη περίπτωση οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι. Γίνεται κατανοητό ότι η ζωή στην Αθήνα ήταν δύσκολη σε σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα. Ήταν μία πόλη που τότε είχε αρχίσει να χτίζεται από την αρχή και τα πρώτα της κτήρια είναι ακόμα και σήμερα ορατά, αν τα προσέξει κάνεις στο κέντρο της Αθήνας.

Μιλάτε για τους λήσταρχους και γράφετε με ρομαντισμό για τον ληστή Μπίμπιση. Αυτή η εικόνα δεν είναι αντιφατική για τη γνώμη που έχουμε για τους ληστές;
Αν τους συγκρίνουμε με τους ληστές και τους λήσταρχος της σημερινής εποχής έχετε απόλυτα δίκιο. Εκείνη την εποχή, όμως, το να είσαι «ληστής» ήταν κάτι παραπάνω από το να ληστεύεις ανθρώπους και να τους δολοφονείς. Οι ληστές σε πολλές περιπτώσεις ήταν και οι ήρωες της καθημερινότητας, ο καθένας με τον τρόπο του. Βέβαια πολλοί ληστές με τις πράξεις τους ταλαιπωρούσαν τον κόσμο, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που λίγο ή πολύ έμοιαζαν με κάποιον σύγχρονο Ρομπέν των δασών, δηλαδή βοηθούσαν τους φτωχούς κλέβοντας τους πλούσιους.

Παράλληλα σε όλο το μυθιστόρημα υπάρχει μια απέραντη αγάπη. Μπορείτε να το αιτιολογήσετε αυτό το γεγονός;
Το μυθιστόρημα είναι πλημμυρισμένο από έρωτα, γιατί κάπως έτσι ήταν και ο κόσμος της εποχής εκείνης. Παρά το γεγονός ότι ελάχιστα γνωρίζουμε για την εποχή του 19ου αιώνα στην Αθήνα, δηλαδή λίγο μετά την επανάσταση, αν κάποιος σήμερα εντρυφήσει στις εφημερίδες της εποχής, θα μείνει άναυδος από τους έρωτες που καθημερινά περνούσαν στις σελίδες του Τύπου.

Σήμερα οι αναγνώστες διαβάζουν ιστορικα΄μυθιστορήματα. Για ποιο λόγο αυτού του είδους βιβλία τους γοητεύουν;
Μέσα από τα ιστορικά μυθιστορήματα ο αναγνώστης δεν διαβάζει απλά μία μυθιστορηματικού τύπου εξιστόρηση, αλλά ταυτόχρονα μαθαίνει για τους πρωταγωνιστές της πραγματικής ιστορίας πάνω στην οποία είναι βασισμένος ο μύθος. Εξάλλου αυτός είναι τοποθετημένος συνήθως σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έτσι ο αναγνώστης θα μάθει διάφορα και για αυτή τη χρονική περίοδο. Με άλλα λόγια σε αυτού του είδους τα μυθιστορήματα υπάρχουν πληροφορίες που με κανέναν άλλο τρόπο ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να μάθει ο αναγνώστης.

Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Να διαβάζουν όσο περισσότερο μπορούν βιβλία. Η ανάγνωση είναι μία ενέργεια που λυτρώνει τον άνθρωπο από τη μοναξιά του και το μεταφέρει σε άλλους κόσμους ονειρικούς Αλλά μερικές φορές σε κάνει να βλέπεις και τον σύγχρονο κόσμο με ένα διαφορετικό μάτι. Η λογοτεχνία ανοίγει το μυαλό του ανθρώπου σε καινούργιους δρόμους που δεν μπορεί να κατανοήσει άμεσα αλλά συν τω χρόνω και με πολλή σκέψη.
ούσε να φανταστεί.