Top menu

"Ιφιγένεια εν Ταύροις" του Ευριπίδη -Κριτική Θεάτρου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, αυτό το ιερό προσκύνημα, που στέκεται αειθαλές, επιβλητικό Σχολείο της κοινής συνείδησης και εσωτερικών αναλαμπών, διδάχθηκε τον Αύγουστο 2015, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.), το με υπερεκχειλίζοντα λυρισμό έργο του Ευριπίδη με τίτλο «Ιφιγένεια εν Ταύροις», που παρουσιάσθηκε πρώτη φορά στους Αθηναίους, το έτος 414/413 π.Χ. και προηγήθηκε της Ιφιγένειας εν Αυλίδι (408/406 π.Χ., ενώ το θέμα της έπεται αυτής. Σημειώνεται, ότι ό παγκοσμίου ακτινοβολίας Γερμανός πρωτοπόρος Γιόχαν Γκαίτε (1749-1832), επηρεασμένος από τον μύθο της Ιφιγένειας εν Ταύροις, επιχείρησε επαναπροσέγγιση του Ευριπίδειου έργου με ομότιτλη στιχική του δημιουργία (1779).

Στην Ελλάδα η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» ανέβηκε πρώτη φορά, ερασιτεχνικά, στο Παρθεναγωγείο Ληξουρίου, το έτος 1869. Έχει παιχθεί ανάμεσα σε άλλα στο Εθνικό Θέατρο (1958), με σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη, στο Θέατρο του Νότου (1992), με σκηνοθεσία Γ. Χουβαρδά, στο Αμφιθέατρο (1997), με σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου, από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (1999), με σκηνοθεσία Κ. Τσιάνου, στην Επίδαυρο από το ΚΘΒΕ (2005), με σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη.

Το θέμα της εν θέματι τραγωδίας έχει ως εξής: Στη μυθική Ταυρίδα, βάρβαρος λαός υπό την ηγεσία του Θόα εκτελούσε τους ξένους, αφού πρώτα τους εξάγνιζε η Ιέρεια Ιφιγένεια που επιτελούσε το καθήκον της συνοδευόμενη από τον χορό, δηλαδή Ελληνίδες, δούλες του αδίστακτου τύραννου. Ο Ορέστης με τον αδελφικό του φίλο Πυλάδη υπακούοντες στον χρησμό, πως ο μητροκτόνος θα ελευθερωθεί από το μίασμα του φόνου τη Κλυταιμνήστρας, μόνον αν έφερε στην Αττική το άγαλμα της θεάς Άρτεμης που βρισκόταν στη μακρινή χώρα της Ταυρίδας, μετέβησαν εκεί συνελήφθησαν κατά τα ειωθότα και ακολούθησαν την τύχη των αιχμαλώτων. Ο Ορέστης και η Ιφιγένεια συναντήθηκαν αδόκητα, αναγνωρίσθηκαν, αποφάσισαν να δραπετεύσουν, επιχείρησαν μια αποτυχημένη απόπειρα και εν τέλει πείσθηκε ο Θόας να αφήσει ελεύθερα τα αδέλφια με τους ομοεθνείς τους. Η Αθηνά παρεμβαίνει σωστικά «ως από μηχανής θεός» και επήλθε ευτυχής κατάληξη των δρωμένων, καθαρτήριος κρουνός στις ψυχές των αγωνιώντων θεατών. Το ξόανο της Άρτεμης εικάζεται, ότι μεταφέρθηκε στις Αραφηνίδες Αλές (σημερινή Ραφήνα) ή στην Βραυρώνα, όπου λατρευόταν η Ταυροπόλος Άρτεμη.

Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης (480-406 π.Χ.) αποτυπώνει σε 1499 στίχους έναν μύθο, που κατά μαγική μέθοδο τον τρέπει σε συνειδησιακή εμβάθυνση και κοινωνικό γεγονός, παράλληλα με τα πάθη και τις οδύνες της εποχής του. Η Ιφιγένεια, επανέρχεται στον ονειρικό κόσμο, συντετριμμένη από την τύχη, παίγνιον των θεών, εξοπλισμένη με νέα αποστολή, αναζωογονεί τις εικασίες περί της θέσφατης πορείας της, εισβάλλει τροπαιοφόρος στις καρδιές των ομοφύλων της, γητεύεται από την ιδέα του νόστου, θλίβεται για τους προγόνους της, πληροφορείται τα συμβάντα, αναζητεί διαφυγή από το αιματηρό εξαγνιστικό ιερό, όπου οι θεοί την έταξαν, ποθεί την επιστροφή στη ζωή. Η Ιφιγένεια, θυγατέρα του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, έχει ήδη παραδοθεί στην αιωνιότητα, ως σφάγιο, στον βωμό της Αυλίδας, προς εξευμενισμό των Υπέρτατων, δηλαδή για να τερματισθεί η άπνοια που εμπόδιζε τον απόπλουν του Ελληνικού στόλου προς την μισητή Τροία. Η Άρτεμη, θεά του ελέους και της παρθενίας, δεν άντεξε στο θέαμα και απήγαγε στο υπερπέραν τον στόχο της ανθρώπινης άγνοιας, τοποθετώντας στη θέση του ένα ελάφι. Η άμοιρη βασιλόπαις δεν σώθηκε, αλλά μετέστη στη χώρα των Μακάρων, αμόλυντη από μιαρές χείρες. Η δραματουργική όμως επινοητικότητα δεν συγχώρησε την απώλεια μιας αθώας ύπαρξης και επανέφερε στη δράση, έστω και ως μακρινή Ιέρεια, ως ιδεατή μορφή, την προσωποποιημένη έκφραση της αγνότητας, θύματος μιας κατάρας που δεν την αφορούσε. Η Ιφιγένεια, με καίρια θέση σε βαρβαρικό περιβάλλον, χωρίς όμως να αποχωρισθεί το παρελθόν, αφού η αδύναμη ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να προσεγγίσει θεϊκά προστάγματα. Τραγουδάει τη θλίψη της, αδυνατεί να προσαρμοσθεί στη νέα προνομιούχο αποστολή της. Μοιρολογεί θλιμμένη: “νυν δ΄ αξείνου πόντου ξείνα/δυσχόρτους οίκους ναίω/άγαμος, άτεκνος, άπολις άφιλος” = Ξένη τώρα στ΄ άξενα του Πόντου/τ΄αγριόμερα/ χωρίς πατρίδα,/ απάντρευτη, χωρίς παιδιά και φίλους απ΄ όλους ξεχασμένη, στίχ. 218-220).

Παράλληλα, όμως, αναμιμνήσκεται τα περασμένα και λυπάται για την απώλειά τους, (“Αιμοφράντων δυσμόρφιγγα/ ξείνων αιμάσσουσ΄ άταν/ βωμούς, οικτράν τ΄αιαζόντων/ αυδάν οικτρόν τ΄εκβαλλόντων/ δάκρυον…” = Τώρα την αιματόλουστη/ την όλο κλάματα σφαγή των ξένων/ ευλογώ που μαύρο δάκρυ χύνουνε, στίχ. 225-229)).

Σημειώνεται, ότι ο Ορέστης είχε ήδη συμφιλιωθεί με τις Ερινύες, στις Αισχύλειες Ευμενίδες (458 π.Χ.), πλην εκείνες παρόλη τη δικαστική απόφαση και τη σωτήρια ψήφο της Αθηνάς, αποζητούν εκδίκηση και εξιλεασμό από τον μητροκτόνο. Ο Απόλλων καθοδηγητής του δράστη για την εκτέλεση της μητέρας του επιτιμάται ακόμη και από τον σκληροτράχηλο Θόα, που έκπληκτος ειρωνεύεται τον ανοικτίρμονα θεό (“Απόλλων ουδέν βαρβάροις έτλη τις αν” = Απόλλωνα ούτε και βάρβαρος δεν το τολμούσε ποτέ, στίχ. 1174). Ο Ευριπίδης, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται να στρέφεται εναντίον των θεών, στον στίχο 391 δηλώνει κατηγορηματικά, ότι: “Ουδένα γαρ οίμαι δαιμόνων είναι/ κακόν” =κανέναν θεό δεν τον νομίζω κακόν). Ενδιαφέρον ζήτημα είναι οι ανθρωποθυσίες, ίδιον βαρβαρικών εθίμων, που όμως βρίσκονταν σε ισχύ και στον πολιτισμένο Ελλαδικό χώρο, με θύμα την ίδια την Ιφιγένεια στην Αυλίδα. Η ιδιάζουσα διαλεκτική πληρότητα του Ευριπίδη ιχνογραφεί αντιφατικούς χαρακτήρες, κυρίως όμως περιπαίζει τους ομοεθνείς του, για την συνέχιση μιας μιαρής θυσίας.

Το Κ.Θ.Β.Ε., υπό τις οδηγίες του σκηνοθέτη (και μεταφραστή) Θωμά Μοσχόπουλου, χάρισε στους προσδραμόντες εραστές της κλασσικής παιδείας μία σύγχρονη εκδοχή του δράματος των Ατρειδών, που κατατρυχόμενοι από προαιώνια κατάρα περιέπιπταν σε ολέθρια ατοπήματα, ώσπου να σβήσει διά παντός η γενιά τους. Ο σκηνοθέτης ανέδειξε την υπερβατική θεώρηση του αξεπέραστου δραματουργού σχετικά με τον ρόλο του Θείου στα ανθρώπινα και ιδιαίτερα στα αδιέξοδα που οδηγούνται οι θνητοί από τις αλόγιστες πράξεις τους. Η σκηνή της Επιδαύρου είναι μέγα ανάχωμα, που εάν ξεπεραστεί τότε όλοι οι συντελεστές μιας παράστασης έχουν ολοκληρώσει την πορεία τους στο θέατρο. Είναι απόλυτη καταξίωση του σκηνοθέτη η επίτευξη ενός δομημένου μύθου, προς πλήρη αποτύπωση της προσωπικής συντριβής ηρώων, ιδίως αν ανήκουν σε καταραμένη γενιά, αφού αδυνατούν να ενεργήσουν αυτόνομα, εξαρτώμενοι από την προαιώνια τιμωρητική προγονική φύση. Ο πλαστουργός της κρινομένης παράστασης τιθάσευσε αρκούντως τους υποκριτές και ικανοποίησε εν συνόλω το φιλοθέαμον κοινό, ανταποκρινόμενος στις ιδέες του πρωτεργάτη του μύθου, ήτοι εμφανίζοντας ένα τραγικό συμβάν, ως ικανό να ερμηνεύσει τις ανθρώπινες αδυναμίες. Σκηνικά, δεν με ικανοποίησε η μικρή οπή, μέσω της οποία επικοινωνούσαν οι ηθοποιοί. Επίσης οι ποδιές, που μοίρασε η Ιφιγένεια στα μέλη του χορού δεν είχε την αναγκαία ερμηνευτική βάση. Τέλος, δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στον διάλογο των δύο αδελφών μετά την αμοιβαία αναγνώρισή τους.

Η Αμαλία Μουτούση (Ιφιγένεια), παιδιόθεν τέκνο του θεάτρου, ταλαντούχα, με ευρεία υποκριτική υποδομή και συναφή εμπειρία, υπεισήλθε στην ακριβή φύση του έργου, μελέτησε με εμβρίθεια την όλη δραματουργική μηχανική και ήλεγξε τα εκπεμπόμενα εκ μέρους της ηχοχρώματα. Η χροιά της φωνή της ζέστανε το αχανές Αργολικό θέατρο και δημιούργησε μια αδιόρατη ροή, που κόχλασε μέσα στα αισθητήρια νεύρα των ακροατών, φέροντάς τους στην αναγκαία τελική λύτρωση, αφού προηγουμένως τους είχε συνθλίψει με πολυποίκιλα ταραγμένα επεισόδια στην αφιλόξενη γη των Ταύρων. Εν τω μεταξύ σημαίνουσα αξία είχε η άνεση, που άλλαζε στάσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Επιπλέον, επιμελής μαθήτρια, ακολουθήσε τον Ευριπίδειο Λόγο και δεν υπέπεσε σε γλωσσικά αμαρτήματα.

Ο Γεώργιος Χρυσοστόμου (Ορέστης) συνόδευσε με σύνεση και σοβαρότητα την τραγική φιγούρα της αδελφής του και στάθηκε επάξια δίπλα της, επιδεικνύοντας περισσή υποκριτική δύναμη, που αξίζει επαίνων. Ανταπεξήλθε με εγκράτεια και άκρα τεχνική κατάρτιση ιδιαίτερα στην αναγνώριση των δύο αδελφών, που ήταν η δυσκολότερη στιγμή της όλου έργου, αφού έπρεπε σε ελάχιστο χρόνο να ολοκληρωθεί με ακρίβεια ο μύθος.

Ο Μιχάλης Συριόπουλος (Πυλάδης), έτερο κύριο πρόσωπο της τραγωδίας, φίλος εγκάρδιος και συνοδός του Ορέστη, κράτησε εύστοχα τον συνοδευτικό ρόλο, που του είχε επιφυλάξει ο ποιητής και με τις αθόρυβες αλλά κρίσιμες επεμβάσεις του συνετέλεσε αποφασιστικά στην περαίωση της υπόθεσης.

Ο Γιώργος Κολοβός (Θόας) παρ’ όλον ότι είχε μικρή παρουσία απέδειξε ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί αναδεινύονται ακόμη και από μικρούς ρόλους. Επιτυχής κρίνεται η μεταβολή της συμπεριφοράς του από τον απρόσιτο και σκληρό βασιλιά της Ταυρίδας σε ευπροσήγορο και φιλικό προ τους Έλληνες ηγέτη των βαρβάρων, στάση ιδιαίτερα κρίσιμη υποκριτικά.
Ο Χρίστος Στυλιανού (πρώτος αγγελιαφόρος), ο Αναστάσης Ροϊλός (δεύτερος αγγελιαφόρος), η Άννα Καλαϊτζίδου (Αθηνά) και η Χρύσα Ιωαννίδου (Άγαλμα) απέδωσαν με επιτυχία τους ρόλους τους και επέδειξαν απόλυτη πειθαρχία στις σκηνοθετικές οδηγίες.

Κύριο επίτευγμα ήταν ο Χορός, ο οποίος διακρίθηκε για την αχνή εξαΰλωση των προσωπείων και για την καθαρότητα του Λόγου. Η ρυθμική απαγγελία, υπό την οποία στρατεύθηκε η θεματική της δράσης, μέσω των αιχμαλώτων Ελληνίδων, που υπηρετούσαν την Ιέρεια Ιφιγένεια, στην πράξη του εξαγνισμού των μελλοντικών σφαγείων, χάρισε πνοή και θυελλώδη ανάταση στο εσωτερικό των θεατών, σε συγχρονία με τα λόγια των δούλων γυναικών. Ο Χορός διατήρησε κυρίαρχη θέση στην παράσταση. Τα μέλη του με την αναφερθείσα καθαρότητα του λόγου καθόρισαν τη σημειολογία του έργου και γέμισαν με γλαφυρότητα την ευρύχωρη σκηνή του Θεάτρου. Επιπρόσθετα, η σωματική ευλυγισία, υπό την διακριτική διδασκαλία της Σοφίας Πάσχου, ώθησε αποφασιστικά την εξέλιξη των επεισοδίων, ελαφρύνοντας αισθητά την κύρια τραγική μορφή του μύθου.

Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού και τα κοστούμια της Κλαίρ Μπρέινγουελ, χωρίς πομπώδη σχήματα, τοποθετούνται στα θετικά σημεία της παράστασης. Για την οπή μέσω της οποίας εκινούντο οι ηθοποιοί αναφέρθηκε προηγουμένως.

Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή ενίσχυσαν με ακρίβεια την δραματουργική εξέλιξη της υπόθεσης. Θετική ήταν και η επι σκηνής παρουσία δύο εξαιρετικών μουσικών Αλέξανδρου Μισαηλίδη (μπάσο κλαρινέτο) και Κώστα Σακαρέλη (όμποε, αγγλικό κόρνο), που ζωντάνευαν κυριολεκτικά τα δρώμενα.

“Πολύς σπαραγμός εν τε τοις θείοις ένι κάν τοις βροτοίς” ( = Επικρατεί μεγάλη ταραχή στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων, στίχ. 572-573), αναφωνεί ο αποδομιστής Ευριπίδης, εισάγοντας την αμφισβήτηση, ως καίρια συζητητική βάση. Η νεότερη έγκυρη και διεισδυτική γραφή προσθέτει: “Είδε τις φλέβες των ανθρώπων/ σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια…” (Γ. Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’). Οι συντελεστές της φετεινής παράστασης της “Ιφιγένειας εν Ταύροις” δοκιμάσθηκαν στο Ιερό της Επιδαύρου και αποχώρησαν καταξιωμένοι όχι μόνον από τους θεατές, αλλά και από το πνεύμα του κλασικού ποιητή, που παρακολουθούσε άγρυπνος την ανάπλαση του ποιητικού του επινοήματος.