Top menu

"Ο Θάνατος του Αστρίτη και άλλες ιστορίες" -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Μαγδαληνή Θωμά

Το βιβλίο του Δημήτρη Κανελλόπουλου Ο Θάνατος του Αστρίτη και άλλες ιστορίες ξαφνιάζει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας λέξη του: «Μπονόρα σηκώθηκε». Λέξη που μεταφέρει την αύρα ενός ιδιώματος. Θα ακολουθήσουνε κι άλλες τέτοιες στην πορεία. Λέξεις που μεταφέρουν το υλικό και τη θερμότητα μιας τοπικής διαλέκτου, που φτιάχνουν μια ποιότητα γλωσσική, μια τεχνοτροπία, αφήνοντας τη δαχτυλιά τους σε ό,τι ειπώνεται με τον τρόπο που ειπώνεται και που κατανοείται. Συρμός των λέξεων - Ειρμός των σκέψεων. Βίοι ανθρώπων και ίχνη ζωής μιας κοινωνίας περασμένης, μιας Ελλάδας καθημαγμένης που η αφήγηση ηθογραφεί με τρυφερότητα και συντριβή. Τι άλλο μένει από αυτή την προίκα της γλώσσας;

Δέκα ιστορίες στον άγριο φόντο της υπαίθρου, εκεί όπου οι ήρωες παλεύουν με το στοιχειώδες και το οριακό: τη ζωή και τον θάνατο. Μια λεπτομέρεια, συνήθως, ξετυλίγει το κουβάρι της αφήγησης. Είναι μια εγκοπή, μια στιγμή ξεχωριστή, που πυκνώνει μέσα στο παρόν της περιγραφής ένα παρελθόν αθησαύριστο. Διότι αυτό ιχνηλατεί, ανάμεσα στ' άλλα, η αφήγηση: το στοιχείο της Ιστορίας. Ή για να το πούμε καλύτερα, τα χαρακτηριστικά ενός παλιού χρόνου, το υποδόριο βίωμα μιας κοινωνίας αλλοτινής, που είναι ωστόσο χαραγμένη στο πετσί μας. Στις ιστορίες αυτές, η συμφορά ανακατεύεται με την ελαφράδα, η επιφάνεια αναμετριέται με το βάθος. Τα μέσα είναι λίγα, τα υλικά της ζωής στοιχειώδη. Μέσα σ' αυτή την πλησμονή της ανέχειας δοκιμάζεται ο άνθρωπος σε όλη την κλίμακα της γνώσης και της απόγνωσής του.

Χώρος ρεαλιστικός, ονομαστικός και ονοματισμένος, αλλά με το άρωμα μιας γραφής ποιητικής. Χρόνος παρελθοντικός που διατρέχει την ιστορία, από τον παλιό αιώνα, ίσαμε τις ύστερες δεκαετίες, αλλά με το βίωμα σε πρωτοκαθεδρία. Χρόνος συμβεβλημένος με τα περιστατικά της ζωής. Καιρός νεφελώδης, χειμώνας ανίατος, κακός καιρός, τυραννισμένος. Χιόνι, παγωνιά, ποτάμι που φουσκώνει. Έργα και ημέρες ανθρώπων και πραγμάτων που μετρούν την αντοχή τους στη βαρυχειμωνιά. Και μέσα στον χαλασμό, η γαλήνη του αισθήματος, όπως μέσα στον φόνο, η αγάπη. Συγχρωτισμένα όλα και συναδερφωμένα: η ματιά του αφηγητή περνά από πάνω τους πινελιά ανεξίτηλη.

Μοτίβα της παλιάς ζωής συναλλάσσονται. Επαγγέλματα, σχέσεις του συμφέροντος και άδολες αγάπες. Αιμομιξίες και απείθειες. Πολυγαμία και πολυτεκνία, αναλόγως των συνθηκών. Παιδική θνησιμότητα, ανέχεια, μετανάστευση στην Αμερική, την Αυστραλία, τη Γερμανία. Η ανάγνωση της κοινωνίας μέσα από τα ήθη της: οι κώδικες που παραβιάζονται είναι συνήθως αυτοί που επιβάλλονται πιο πολύ. Κι έπειτα, τι μένει; Ο άνθρωπος εκεί που αφήνει το χνάρι του μέσα, αλλά και πέρα από τις συνθήκες: μια χειρονομία προσωπική, η άκρη ενός αισθήματος, το ακραίο βίωμα των πραγμάτων. Ήρωες ακραίοι, όσο και καθημερινοί, χαρακτήρες ιδιαίτεροι, όσο και αναμενόμενοι, σπαρακτικοί στη μέθη επάνω της ζωής, όσο και κατασπαραγμένοι. Το τιποτένιο γίνεται μοναδικό, η αντοχή και το πείσμα της ζωής, η αγάπη ενός αλόγου, το κακό συνέριο ενός γείτονα, το δίκαιο μιας εμπορικής συναλλαγής και το άδικο που την ξεπερνάει, το παράλογο μίσος, το έλλογο συμφέρον, το τυχαίο, αλλά και σκόπιμο φονικό, η απελπισία μπροστά στην απώλεια, η αυτοχειρία, η αυτοθυσία για τον εχθρό, η ευτυχής κατάληξη ενός αισθήματος και η ειρωνεία του: όλα περιπλέκονται μαεστρικά, γαργαλώντας την όρεξη του αναγνώστη.

Όταν ανατρέπονται τα αναμενόμενα στο διήγημα «Η δωρεά»1 όπου χάρη στην αυτοθυσία ξεπερνιέται το μίσος στις σχέσεις δυο γειτόνων η πλοκή αποκτά εύρημα, το ίδιο συμβαίνει κι όταν αξιοποιείται αφηγηματικά το ξύλινο χώρισμα ενός παλιού σπιτιού που αποκαλείται «μισάντρα»2 και που γίνεται μέσο αποκάλυψης μιας ομολογίας για κάποιο φονικό, οδηγώντας την ηρωίδα στην αυτοχειρία. Αυτός ο τρόπος αποκάλυψης ενός μυστικού, μου έφερε στο μυαλό ένα αντίστοιχο μοτίβο που συναντάμε στον Francois Mauriac3, για παράδειγμα. Σε κάποιες ιστορίες του, τα μυστικά διαρρέουν χάρη στην ηχητική του σπιτιού, ένα σκαλί ή ένα παράθυρο επιτρέπουν στους ήρωες να κρυφακούσουν τα οικογενειακά ακατανόμαστα. Είναι η αρχιτεκτονική της αφήγησης που επιτρέπει τέτοιου είδους ευρήματα στον χειρισμό της πλοκής. Ευρήματα που συνδέουν το αντικείμενο με τη χρήση του, εξερευνώντας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, το σπίτι, τόσο ως οικοδόμημα, όσο και ως πλαίσιο ανθρώπινων σχέσεων, καθορίζοντας δυναμικά την πλοκή.

Σπίτι-καταφύγιο αισθημάτων, ορμητήριο δράσης και ζωής, αλλά και τόπος συφοριασμένος θανάτου. Εκτός από την αποσπασματική αναφορά του κι ένα ολόκληρο διήγημα, εδώ, είναι αφιερωμένο στην ιστορία ενός σπιτιού, που μεγαλώνει με τους ανθρώπους του και γίνεται σκηνικό φονικού4. Το σπίτι κρατάει αφύλαχτα τα φαντάσματά του -μέσα στο φαντασιακό, τουλάχιστον. Αλλά, όσο φορτωμένο κι αν είναι ένα σπίτι από τα ίχνη της ζωής ή του θανάτου, η περιγραφή του δεν φλυαρεί. Αποδίδεται πάντα με τρόπο αφηγηματικά λειτουργικό, τόσο, όσο. Όσο χρειάζεται, δηλαδή, για να φτιάξει μια ιστορία, να μεταδώσει μια πληροφορία επαρκή. Τίποτα παραπανίσιο δεν χαλάει την εντύπωση της επεξεργασμένης λιτότητας που δυναμιτίζει τη γραφή και την ομορφαίνει. Είναι ζήτημα αισθητικής: η οικονομία του λόγου πατάει στην ευθυβολία του. Και η βολή της γλώσσας πετυχαίνει τον σκοπό της. Η λέξη βρίσκει τον στόχο της -ξέρει άλλωστε καλό σημάδι. Από την πρώτη κιόλας λέξη του τίτλου: Αστρίτης. Από την πρώτη φράση, όπως είπαμε, της αρχής. Αν η λογοτεχνία είναι γλώσσα, στο βιβλίο αυτό, η γλώσσα βρίσκει το γλωσσάρι της.

Ένας κατάλογος, μια λίστα ιδιωματικών λέξεων σκορπισμένων στα μονοπάτια της αφήγησης και συγκεντρωμένων στο τέλος του βιβλίου κωδικοποιούν για να αποκωδικοποιήσουν το ντόπιο ιδίωμα μιας περιοχής. Γίνονται μέρος της αφήγησης, διαπραγματεύονται τη ροή του λόγου. Αντηχούν την ηχητική του: φθόγγοι, συλλαβές και λέξεις. Συνηχήσεις ενός βιώματος που διακλαδώνεται μέσα στη γλωσσική μνήμη. Κι άλλες λίστες πραγμάτων.

Η συγκέντρωση των ειδών δεν είναι παρά συνάθροιση ονομάτων. Συνοίκηση όρων και χαρακτηρισμών. Τι περισσότερο στην αφήγηση από τη λίστα των ονομάτων, θα πει ο αφηγηματολόγος της περιγραφής Philippe Hamon5. Αρέσει στους λογοτέχνες μια τέτοια απαρίθμηση πραγμάτων και ειδών: είναι το σημείο, όπου η τέχνη κλείνει το μάτι της στην επιστήμη.

Και αν τα πράγματα μπαίνουν στη σειρά, μέσα στις ιστορίες, τα ονόματα των ανθρώπων με το μικρό τους και το επώνυμο ανακαλούν την ίδια την Ιστορία και γίνονται κομμάτι της. Τα ονόματα δίνουν μια αίσθηση – ψευδαίσθηση ρεαλισμού, ερεθίζουν μια εντύπωση πραγματικότητας. Αυτά όλα έγιναν έτσι, δεν ξεγίνονται, σα να μας λέει ο αφηγητής. Είναι αποδεδειγμένα και υπογραμμένα με το μικρό τους και το επώνυμο.

Ο «Τάσης Βασκαντήρας», «Ο Μιχάλης ο Τραγότσαλος», «Ο Αγαμέμνων Απαλοχέρης», «Ο Ντίνος ο Γαζέτας», «Ο Χρήστος ο Σερεπέτσης», «ο Βασίλης ο Μπακατσέλος», «ο Αναγνώστης Περβόλης» και πάει λέγοντας, μια εποποιία ονομάτων που συνδέονται με τοπωνύμια μέσα από σχέσεις αμοιβαίας συνδιαλλαγής. Είναι η γη που κρατάει τους ανθρώπους της, η ίδια γη που τους εξορίζει. Η γη που τους θάβει και τους ανασταίνει, που γίνεται το μνήμα και η μνήμη τους. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αποδώσεις τη μνήμη παρά μόνο μέσα από μια τέτοια ονοματοδοσία. Όταν το όνομα-ουσιαστικό της γραφής αποκαλύπτει μια ουσία.

 

Παραπομπές

[1]Σελ. 63

[2]Σελ.60

[3]Βλ. ενδεικτικά: Francois Mauriac, Le noeud de Vipères, Les chefs d' œuvres de François Mauriac, Tome IV, ed. Cercle du bibliophile 1970, σ. 208.

[4]«Ἕνα σπίτι, μιά ἱστορία» σ.103.

[5]Philippe Hamon, « La mise en liste. Préambule », Liste et effet liste en littérature, Garnier 2013, σ. 21-29.