Top menu

Κριτική για την "Κλάρα Σούμαν" της Μαρίας Γιαγιάννου

Γράφει ο Θανάσης Βαβλίδας

Μία πρωτότυπη, για τα ελληνικά δεδομένα, ερωτική και μουσική ιστορία επέλεξε να συγγράψει η Μαρία Γιαγιάννου. Η Γιαγιάννου ξεκίνησε το 2006 αλλά θητεύει εντατικά στον συγγραφικό χώρο από το 2010 με νουβέλες, διηγήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Το θεατρικό της κείμενο "Κλάρα Σούμαν - τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας" είναι δύο παράλληλοι μονόλογοι, βασισμένοι στη ζωή της Κλάρας Σούμαν (1819 - 1896) και του συζύγου της Ρόμπερτ Σούμαν (1810 - 1856), δύο προσωπικότητες που σφράγισαν την κλασική μουσική, με τις συνθέσεις και τις ερμηνείες τους.

Στο κείμενο ανιχνεύουμε διάσπαρτα λόγια του Χάινριχ φον Κλάιστ (ειδικά το δοκίμιό του "για το θέατρο της μαριονέττας" που διασυνδέεται με τον υπότιτλο του έργου), του Ε.Τ.Α. Χόφμαν και του Άντελμπερτ φον Τσαμίσο που είναι διαποτισμένα από το ρομαντικό πνεύμα, καθώς ο Σούμαν υπήρξε, ίσως, ο συνεπέστερος εκφραστής του στη μουσική του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Σ' έναν αιώνα που η θέση της γυναίκας στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή ήταν ακόμη δυσχερής και υποτιμημένη, η Κλάρα Βικ - Σούμαν υπήρξε μία φωτεινή εξαίρεση που ως "παιδί - θαύμα εξελίχθηκε σε αστέρι της πιανιστικής τέχνης". Αλλά η γνωριμία της με τον συνθέτη Ρ. Σούμαν επέδρασε καθοριστικά στη ζωή της, αναγκάζοντάς την ν' αναδιπλώσει τη συνθετική της ορμή, να μεγαλώσει τα οκτώ παιδιά (όσα και οι νότες της οκτάβας!) που έκανε μαζί του και ν' αναδείξει σε μεγάλο βαθμό την ερμηνεία έργων του συζύγου της.

Τα νήματα της καλλιέργειας και της δημιουργίας που την έφεραν στο προσκήνιο έμοιαζαν ν' αποκτούν με το χρόνο το όνομα του ιδιοφυούς Ρ. Σούμαν, που η ταραγμένη ψυχική του υγεία ταλαντευόταν ανάμεσα στον Ευσέβιο και στον Φλορεστάν (ψευδώνυμα των κριτικών του άρθρων), ανάμεσα στο συνθετικό του οίστρο και τη δυσκολία του στο πιάνο λόγω παράλυσης στο ένα χέρι, ανάμεσα στη λατρεία και στη ζήλεια για τη γυναίκα του.

Η σύλληψη και σκηνοθεσία του Μιλτιάδη Φιορέντζη (βοηθός σκηνοθέτη: Αριάννα Χατζηγαλανού) έστησε στο βάθος της σκηνής αντικριστά, αλλά χωρίς οπτική επαφή, τους δύο ήρωες στην εναλλαγή των μονολόγων τους, σαν δύο αυτόνομες προσωπικότητες που συνομιλούν αλλά συνευρίσκονται σε άλλες, ανώτερες σφαίρες. Στο επίκεντρο της σκηνής τέθηκε η μουσική η ίδια: ένα πιάνο κι ένας τραγουδιστής. Ο τραγουδιστής, μάλιστα, δεν έπαυσε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης να κομίζει μεγάλα γυάλινα μπιμπελό, η σημειολογία των οποίων δεν ήταν συχνά εμφανής. Στη διαμόρφωση της πρόβας συνέβαλε η Μαρία Όλγα Αθηναίου. Ο Φιορέντζης και η Αθηναίου επωμίστηκαν τους ρόλους του Ρόμπερτ και της Κλάρας Σούμαν αντίστοιχα. Οι ερμηνείες τους ανέδυαν τον ψυχολογική ανέλιξη των ηρώων χωρίς να υποκύπτουν στις υπερβολές του ρομαντικού πάθους αλλά και χωρίς να τους μετουσιώνουν σε σκηνικά πρόσωπα με δράση.

Έτσι, η μουσική ανέλαβε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο με την Βικτωρία Κιαζίμη να ερμηνεύει στο πιάνο έργα κυρίως του Ρ. Σούμαν και τον βαρύτονο Νικόλα Καραγκιαούρη να ερμηνεύει τραγούδια του συνθέτη με υφολογική πιστότητα στο ρομαντικό πνεύμα της εποχής κι από τους δύο (ηχητικός σχεδιασμός: Νίκος Παλαμάρης). Η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα υπηρέτησαν αγαστά τη σκηνοθετική σύλληψη σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα. Συνολικά, πρόκειται για μια παράσταση, που παρά τη μάλλον φορτισμένη έναρξη για τον ανυποψίαστο θεατή, εξελίσσεται σε ένα εκτενές σχόλιο για την τέχνη, τη γυναίκα και τον ανθρώπινο ψυχισμό.