Top menu

"Στην πέτρα χαραγμένα" της Βάσως Καλαντίδου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Η πρώτη πεζογραφική απόπειρα της Βάσως Καλαντίδου, που κυκλοφορεί υπό τον αινιγματικό τίτλο Στην πέτρα χαραγμένα, συνιστά μία αφηγηματική πρόταση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο σε επίπεδο αφηγηματικού περιεχομένου, όσο και σε επίπεδο αφηγηματικής δομής. Πιο συγκεκριμένα, η συγγραφέας εντάσσει το βιβλίο της στο λογοτεχνικό είδος της νουβέλας, ο χαρακτηρισμός αυτός όμως μπορεί να τεθεί, εν μέρει, υπό αμφισβήτηση ή, καλύτερα, υπό συζήτηση, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι η έκταση του βιβλίου είναι τόση, ώστε αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρισθεί μυθιστόρημα και, δεύτερον, διότι ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο δεν θυμίζει απλώς, αλλά μοιάζει να αντιγράφει τον τρόπο που υιοθετούν οι διηγηματογράφοι στις συλλογές τους. Η Καλαντίδου, εν προκειμένω, τεχνουργεί και παρουσιάζει ένα σύνολο μικροϊστοριών, διακριτών μεταξύ τους, τις οποίες συνέχει ένα κεντρικό θεματικό νήμα που τις εντάσσει σε μία ευρύτερη στόχευση.

Κεντρικός πρωταγωνιστής στην νουβέλα είναι ο Αγγελής Γρίβας, ένα παιδί στο όριο της ενηλικίωσης, που διατηρεί μία σχεδόν εμμονική σχέση με τους χώρους των νεκροταφείων και τους νεκρούς τους. Ο ήρωας αρέσκεται στο να πραγματοποιεί συχνές και μακράς διαρκείας επισκέψεις στους χώρους αυτούς, προκειμένου να συνθέσει μία σειρά μικροϊστοριών για τους νεκρούς που «συναντά» στα κατά τόπους μνήματα. Η εμμονή του αυτή και το ταλέντο του στη συγγραφή σε συνδυασμό με τη συνδρομή, το κουράγιο και την ενθάρρυνση που του προσέφεραν ορισμένοι άνθρωποι – δάσκαλοι και καθηγητές του κατά βάση – τον οδηγούν στη σύνθεση πλήθους τέτοιων ιστοριών που, όπως και ο ίδιος παραδέχεται, ήταν ένας τρόπος αντίστασης στη λήθη που τυλίγει με το μαύρο της πέπλο τους ανθρώπους μετά τον θάνατό τους.

Δίπλα στον Αγγελή, στέκει ως κεντρική μορφή η μητέρα του, η κυρά Σούλα που τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία στον μοναχογιό της και, παρόλο που είναι μια γυναίκα αγράμματη, πείθεται τελικά και, όχι μόνο αποδέχεται την επιλογή του γιού της να στραφεί και να υπηρετήσει την τέχνη του λόγου, αλλά μετατρέπεται στην πιο φανατική θαυμάστρια, αναγνώστρια και υποστηρίκτριά του. Το τέλος μάλιστα της ιστορίας το βάζει η ίδια η μητέρα που αποκαλύπτει στον Αγγελή το οικογενειακό μυστικό που χρόνια ολόκληρα τη στοιχειώνει και που έχει σχέση με τον νεκρό από χρόνια σύζυγο και πατέρα.

Η ιστορία αυτή καθεαυτή είναι μάλλον ευθύγραμμη και η κορύφωση πραγματοποιείται προς το τέλος, οπότε επέρχεται και η λύση, η κάθαρση και η αποφόρτιση και των ηρώων και του αναγνώστη. Η δύναμη του βιβλίου, ωστόσο, εντοπίζεται περισσότερο στις μικροϊστορίες των νεκρών που συνθέτει ο πρωταγωνιστής και οι οποίες (υποτίθεται ότι) βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα τα οποία εμπλουτίζονται, συμπληρώνονται ή παραλλάσσουν με τη συνδρομή της φαντασίας του συγγραφέα. Οι ιστορίες αυτές, που προσομοιάζουν σε μικρά διηγήματα, καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος χρόνου, πολλές φορές ολόκληρη τη ζωή των ανθρώπων για τους οποίους γράφονται. Παράλληλα, ανασυστήνουν και αποδίδουν μία παλαιότερη εποχή, με τα ήθη και τα έθιμά της, με τον επαρχιακό τρόπο ζωής, με τα πάθη των ανθρώπων, τα αδιέξοδα και την μοίρα τους όπως αυτή ενεγράφη στην συγγραφική μνήμη και διεσώθη στις σελίδες του αφηγήματος αυτού. Οι ήρωες των ιστοριών αυτών είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, οικείοι, ταυτόχρονα όμως διαφορετικοί μεταξύ τους στο μέτρο που κατάγονται από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως όμως στο μέτρο που οι συγκυρίες και οι συνθήκες της ζωής και του θανάτου τους υπήρξαν μοναδικές και ιδιαίτερες.

Η προέλευση των προσώπων από χώρους και κοινωνίες πραγματικές, αλλά και ο ρεαλισμός με τον οποίο πλάθονται και τον οποίο αποπνέουν οι ιστορίες τους αντικατοπτρίζεται στη γλώσσα της νουβέλας, μία γλώσσα απλή, ρέουσα, κατανοητή. Παράλληλα όμως μια γλώσσα ρυθμική που, πολλές φορές, ανακαλεί, ίσως ασυναίσθητα τον ρυθμό των δημοτικών τραγουδιών που πλάστηκαν για τον θάνατο. Πρόκειται για τα γνωστά μοιρολόγια που ακούγονταν και εξακολουθούν να ακούγονται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Η ροή λοιπόν του λόγου της Καλαντίδου δίνει συχνά την εντύπωση ενός, εν εξελίξει, αφηγηματικού τραγουδιού, δεδομένου μάλιστα ότι και το θέμα της ιστορίας είναι ο θάνατος ενός ανθρώπου και η πορεία προς αυτόν.

Παρά το γεγονός όμως ότι ο θάνατος και η παρουσία των νεκρών είναι έντονη μέσα στο βιβλίο που πλάθεται γύρω από αυτούς, η αίσθηση που αφήνει η ανάγνωσή του δεν έχει τόσο σχέση με το θάνατο, όσο με το χρόνο και το καταλυτικό του πέρασμα πάνω από τις ζωές των ανθρώπων. Έτσι, ο θάνατος περνά σε δεύτερο πλάνο, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι νικιέται, αφού ο πρωταγωνιστής και, δια στόματος αυτού, η συγγραφέας, με όπλο τη λογοτεχνία, πολεμάει και πατάσσει το θάνατο και τη λήθη που αυτός αναπόφευκτα επιφέρει. Το βιβλίο λοιπόν αυτό, πέραν των άλλων, συνιστά και μία αποτίμηση του μεγέθους και της αξίας της λογοτεχνίας ως τρόπου και μέσου για να απαλυνθεί και, γιατί, όχι να καταργηθεί και να καταλυθεί ο ίδιος ο θάνατος.