Top menu

K. Μαργαρίτης: "Αντιστεκόμαστε στην κρίση γελώντας ψιθυριστά"

Συνέντευξη
στον Nέστορα Πουλάκο
Σημαίες, τυμπανοκρουσίες, μεγάφωνα. Κρίση, αδικία, αγανάκτηση. Η πλατεία γίνεται αρένα. Στο βάθος, τα θηρία ξυπνούν και βρυχώνται. Αυτόν το Μάη η Αθήνα νοσταλγεί τους Δεκέμβρηδες και η άνοιξη δε λέει να ανοίξει.

Ο Πέτρος αναζητά τη Σοφία μέσα σε πρόσωπα νεκρών γυναικών, σε μια ιστορία αγάπης, σε μάτια γάτων, ασημένια πτηνά, παλιά σπιρτόκουτα. Η Σοφία τον ονειρεύεται αλλά τη βαραίνουν οι ενοχές, η έρημη πόλη, το μακελειό που πάει να την πείσει ότι δεν είναι τώρα καιρός για έρωτες. Γύρω τους μια δέσμη άνθρωποι, φίλοι κι εχθροί, εναγωνίως κυνηγούν τη χίμαιρά τους, ίδια για όλους κι ανόμοια, ψάχνοντας μέσα της το χρόνο που χάθηκε ή τον εαυτό που χάθηκε – και που ίσως να ’ναι το ίδιο πράγμα.
Το μυθιστόρημα Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησε με είναι μια ιστορία για την αγωνία μιας γενιάς να μείνει ζωντανή μες στη μιζέρια, μια ιστορία για τον επικίνδυνο ρεαλισμό της ζωής ενάντια στον ασφαλή ρομαντισμό του θανάτου ή για την αλήτικη αυθάδεια της γάτας ενάντια στον νικηφόρο βρυχηθμό του λιονταριού. Ο Κυριάκος Μαργαρίτης μιλάει στο περιοδικό Vakxikon.gr για το τελευταίο μυθιστόρημά του που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.

Τι είναι αυτό που σε ενέπνευσε ώστε να γράψεις το μυθιστόρημα Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με;

Δεν νομίζω ότι μπορώ να αποδώσω σε συγκεκριμένα περιστατικά ή ιδέες αυτό που προκρίνει κάθε φορά μια διαφορετική ιστορία. Ίσως επειδή ξεκίνησα να γράφω από πολύ μικρός, είχα την ευκαιρία να εντοπίσω τα περισσότερα θέματά μου νωρίς και ομολογώ ότι έχω ξεχάσει τι σημαίνει να ψάχνεις για υλικό ή κάτι τέτοιο – ο φόβος μου είναι ότι δεν θα προλάβω να γράψω όλα αυτά που ήδη με απασχολούν. Δεν είναι, λοιπόν, θέμα έμπνευσης αλλά χρόνου και, τρόπον τινά, προτεραιότητας του ενός έναντι του άλλου κειμένου. Έπειτα, δεν αντιμετωπίζω τα κείμενά μου ως αυτοτελή μυθιστορήματα παρά ως επεισόδια σε ένα έργο που βρίσκεται πάντα in progress. Τις πιο πολλές φορές, δεν προλαβαίνω να τελειώσω με ένα κείμενο και έχω ήδη αρχίσει να κρατώ σημειώσεις για τη μορφή και τις λεπτομέρειες του επόμενου. Σπανιότερα, δουλεύω δύο κείμενα ταυτόχρονα. Αν κάτι καθόρισε ιδιαιτέρως (και ως ένα βαθμό διαμόρφωσε) τα Λιοντάρια ήταν η αγωνία να μιλήσω για τον αδύναμη παντοδυναμία του έρωτα που μπορεί να καταργήσει το θάνατο – όλους τους καθ’ ημέρα θανάτους που επιτρέπουμε να συμβούν. Προφανώς και δεν είναι κάτι πρωτότυπο αλλά μόνο τα αρχέτυπα με ενδιαφέρουν∙ αυτά που καθιστούν όντως πρωτότυπη και αυθεντική την κάθε μας μέρα.

Στο φόντο της ιστορίας σου κυριαρχεί η κρίση της Αθήνας και των αγανακτισμένων. Μπορεί ένα τέτοιο αντιερωτικό σκηνικό να «γεννήσει» ή να «αγκαλιάσει» την πιο έντονη ερωτική ιστορία;

Ευχαριστώ που εντοπίζεις την κρίση στο φόντο και όχι στο προσκήνιο και θα μου επιτρέψεις να ξεκαθαρίσω κάτι. Τα Λιοντάρια δεν είναι ένα μυθιστόρημα που προέκυψε εξαιτίας της κρίσης. Η ύπαρξή μας είναι μια διαρκής κρίση, υπό την έννοια της αποτυχίας μας να ερωτευτούμε ολοκληρωτικά και να κατανοήσουμε, δηλαδή να γνωρίσουμε (σκέψου τη βιβλική έννοια της λέξης) ο ένας τον άλλο. Αυτή είναι η κρίση που με ενδιαφέρει, κρίση υπαρξιακή που ισχύει από καταβολής κόσμου και που τώρα επιστρέφει στην επιφάνεια, καταργεί τα άλλοθι και μας υποχρεώνει να δούμε την αλήθεια της ήττας μας. Το σκηνικό μοιάζει όντως αντί-ερωτικό αλλά και πότε ήταν ερωτικό; Μήπως όταν κυριαρχούσε η φτήνια του lifestyle και της ιλουστρασιόν κρεαταγοράς; Δεν θα μπερδέψουμε και τον έρωτα με τη μαλακία, αλίμονο. Κάποια από τα πρόσωπά μου στα Λιοντάρια αντιλαμβάνονται τη διαφορά και αποφασίζουν συνειδητά ότι ακριβώς επειδή είναι όλα τόσο αντί-ερωτικά, υπάρχει μέγιστη ανάγκη για έρωτα – «τώρα είναι καιρός για έρωτες», κάπως έτσι το διατυπώνουν. Βλέπεις, την εποχή των «αγανακτισμένων», είδα φίλους να σκληραίνουν, να στεγνώνουν, να γίνονται κατήγοροι. Εκεί που ψιθυρίζαμε ερωτικά την ομορφιά (κι αυτή είναι η μόνη αντίσταση που υπάρχει) άρχισαν όλοι να ουρλιάζουν στο ρυθμό του συστήματος. Η εικόνα της αρένας ήταν αναπόφευκτη. Απέναντι στα λιοντάρια, είχα να αντιτάξω τις γάτες. Απέναντι στον βρυχηθμό, τον ψίθυρο. Απέναντι στα μανιφέστα και τα κηρύγματα, Το Μυθιστόρημα Της Κυρίας Έρσης, τον Χατζιδάκι και τις επιστολές του Παύλου. Τα Λιοντάρια, όπως κάθε κείμενο, είναι ο τρόπος μου να πάω κόντρα στο θάνατο. Κι άμα τα βάζεις με το θάνατο, αναπόφευκτα τα βάζεις και με όσα τον υπηρετούν – εν προκειμένω, όλη αυτή την ασχήμια και το ζόφο γύρω μας. Όσο πιο αντί-ερωτικό ή ξενέρωτο το σκηνικό, τόσο πιο έντονα θα βιώνουμε τον έρωτά μας και θα αντιστεκόμαστε γελώντας ψιθυριστά.

Εν γένει, η σημερινή Αθήνα μπορεί να αποτελέσει μια μυθιστορηματική, κινηματογραφική ή καλλιτεχνική πόλη που πάλλεται από νεανικές δονήσεις έρωτα και επανάστασης; Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που έλκυσε εσένα;

Ναι, οπωσδήποτε, και όχι μόνο η σημερινή. Μου φαίνεται ότι διαχρονικά η Αθήνα αποτελεί εξαίσια δεξαμενή για ιστορίες, ταινίες, τραγούδια και, ευτυχώς, δεν είναι λίγοι αυτοί που επιχείρησαν και, στις πιο καλές στιγμές τους, κατόρθωσαν να το αποδείξουν με σπουδαία έργα. Η δική μου περίπτωση είναι κάπως ιδιόμορφη, υπό την έννοια ότι ήρθα εδώ στα 20 και κουβαλώ ήδη το ακριβό φορτίο της Κύπρου για την όποια δεν γίνεται να μην γράψω – ταυτόχρονα, ζώντας εδώ όλη την ενήλικη, ουσιαστικά, ζωή μου, είναι εξίσου αδύνατο να μην γράψω για την Αθήνα. Γι’ αυτό προσπαθώ διαρκώς να ενώνω δυο πεπρωμένα και, όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο φυσικά και αυθεντικά προκύπτει η ποθούμενη αφήγηση. Εξάλλου, το στοιχείο που κατ’ εξοχήν με ελκύει στην Αθήνα είναι ο πολύμορφος διχασμός της, η συνθήκη των ερειπίων, της συντριβής. Είναι μια σπασμένη πόλη η Αθήνα και εγώ κατάγομαι από μια σπασμένη πατρίδα – γι’ αυτό μου φαίνεται φυσικό να προσπαθώ να φτιάξω μυθιστόρημα σαν να συναρμολογώ κομμάτια από κάτι που ίσως και να υπήρξε, που πρέπει να υπήρξε. Όσο για την επανάσταση που λες, η μόνη που με αφορά είναι η οντολογική, αυτό που ο μέγιστος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ αποκαλούσε «οντολογική διαμαρτυρία ενάντια του θανάτου». Με πιο απλά λόγια, είναι η αγάπη, όχι ως συναισθηματισμός και ροζ συννεφάκια αλλά ως κατάσταση πνεύματος, άνοιξη εαυτού, ευρυχωρία και απλοχεριά της ψυχής και άπλωμα του στήθους να δεξιωθεί «άνευ όρων άνευ ορίων» τον άλλο άνθρωπο. Μια τέτοια επανάσταση είναι ήδη μανιώδης έρωτας και αποτελεί ταυτόχρονα προϋπόθεση και αποτέλεσμα μιας νιότης που φυσικά και δεν είναι βιολογικής τάξεως.

Ένα happy end κρύβει πάντοτε μια νοσταλγία, μια λύτρωση και ένα κλείσιμο του ματιού για περισσότερη αισιοδοξία και πίστη στα όνειρα μας;

Κοίταξε, η νοσταλγία μου είναι στραμμένη στο παρόν, στο εδώ και τώρα που χάνεται όσο αναπολούμε τα παλιά ή όσο σκαρώνουμε σχέδια για τα μελλούμενα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναπολώ και δεν ονειρεύομαι, αλίμονο. Μην ξεχνάς, όμως, ότι στα Λιοντάρια όλη η νοσταλγία είναι στο πέταγμα των περιστεριών που δεν λένε να αποδημήσουν – πολύ μ’ αρέσουν τα περιστέρια, κι ας μαγαρίζουν μπαλκόνια, πλατείες, ενίοτε και κρανία κ.λπ. Μ’ αρέσει η ξεροκεφαλιά τους, μ’ αρέσει η εμμονή τους με το παρόν, η μανία να μένουν εδώ. Είναι τόσο ηλίθια πτηνά ώστε πρέπει να κουβαλούν μιαν ανεξιχνίαστη σοφία. Τέλος πάντων, δεν πιστεύω ότι υπάρχει happy end, είναι οξύμωρο. Αν τα Λιοντάρια δίνουν μια τέτοια αίσθηση, είναι επειδή στην τελευταία σελίδα αρχίζει η ιστορία αγάπης των προσώπων – δεν τελειώνει, αρχίζει να τελείται. Τελετουργία δίχως τέλος. Δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος, και γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω τυφλά στην αιωνιότητα. Όχι από αισιοδοξία. Από απόγνωση. Εκεί μέσα βρίσκω την ελπίδα.

Εντέλει, η νέα γενιά - στην οποία ανήκεις - όντως διακατέχεται από μιζέρια, δυσαρέσκεια και θυμό; Κάποιο φως στο τούνελ υπάρχει;

Ξέρεις, στο δεύτερο μυθιστόρημα της Τριλογίας των Γάτων, το οποίο, χρονικά, τοποθετείται μερικά χρόνια πριν από τα Λιοντάρια, ένας από τους ήρωές μου συνοψίζει, πιστεύω, αυτό που κυρίως ταλαιπωρεί τη γενιά στην οποία ανήκουμε κι εσύ κι εγώ. Λέει, λοιπόν, ότι «είμαστε τόσο τρομαγμένοι ώστε καταντούμε τρομακτικοί». Αυτή είναι η μιζέρια και η δυστυχία μας. Και η τραγωδία και η ατυχία μας. Τίποτα συνταρακτικό ή επικό. Μια παρεξήγηση, προπατορική, ίσως. Η αποτυχία να ξε-φοβηθούμε την ίδια τη ζωή. Η αποτυχία να ξε-φοβηθούμε τον άλλο άνθρωπο και τον εαυτό μας. Πάμε να καταντήσουμε αυτιστικοί, χαμένοι σε συρμούς, μόδες, κόμματα, οργανώσεις, τάσεις, ιδεολογίες. Χίλιοι πρόχειροι ρομαντισμοί για να εξακολουθήσουμε να σνομπάρουμε (με αυτό το απάνθρωπα μπλαζέ ύφος) ό,τι μας δόθηκε, την αναθεματισμένη τη ζωή. Μιας και μιλάμε για γενιές, σκέφτομαι ότι όλες οι γενιές χαμένες είναι, με τη διαφορά ότι εμείς χανόμαστε τώρα, live, χανόμαστε σε απευθείας μετάδοση κι αυτό είναι που μετρά την πρόκληση και τη σημασία της αντίστασής μας που είναι ο έρωτας και το μέγα πάθος. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Δεν αντιστεκόμαστε από ηθική – να θυμόμαστε πάντα τον Χατζιδάκι. Αντιστεκόμαστε επειδή δεν μας αρέσει ο τσιγκούνης ο θάνατος. Φυσικά και υπάρχει φως, αλίμονο, σκέψου πόσοι άνθρωποι διαφυλάσσουν κάθε μέρα τα όμορφα, πόσοι μαρτυρούν κάθε μέρα για όλους, ας μην φαίνονται, ας είναι σκόρπιοι ή κρυμμένοι. Υπάρχουν, όμως και γι’ αυτό υπάρχει ακόμα ο κόσμος, γιατί αυτοί γίνονται «λόγοι καλοί» για τον κόσμο να εξακολουθήσει να υπάρχει.

Γράφεις κάτι καινούριο αυτή την περίοδο ή είναι ακόμη πολύ νωρίς;

Δεν κάνω διαλείμματα, καλώς ή κακώς, δεν έχω νιώσει ακόμα την ανάγκη (και αισθάνομαι ότι δεν έχω και την πολυτέλεια) της αγρανάπαυσης. Γράφω συνέχεια. Τα Λιοντάρια τέλειωσαν, ουσιαστικά, πριν από δυο χρόνια και το μεγαλύτερο διάστημα που έχω περάσει χωρίς να γράφω είναι δυο-τρεις μέρες – και ήταν πολύ «δύσκολες» μέρες. Έτσι, η γραφή συνεχίζεται. Έντονα. Αυτό τον καιρό διορθώνω για τρίτη φορά το Μια Κρύπτη Μέσα Μας, το δεύτερο κείμενο της τριλογίας ενώ μεσολάβησε και το δεύτερο κείμενο στη σειρά των «λογοτεχνικών εγκλημάτων» μου, της Μελέτης Θανάτου – αυτής που εγκαινίασε το Στον Ίσκιο Των Σκοτωμένων Κοριτσιών. Λέγεται Δαιμόνισσα και περιμένει τη σειρά του για πολλαπλές διορθώσεις και τα συναφή. Και, φυσικά, πάντα προκύπτουν δοκίμια, ιστορίες, άρθρα, έχω τη διατριβή μου, την αλληλογραφία μου, δόξα τω Θεώ. Κυρίως, αυτό τον καιρό, δουλεύω ένα αφήγημα με τίτλο Μέλαινα ή Επιστροφή Στις Γάτες, ένα κείμενο «καραγκιόζικης ποιητικής» που καμαρώνω να λέω ότι προέκυψε κατόπιν παραγγελιάς του ακριβού φίλου Ίκαρου Μπαμπασάκη ο οποίος και, αν όλα πάνε καλά, θα το στεγάσει στο διαδικτυακό του στέκι για μια αποσπασματική δημοσίευση.