Top menu

Η Πηνελόπη Τσιάλα μας συστήνει τις "τέσσερις κοντεσίνες" της

Η Πηνελόπη Τσιάλα είναι απόφοιτη Φιλολογίας. Γράφει, ασχολείται ερασιτεχνικά με το τραγούδι και σκοπεύει να ασχοληθεί με το θέατρο. Γράφει από παιδί - αρκετά διηγήματα, αλλά και την νουβέλα «Αγγελική μορφή» (εκδόσεις Βακχικόν, 2019). 

«Οι τέσσερις κοντεσίνες» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν και με αυτή την αφορμή η συγγραφέας παραχωρεί αυτή την συνέντευξη στο περιοδικό Vakxikon, στην οποία μας συστήνει τις τέσσερις πρωταγωνίστριές της και μας μιλά για την συγγραφή και τον ρόλο που παίζει αυτή στην ζωή της.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Δεύτερο βιβλίο, πρώτο μυθιστόρημα. «Οι τέσσερις κοντεσίνες» μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε γι’ αυτό το βιβλίο;

Για αρχή, θέλω να τονίσω ότι για μένα αυτό είναι το πρώτο μου βιβλίο και όχι το δεύτερο. Όχι πως υποτιμώ την Αγγελική μορφή, αλλά, όταν ξεκίνησα να τη γράφω, δε φανταζόμουν ότι θα γίνει βιβλίο, διότι νόμιζα πως η έκτασή της δε θα ήταν αρκετά μεγάλη για να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε, ουσιαστικά την έγραψα για να τη μοιράσω σε γνωστούς, φίλους, συγγενείς, σε όποιον μπορούσα τέλος πάντων και όχι για να γίνει βιβλίο, λόγω μεγέθους, και φυσικά χάρηκα πάρα πολύ όταν είδα πως μπορεί να γίνει βιβλίο ως νουβέλα. Όταν όμως συνέλαβα την ιδέα για τις Τέσσερις κοντεσίνες, ήξερα καλά ότι θα έβγαινε μυθιστόρημα και μάλιστα μεγάλης έκτασης, διότι θα είχε τέσσερις βασικές ηρωίδες, καθώς και πολλούς άλλους χαρακτήρες, οπότε από την πρώτη λέξη το έγραφα για να γίνει βιβλίο. Με αυτήν τη λογική για μένα οι Τέσσερις κοντεσίνες αποτελούν το πρώτο μου βιβλίο. Ξέρω όμως ότι δεν είναι. Ας το πω λοιπόν καλύτερα: οι Τέσσερις κοντεσίνες είναι το πρώτο έργο μου που γράφτηκε για να γίνει βιβλίο και όχι για να μοιραστεί αμιγώς σε γνωστούς και φίλους μου.

Ό,τι και να πω θα είναι λίγο για να περιγράψω τα συναισθήματά μου για αυτό το βιβλίο, ειλικρινά. Απήλαυσα το κάθε μου πάτημα στο πληκτρολόγιό μου ανεξαιρέτως σαν το έγραφα. Κατέθεσα στο βιβλίο αυτό όλο μου το μεράκι, όλη μου την ενέργεια, όλη μου την έμπνευση και τη φαντασία, αλλά και όλα μου τα συναισθήματα. Όσο και να αγαπάω τη συγγραφή, δεν είναι λίγες οι φορές που νιώθω να καταπονούμαι απ’ αυτήν, να απογοητεύομαι από έλλειψη έμπνευσης, να μην είμαι ικανοποιημένη από τα γραφόμενά μου. Γράφοντας τις κοντεσίνες όμως δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή πνευματική κόπωση, ήταν μονάχα διασκέδαση για μένα το να τις δημιουργώ, δε μου στέρεψε ποτέ η έμπνευση, το πληκτρολόγιό μου είχε πάρει φωτιά, και έμεινα πλήρως ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Είχα τόσο πάθος με το έργο αυτό, που έγραφα αδιάκοπα ακόμα και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών. Αισθανόμουν και αισθάνομαι να βλέπω μπροστά μου την Τόνια, την Παυλίνα, τη Γιολάντα, την Αθηνά, τον Άγγελο, τη Μαριάννα, τον Μάρκο… τους έχω όλους ολοζώντανους μέσα στο μυαλό μου, τους νιώθω κολλητούς μου, τους νιώθω να μου μιλάνε, τους αγαπάω πολύ, είναι παιδιά μου και θα τους κουβαλάω για πάντα μέσα μου. Ο καθένας έχει κάτι το μοναδικό που τον κάνει ξεχωριστό. Πιστεύω ότι δεν είμαι εγώ που δημιούργησα αυτούς τους ήρωες, αλλά αυτοί ήταν που ήρθαν και με βρήκαν. Ξαφνικά ένα καλοκαίρι-συνήθως τα καλοκαίρια εμπνέομαι καλύτερα- με επισκέφθηκαν τέσσερις παιδικές φίλες και με παρακάλεσαν να μιλήσω για τη φιλία τους, τις ζωές τους, τις ψυχές τους, τους χαρακτήρες τους και τις αντιδράσεις τους και φυσικά δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Με τρεις λέξεις, για να κλείσω την ερώτηση, αισθάνομαι για αυτό το βιβλίο: περήφανη, πλήρης και βαθιά συγκινημένη.

Μπορείτε να μας συστήσετε τις τέσσερις κοντεσίνες σας;

Λογικά εννοείτε να σας συστήσω το βιβλίο, αλλά θα σας συστήσω και τις κολλητές μου φίλες μία προς μία, τις λατρεμένες μου κοντεσινούλες, τις γλυκές μου τις γαλανομάτες, τη Γιολάντα, την Παυλίνα, την Τόνια και την Αθηνά, που είναι μεταξύ τους αχώριστες φίλες από παιδιά. Η Γιολάντα είναι το alter ego μου, οπότε είναι η αγαπημένη μου κοντεσίνα. Πρόκειται για μια δροσερή ανέμελη καλλιτεχνική δυναμική κοπέλα με πολύ τσαμπουκά και αφοπλιστική ειλικρίνεια, αρκετά ευερέθιστη και αντιδραστική, που όμως έχει χρυσή καρδιά και χαρακτήρα μικρού παιδιού. Η Παυλίνα είναι το μπιμπελό της παρέας, κι αυτό γιατί είναι η ομορφότερη, μια ξανθιά καλλονή, μια σωστή κούκλα. Έχει όμως και πολύ καλό και ήρεμο χαρακτήρα, είναι λιγομίλητη και γλυκομίλητη, αρκετά ευαίσθητη και συνεσταλμένη. Υπεραγαπά τις φίλες της, τις βάζει πάνω απ’ όλα και ο δυναμισμός της είναι κρυφός. Η Τόνια είναι κι αυτή πολύ δυναμική, στέκεται γερά στα πόδια της και έχει πολλές φιλοδοξίες. Είναι εξαιρετικά εργατική και στοχοπροσηλωμένη, χωρίς να βάζει τίποτα πάνω από την καριέρα της. Η ζεστασιά της ψυχής της παραμένει καλά κρυμμένη μέσα της. Τέλος, η Αθηνά έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας τους, διότι η αγκαλιά της είναι πάντα ανοιχτή για αυτές. Είναι η πιο ζεστή, η πιο τρυφερή και η πιο στοργική. Ζει για όσους αγαπά και ξεχνά τον εαυτό της, ενώ διαθέτει έναν εξαιρετικά ήπιο χαρακτήρα, μια τεράστια κατανόηση για όλους, μια γλυκιά ηρεμία και μια απέραντη καλοσύνη.

Και ας περάσουμε τώρα στη σύσταση του βιβλίου: νομίζω πως δε χρειάζεται να πω αναλυτικά την υπόθεση, καθότι τη γράφει το οπισθόφυλλο. Θα πω με λίγα λόγια ότι το βιβλίο περιγράφει την ισχυρή φιλία που δένει τις τέσσερις αυτές κοπέλες από τα μικράτα τους, καθώς και τους λόγους που η φιλία αυτή, όσο δυνατή κι αν είναι, περνά από σαράντα κύματα, αλλά και τις ζωές των κοριτσιών αυτών που, παρά τα νιάτα τους, την ομορφιά τους και τα προνόμιά τους, δεν είναι καθόλου ιδανικές, αλλά γεμάτες απώλειες, προδοσίες, απορρίψεις, απογοητεύσεις, ακόμα και θέματα υγείας. Πρόκειται για κοινωνικό κατά τη γνώμη μου μυθιστόρημα που όμως κρύβει και ρομαντικές πινελιές το οποίο υμνεί τη φιλία, την αγάπη και τον έρωτα. Προσπάθησα μέσα από αυτό να εκφράσω όσα έχω στην καρδιά μου, να ευχαριστήσω τους αναγνώστες, αλλά και να τους προβληματίσω ενδεχομένως. Πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο θα το νιώσουν κυρίως οι άνθρωποι που αισθάνονται μόνοι, οι άνθρωποι που έχουν προδοθεί από φίλους, αλλά και οι άνθρωποι που βιώνουν αληθινές φιλίες. Πιστεύω επίσης ότι όποιος και να το διαβάσει θα εντοπίσει κάτι δικό του έστω σε μία από αυτές τις τέσσερις κοπέλες. Μπορεί μεν, όπως είπα, το βιβλίο να πραγματεύεται μια προδομένη φιλία, αλλά δεν παύει να υμνεί τη φιλία, διότι αποδεικνύει πως η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, όση οργή και να την επισκιάζει. Θα το χαρακτήριζα αστείο και ευχάριστο, από τη μία, συγκινητικό και λίγο λυπητερό από την άλλη, αλλά και πολύ αισιόδοξο, διότι περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ζωής. Για να κλείσω, με πέντε επίθετα θα χαρακτήριζα το βιβλίο: αγαπησιάρικο, ελπιδοφόρο, γλυκόπικρο, νεανικό και νοσταλγικό.

Τι σας ενέπνευσε αυτή την ιστορία;

Συνήθως δεν μπορώ εύκολα να εξηγήσω τις εμπνεύσεις μου, αλλά όσον αφορά τις Τέσσερις κοντεσίνες μπορώ και παραμπορώ. Δυστυχώς, αλλά και ευτυχώς, δεν είχα στη ζωή μου πολύ καλές εμπειρίες ως προς το θέμα της φιλίας. Αισθάνθηκα κάποια πνιγηρά συναισθήματα. Κατάλαβα ότι πολλοί ξεχνάνε εύκολα τους φίλους τους, δε νοιάζονται αρκετά για αυτούς, τους μαχαιρώνουν πισώπλατα, συχνά τους φθονούν, ενώ δε διστάζουν να τους πληγώσουν ανεπανόρθωτα. Όλες αυτές οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι δυσάρεστες καταστάσεις αποτέλεσαν για μένα πηγή έμπνευσης μιας ιστορίας με βασικό της θέμα τη φιλία. Το να γράψω μια ιστορία που να πραγματεύεται τη φιλία, ειδικά την προδομένη, θα αποτελούσε για μένα το γιατρικό όλων των αντιξοοτήτων που βίωσα, μια διέξοδο από αυτές, ίσως και μια δικαίωση. Θα εξέφραζα όλα όσα έχω στην καρδιά μου και θα ξελάφρωνα. Και το σημαντικότερο, θα έφτιαχνα έστω και στα ψέματα έναν κόσμο όπως τον θέλω, έναν κόσμο με ανθρώπους που διαθέτουν καρδιά, συναισθήματα, ικανότητα να αγαπήσουν, να δεθούν, να συμπονέσουν. Γιατί για όλους εμάς που γράφουμε η πένα μας είναι το μαγικό ραβδί με το οποίο δημιουργούμε ό,τι θα θέλαμε να υπάρχει στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν υπάρχει ουσιαστική φιλία στην πραγματικότητα στις μέρες μας. Ξέρω όμως ότι υπάρχει μέσα στο έργο μου και χαίρομαι αφάνταστα για αυτό. Ένα μέρος του μυθιστορήματός μου βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Ίσως μέσα σε αυτό να βρίσκονται και ορισμένα υπαρκτά πρόσωπα. Ίσως η Γιολάντα να είμαι εγώ. Ίσως η Τόνια να είναι ένα πρόσωπο που πέρασε από τη ζωή μου. Ίσως η Αθηνά να είναι ακόμα εδώ στο πλευρό μου και να με φροντίζει… η δε Βανέσα κι ο δε Αλέξης ίσως να είναι εμπνευσμένοι από υπαρκτά πρόσωπα, ενώ η Παυλίνα και ο Άγγελος ίσως να είναι δυο γλυκά πλασματάκια που πολύ θα ήθελα να υπάρχουν και να είναι κολλητοί μου φίλοι…

Γράφετε από μικρή. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στη συγγραφή;

Ναι, γράφω από πολύ μικρή. Στο δημοτικό ήταν η καλύτερή μου το να γράφω εκθέσεις με ιστορίες. Γενικότερα έψαχνα αφορμή να γράφω ιστορίες. Θυμάμαι, είχα ένα ανθολόγιο και, αντί να το διαβάζω, διάβαζα μονάχα τους τίτλους των αποσπασμάτων που περιελάμβανε και από τον εκάστοτε τίτλο σκαρφιζόμουν μια δική μου ιστορία που θα μπορούσε να τιτλοφορείται έτσι. Στο γυμνάσιο δε, έγραψα δυο-τρία ποιήματα για ένα αγόρι με το οποίο ήμουνα τρελά ερωτευμένη τότε. Στο Λύκειο έγραψα ένα μικρό διήγημα με θέμα τον ρατσισμό, διότι μια καθηγήτρια μας μίλησε για έναν διαγωνισμό. Νομίζω πως το διήγημα αυτό ήταν που μου έδωσε να καταλάβω ότι μπορώ να γράψω και σιγά σιγά έγραψα κι άλλα μεγαλώνοντας. Στη συγγραφή με ώθησε μια αόρατη δύναμη που αδυνατώ να προσδιορίσω. Δεν επέλεξα να γράψω. Μου προέκυψε. Βγήκε αβίαστα από μόνη της αυτή μου η ικανότητα χωρίς να το περιμένω. Μάλιστα, όταν με ρωτούσαν τι θα κάνω στο μέλλον, ποτέ δεν απαντούσα συγγραφέας, γιατί δεν το είχα ποτέ σκοπό. Αισθάνομαι ότι το χέρι μου πήγε από μόνο του. Ουσιαστικά, για να απαντήσω πιο συγκεκριμένα, στη συγγραφή με ώθησε αυτό ακριβώς που με ώθησε και στο να φάω, στο να πιω, στο να κοιμηθώ, ένα ένστικτο, μια επιτακτική ανάγκη, μια επιθυμία…Αυτό που με εξιτάρει περισσότερο απ’ όλα στην τέχνη της συγγραφής είναι το ότι αισθάνομαι πως ζω πολλές ζωές. Νιώθω ότι, εκτός από τη δική μου ζωή, ζω και τις ζωές των ηρώων μου. Έτσι, αποκτώ έμμεσες εμπειρίες, κατανοώ  ευκολότερα τους ανθρώπους, ταυτίζομαι ακόμα και με άτομα που δεν έχω καμία σχέση, διευρύνω τους ορίζοντές μου και μέσα από τους ήρωές μου κάνω πράγματα που δεν μπορώ να κάνω εγώ προσωπικά βάζοντας αυτούς να τα κάνουν. Αν, ας πούμε, θα ήθελα να ξέρω να παίζω τρομπέτα, επειδή δεν μπορώ να μάθω, βάζω τον ήρωα να παίζει τρομπέτα. Δε μου λείπει που δεν παίζω τρομπέτα ούτε παίζει κανένας ήρωάς μου, απλώς έδωσα ένα παράδειγμα.

Τι απολαμβάνετε να διαβάζετε; Αν έπρεπε να συστηθείτε μέσα από τα αγαπημένα  σας λογοτεχνικά έργα;

Οι περισσότεροι συγγραφείς είναι βιβλιοφάγοι. Για μένα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν είμαι τόσο τύπος του διαβάσματος. Ή αυτό ή απλώς δεν έχει πέσει ακόμα στα χέρια μου εκείνο το βιβλίο που θα με κάνει να το ερωτευτώ. Προτιμώ να γράφω παρά να διαβάζω. Όταν διαβάζω, δεν έχω τόσο προτίμηση ως προς το είδος. Ό,τι να ‘ναι, αρκεί να με ευχαριστεί. Μου αρέσει ένα βιβλίο να έχει περιπέτεια γενικά. Απεχθάνομαι τη βαριά δυσνόητη λογοτεχνία, διότι θέλω διαβάζοντας να χαλαρώνω και όχι να δυσκολεύομαι. Έχω διαβάσει αρκετά τη λεγόμενη παραλογοτεχνία, αλλά είμαι στη φάση που την ξεπερνώ. Έχω διαβάσει Λένα Μαντά, Χρυσηίδα Δημουλίδου, Αλκυόνη Παπαδάκη, Σώτη Τριανταφύλλου, Άλκη Ζέη, Βασίλη Παπαθεοδώρου και πολύ λίγο Χρήστο Χωμενίδη (Το σοφό παιδί). Έχω διαβάσει και ποίηση (Ελύτη, Καρυωτάκη και κυρίως Καβάφη), ενώ ως παιδί τιμούσα ιδιαίτερα τον Ευγένιο Τριβιζά, τον οποίον ακόμα θαυμάζω απίστευτα ως συγγραφέα, αλλά και τα κλασικά παιδικά παραμύθια, με αγαπημένο τη Σταχτοπούτα. Έχω διαβάσει φυσικά και άλλα που δε θυμάμαι τους συγγραφείς τους, ενώ έχω διαβάσει και πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς σαν και μένα, ώστε να τους στηρίξω. Επειδή μάλιστα σκοπεύω να ασχοληθώ με την υποκριτική, έχω διαβάσει και θεατρικά έργα, όπως το Λεωφορείον ο Πόθος. Τέλος, λόγω των σπουδών μου στη Φιλολογία, ήρθα σε επαφή με πολλά κείμενα της κλασικής και της πιο σύγχρονης λογοτεχνίας. Ξέρω, για παράδειγμα, Όμηρο, Σαπφώ, Οράτιο, Κικέρωνα, Παπαδιαμάντη και πολλά άλλα. Δε νομίζω πως είναι εντάξει να συστηθώ μέσα από τα αγαπημένα μου έργα. Πιστεύω ότι δε με χαρακτηρίζουν αυτά, αλλά τα όσα εγώ έχω γράψει. Ωστόσο, θα αναφέρω ορισμένα που μου άρεσαν πάρα πολύ: Το άρωμα (Πάτρικ Ζίσκιντ), Το παιχνίδι του Νάνου (Χρυσηίδα Δημουλίδου εκδ. Ψυχογιός), Οι μαγεμένες (Μαίρη Κόντζογλου εκδ. Μεταίχμιο), Το ημερολόγιο ενός δειλού (Βασίλης Παπαθεοδώρου εκδ. Καστανιώτης), Ο Ψεύτης Παππούς (Άλκη Ζέη).

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο;

Έχω ήδη δημιουργήσει κάτι καινούριο, ένα αισθηματικό μυθιστόρημα, λίγο μικρότερο από τις Τέσσερις κοντεσίνες, και εύχομαι να βρει σύντομα κι αυτό την ίδια τύχη με αυτές. Επιτρέψτε μου να μην πω περισσότερα γι’ αυτό. Αν μακάρι εκδοθεί, θα τα μάθετε όλα. Επίσης, έχω στα σκαριά μια συλλογή διηγημάτων την οποία έχω ολοκληρώσει και μένει να την ελέγξω. Άλλο κάτι δεν έχω έτοιμο, αλλά έχω ήδη στο μυαλό μου την ιδέα για το επόμενο το οποίο μάλλον επίσης θα έχει να κάνει με φιλία. Θέλω να τονίσω ότι η συγγραφή δεν είναι το μόνο πράγμα που αγαπάω στη ζωή μου. Είμαι πολυπράγμον άτομο και ασχολούμαι με πολλά καλλιτεχνικά, για παράδειγμα θέλω να γίνω ηθοποιός, οπότε δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα γράφω τόσο αδιάκοπα…