Top menu

Τζούλι Τσενέ: "Όσο ζω σκοπεύω να γράφω"

Συνέντευξη στον Νέστορα Πουλάκο

Η Τζούλι Τσενέ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη Γλωσσολογία. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στο φοιτητικό περιοδικό «Καλειδοσκόπιο», ενώ διατέλεσε αρχισυντάκτρια στην ετήσια έκδοση «Φοιτητικός Συνοδηγός 2005». Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια λογοτεχνικής επιμέλειας κειμένων, έχει συμμετάσχει στο Εργαστήρι Δραματουργίας και Θεατρικού Αναλογίου «Μυθογραφίες» και δηλώνει αθεράπευτα ερωτευμένη με τη συγγραφή. Το "Μετείκασμα" είναι το πρώτο της βιβλίο.

Για το "Μετείκασμα" σε πρώτο πρόσωπο…
Το "Μετείκασμα" αποτελεί μία σειρά αυτόνομων και αλληλοεμπλεκόμενων διηγημάτων, που εξιστορούν μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Οι ιστορίες του, που ακροβατούν συχνά ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα, το στυγνό ρεαλισμό και το σουρεαλισμό, μιλούν κυρίως για τον έρωτα, την τέχνη και τον έρωτα για την τέχνη. Μιλούν ωστόσο και για την απογοήτευση, τον πόνο, τη διάψευση των προσδοκιών και την απώλεια, που καταφέρνουν εντέλει να μετατραπούν σε πηγή δημιουργίας. Μέσα από τρεις διαφορετικούς τρόπους αφήγησης, ετερόκλητοι ήρωες βιώνουν υπαρξιακές κρίσεις και συνθέτουν ένα ψηφιδωτό από μικρές πικρές καταστροφές, που ανοίγουν τον δρόμο για την εξέλιξή τους και το αντάμωμα της προσωπικής τους εντελέχειας. Το Μετείκασμα αποτελεί ένα μήνυμα ελπίδας, μια υπενθύμιση για κάτι καινούργιο και πανέμορφο που έρχεται πάντα μετά την καταστροφή, για το φως που αχνοφαίνεται στην άκρη του τούνελ.

Η έμπνευση στα χρόνια της κρίσης.
Υπάρχει μία φράση που επαναλαμβάνεται μέσα στο Μετείκασμα: «Η χαρά δε γράφει όμορφα τραγούδια». Κι ενώ η συγκεκριμένη έκφραση φαίνεται να στηλιτεύει την απραξία και το βόλεμα των ευτυχισμένων ημερών, αντεστραμμένη μπορεί να υποδείξει ακριβώς το αντίθετο: Μέσα από τη λύπη μπορούν να γραφτούν τα πιο αξιόλογα «τραγούδια». Και με τον όρο «τραγούδια» εννοώ κάθε έργο της διάνοιας και οποιαδήποτε αξιομνημόνευτη ανθρώπινη δημιουργία. Οι τέχνες εξάλλου τείνουν να ανθούν στους δύσκολους καιρούς, καθώς αυτοί είναι και οι πιο ενδιαφέροντες. Στους δύσκολους καιρούς η τέχνη, και ειδικά η λογοτεχνία, καλείται να αποτυπώσει τα φαινομενικά αδιέξοδα, να προσφέρει καταφύγιο από αυτά, μα και να προτείνει έμμεσα λύσεις. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει προκαλέσει μια βαθιά κοινωνική κρίση, οδηγώντας πολλούς από μας τόσο σε υπαρξιακές όσο και σε προσωπικές κρίσεις, από τις οποίες πάντα βγαίνουμε διαφορετικοί και συνήθως δυνατότεροι. Όλες αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις, που οδηγούν στη σύνθεση του καινούργιου, τόσο ψυχολογικά όσο και χειροπιαστά, αποτελούν για μένα πρώτης τάξεως υλικό για λογοτεχνική δημιουργία. Εξάλλου, όπως δήλωσε σε μία συνέντευξή της η Κική Δημούλα, «Οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα».

Η σχέση με τη λογοτεχνία.
Αγάπησα τη λογοτεχνία από την πρώτη στιγμή που αγάπησα και τη γλώσσα. Πριν καν αρχίσει η σχέση μου με τη γραφή, σκάρωνα αστεία άτεχνα στιχάκια που έκαναν τους δικούς μου να ξεκαρδίζονται. Από τη στιγμή που κατέκτησα την ικανότητα της ανάγνωσης, θυμάμαι τον εαυτό μου να απολαμβάνει τη συντροφιά ενός λογοτεχνικού βιβλίου –μια απόλαυση που δε στερήθηκα ποτέ μέχρι σήμερα. Στην ηλικία των δώδεκα, έκανα την πρώτη μου απόπειρα να γράψω η ίδια λογοτεχνία, στα πλαίσια ενός τυχαίου πειραματισμού κάποια στιγμή ανίας. Έκτοτε δεν έπαψα ποτέ ούτε να γράφω ούτε να διαβάζω. Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία με ώθησε στην επιλογή των σπουδών της Ελληνικής Φιλολογίας. Για χρόνια ολόκληρα, με γέμιζε τόσο πολύ η ίδια η πράξη της λογοτεχνικής δημιουργίας και μου ήταν τόσο αδιάφορο αν θα υπάρξουν ή όχι αναγνώστες, ώστε δεν είχα επιδιώξει την έκδοση. Ωσότου συνειδητοποίησα ότι οποιοδήποτε έφεση, τάση ή ταλέντο αποτελεί ένα δώρο που οφείλουμε να μοιραζόμαστε. Πέρα από όλα αυτά, σε ένα πιο βαθύ ψυχολογικό επίπεδο, η λογοτεχνία για μένα είναι έρωτας, βασική πηγή ευτυχίας και τρόπος ζωής. Αν κάποιος μου στερούσε την ικανότητα να γράφω ή να διαβάζω λογοτεχνία, θα με καθιστούσε κατά κάποιον τρόπο ανάπηρη.

Μπορεί ένα καλό βιβλίο να «σώσει» την ψυχή μας;
Πολύ μεγάλη αυτή η κουβέντα. Για να σωθεί το οτιδήποτε, πόσο μάλλον μια ψυχή, πρέπει πρωτίστως να θέλει να σωθεί. Κι ενώ η σωτηρία είναι μεν μια πολύ σχετική και πολυσήμαντη έννοια, η επίδραση που μπορεί να έχει ένα καλό βιβλίο σε έναν προσηλωμένο αναγνώστη ενδέχεται να αποδειχτεί τεράστια. Ένα βιβλίο που θα μιλήσει μέσα μας - επομένως ένα καλό βιβλίο για μας - μπορεί να μας στιγματίσει, να μας καθορίσει, να μας αλλάξει και κατ’ επέκτασιν να επηρεάσει τις επιλογές μας και να κατευθύνει την πορεία μας. Από προσωπική πείρα οφείλω να ομολογήσω ότι, αν δεν είχα διαβάσει συγκεκριμένα βιβλία που με άγγιξαν, με προβλημάτισαν, με ενέπνευσαν και με επηρέασαν στον τρόπο που έβλεπα τη ζωή και τον κόσμο, δε θα είχα γίνει ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Εκτός αυτών όμως ένα «καλό βιβλίο» μπορεί να δώσει λύσεις, να μας παρηγορήσει και να φωτίσει πλευρές μιας κατάστασης που δε γνωρίζαμε, ανοίγοντάς μας τα μάτια. Εξάλλου ένα καλό βιβλίο προσφέρει γνώση και η γνώση είναι πάντα ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία.

Τα επόμενα συγγραφικά σχέδια.
Τα συγγραφικά μου σχέδια θα έλεγα πως είναι αρκετά και μάλλον ετερόκλιτα. Από τη μία, υπάρχουν ήδη κάποια ολοκληρωμένα μου μυθιστορήματα που έχω αφήσει να περιμένουν στωικά σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης, όπως και μία ακόμα συλλογή διηγημάτων μου, διαφορετικού ύφους και προσανατολισμού από το "Μετείκασμα". Από την άλλη, σε εξέλιξη βρίσκεται ένα φιλόδοξο λογοτεχνικό εγχείρημα, μία πολύτομη περιπέτεια φαντασίας, που γράφεται μαζί με μία φίλη. Εκτός αυτών, μια συλλογή παραμυθιών για μεγάλους, που γράφω τον τελευταίο καιρό, οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Τι από όλα αυτά θα επιλεγεί για να βγει πιθανόν προς τα έξω δεν έχει αποφασιστεί ακόμα. Σε κάθε περίπτωση, έπεται συνέχεια: Όσο ζω σκοπεύω να γράφω.