Top menu

Ηλίας Κεφάλας: "Τα χάικου των αιώνιων εποχών" - Κριτική βιβλίου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας έχει και άλλοτε δοκιμαστεί με επιτυχία στο ιαπωνικής προελεύσεως ολιγόστιχο χάικου. Η επαναφορά και η επάνοδός του στη συγκεκριμένη φόρμα καταδεικνύει, πέρα από τη δύναμη και τη δυναμική του είδους να προσελκύει συνεχόμενα και εξακολουθητικά το ποιητικό ενδιαφέρον, την ίδια τη βούληση του ποιητή να διατηρήσει ανοιχτούς τους λογαριασμούς του μαζί του και να του δώσει το χαρακτήρα και τη χροιά ενός δημιουργικού καταφυγίου που παραμένει πάντοτε ένα κατάλληλο πεδίο για τη δοκιμή και τη δοκιμασία κάθε ποιητή πάνω στην τέχνη και την τεχνική της αφαίρεσης, της σύλληψης του ακαριαίου και του φευγαλέου και της μνημείωσής του μέσα στην τέχνη και μέσα στον χρόνο. Το νέο του βιβλίο με χάικου, Τα χάικου των αιώνιων εποχών (Λογείον, Τρίκαλα 2020), έχει έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό αφού αφορμάται από τη διαδοχή των εποχών του χρόνου, από την αέναη κίνηση και μεταλλαγή, από τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής στον κόσμο, την φύση, των άνθρωπο. Ήδη, λοιπόν, από τον τίτλο μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι τα χάικου του Κεφάλα αποτελούν στιγμιότυπα και συλλήψεις της φύσης μέσα στον χρόνο και του χρόνου μέσα στη φύση.

Η συλλογή είναι δομημένη σε τέσσερις ενότητες που αντιστοιχούν στις τέσσερις εποχές του χρόνου, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας. Στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται χάικου που αποτυπώνουν στιγμές του ανοιξιάτικου θεσσαλικού τοπίου, αλλά και στιγμές του «ανοιξιάτικου» ανθρώπου, στιγμιότυπα δηλαδή της ανθρώπινης παρουσίας και διάθεσης μέσα στο φυσικό τοπίο όπως αυτό διαμορφώνεται την κατ’ εξοχήν αναγεννητική εποχή: Παραδεισένια/ σε ξυπνούν κάθε μέρα/ πουλιά στα κλουβιά. Στην ενότητα αυτή όμως περιλαμβάνονται και χάικου αυτοαναφορικά με τα οποία ο ποιητής αποκαλύπτει την συναισθηματική του στιγμή σε σύζευξη πάντα με το τοπίο και τα στοιχεία που το συνθέτουν: Με φως χαμηλό/ νεφοσκέπαστη μέρα/ με συναρπάζει. Ιδιαίτερα τονίζεται το αίσθημα και το βίωμα της μοναξιάς που απαλύνεται από την επαφή με τη φύση με την οποία ο ποιητής δεν αναπτύσσει απλώς και μόνο μία βιωματική, αλλά μια καθαρά ερωτική σχέση με την έννοια της έλξης του νου και του σώματος από τις εικόνες της, τα ερεθίσματά της, τους ήχους και της μυρωδιές της: Μοναξιά; ποτέ/ είπαν οι πεταλούδες/ πριν σε κυκλώσουν.

Στα χάικου του καλοκαιριού το κλίμα και η διάθεση αλλάζουν. Παρατηρείται μια μεγαλύτερη εξωστρέφεια από την πλευρά του ποιητή, μία ενισχυμένη ερωτική διάθεση, ένας δυναμισμός και μία εκρηκτικότητα τόσο στο επίπεδο της έκφρασης, όσο και σε αυτό του περιεχομένου: Μ’ αιχμαλώτισε/ ο φράχτης των δοντιών σου/ λαμποκοπώντας. Στην ενότητα αυτή είναι αρκετά τα χάικου που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «στιγμιοτυπικά», με την έννοια της σύλληψης και της αποτύπωσης μίας στιγμής, μιας εικόνας, μιας κίνησης που αποκτά φωτογραφικές ή ακόμα και κινηματογραφικές διαστάσεις: Δυό μεθυσμένοι/ γελούν χωρίς αιτία/ μέσα στον δρόμο. Στο σημείο μάλιστα αυτό αναδύεται μία ιδιαίτερη πτυχή της τέχνης του χάικου που το κάνει να προσιδιάζει ή να προσεγγίζει την τέχνης της φωτογραφίας, της μνημείωσης δηλαδή μιας εικόνας που μπορεί να κρύβει χίλια και πλέον νοήματα: Μόλις που πήρε/ να ψιχαλίζει πάλι/ κι έφυγαν όλοι.

Στην ενότητα του φθινοπώρου εντάσσονται χάικου εμποτισμένα από ένα αίσθημα κατήφειας και θλίψης, ένα αίσθημα μοναξιάς και ανικανοποίητου, μία τάση προς τη διερώτηση και την αφαίρεση: Θλίψη με βρήκε:/ το μαύρο φθινόπωρο/ των μαραμένων. Η στροφή αυτή δεν είναι τυχαία αφού, από τη φύση του, το φθινόπωρο είναι η εποχή του γκρίζου, της μελαγχολίας, η εποχή του θολού φυσικού και ψυχικού τοπίου, αλλά και η εποχή του απολογισμού, της (αυτο)παρατήρησης, της ενδοσκόπησης: Φθινοπώριασε/ κι όλο μόνος ξεχνιέμαι/ πίσω απ’ το τζάμι. Πολλά από τα χάικου του φθινοπώρου αφορμώνται και εμπνέονται από το ζωικό βασίλειο – κουρούνες, ασβοί, γεράκια, δρυοκολάπτες, καλογιάννος, κοράκια, αγριόχηνες, πάπιες, καναρίνια, γρύλοι – αποδίδοντας εικόνες και στιγμές σπάνιας φυσικής καλλιτεχνίας: Αν θέλεις σκέψου/ το σιωπηλό γεράκι / που δεν ελπίζει. Τα όντα αυτά άλλοτε υπάρχουν αυτόνομα και αυθύπαρκτα, κινούμενα μέσα στα όρια που η ίδια η φύση προδιαγράφει για αυτά, άλλοτε βρίσκουν την αντιστοιχία τους στον άνθρωπο, στον ανθρώπινο τρόπο, στην ανθρώπινη συνθήκη. Προκύπτει, έτσι, μια πολύ ενδιαφέρουσα σύζευξη που έχει στο κέντρο της μία κατάσταση, ένα συναίσθημα, μία εικόνα που σαρκώνεται από ένα έμψυχο ον το οποίο με τη σειρά του δίνει και μεταγγίζει ζωή, ψυχή και κίνηση στο στατικό και το άψυχο: Χρυσοφτέρουγο/ το σιωπηλό γεράκι/ στέκει μονάχο.

Στην τέταρτη και τελευταία ποιητική ενότητα που είναι αφιερωμένη στον χειμώνα, περιλαμβάνονται χάικου τα οποία συλλαμβάνουν τα αποτυπώνουν το χειμερινό φυσικό τοπίο. Κυρίαρχη θέση έχει εδώ το στοιχείο του χιονιού είτε σε γενικότερο, είτε σε περισσότερο εστιασμένο πλάνο: Αναπηδάνε σαν χιονισμένα ντέφια/ τα πέντε βουνά. Η παρουσία του χιονιού ως κοινού παρανομαστή στα περισσότερα σχεδόν από τα τρίστιχα της ενότητας αυτής παρόλο που δεν λειτουργεί εις βάρος της αυτονομίας, της αυθυπαρξίας και της αυταξίας τους, διαμορφώνει ένα συνολικό σκηνικό, έναν ποιητικό πίνακα στον οποίο αποτυπώνεται η χειμωνιάτικη φύση. Κάθε ένα δηλαδή από τα χάικου λειτουργεί σαν ένα κομμάτι παζλ που, όταν συνδυάζεται και διαβάζεται σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα, οδηγεί στην δημιουργία μιας εικόνας κεντρικής, γενικής, αποκαλυπτικής. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα είδος επαγωγικής ποιητικής μεθόδου σύμφωνα με την οποία καθένα από τα επιμέρους τρίστιχα οδηγεί σε ένα όλον στο οποίο χωνεύεται με τα υπόλοιπα και συνυπάρχει.

Η νέα συλλογή με χάικου του Ηλία Κεφάλα πλουτίζει τη νεοελληνική ποιητική παράδοση του είδους, διευρύνοντας παράλληλα τα όριά του προς μια νέα κατεύθυνση που έχει στο κέντρο της την ένταξη στο επιμέρους στο γενικό και το σύνολο έργο. Έτσι, ενώ τα χάικου του Κεφάλα δεν απομακρύνονται από τις πρωταρχές και τις πηγές του είδους, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τους Ιάπωνες ποιητές, με την αφόρμηση από τη φύση και τη στιγμή, στην πραγματικότητα διαμορφώνουν μία νέα αντίληψη που θέλει την ένταξη του ποιήματος σε μία ευρύτερη θεματική η οποία με τη σειρά της το αναδεικνύει και το υπηρετεί. Διαμορφώνεται λοιπόν μία αμφίδρομη πορεία μέσα από την οποία η σύλληψη τροφοδοτεί το ποίημα και, με τη σειρά της, τροφοδοτείται από αυτό. Το χάικου παύει να μετεωρίζεται ή να στέκει αποκομμένο και μόνο και εντάσσει τη δύναμη και τη δυναμική του σε μια σύνθεση ευρύτερη και αποτελεσματικότερη, τη σύνθεση του είδους του, τη σύνθεση της τέχνης.