Top menu

Το κείμενο της εβδομάδας: "Η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι" | Ιφιγένεια Τέκου

 

© Mo Eid

 

Η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι*

Της άρεσε να κάθεται στο μπαλκόνι φλερτάροντας με τα όρια, η μισή να κρέμεται στο κενό και η άλλη μισή να γεύεται την ανόητη σιγουριά πως κανένας θεός δεν θα ’θελε να τον βαρύνει ο άδικος χαμός της. Εκεί ψηλά, κρυμμένη πίσω από τις μπουκαμβίλιες, παρακολουθούσε τον κόσμο να περνάει βιαστικός, σηκώνοντας τις φρίκες του, τρεφόμενος από τις αμαρτίες του. Σαν μυρμήγκια έμοιαζαν όλοι, που ’χασαν το ψίχουλο ή το σπυρί από ρύζι, κι έτρεχαν ξάφνου ακατάστατα και φοβισμένα, γιατί δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν.

Σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό κι ευχήθηκε ένας άνεμος να αναπνεύσει μέσα στην καρδιά της σαν στρατός, να την υποχρεώσει να καταλάβει τα μυρμήγκια με τις αδυναμίες και τα πάθη τους… σάμπως φταίγανε αυτά για τ’ άδικο που περισσεύει; Σάμπως ήταν δικό της το φταίξιμο που δεν κατάφερε να γίνει κάτι άλλο πέρα από μυρμήγκι;

Όταν γεννήθηκε, μια βροχερή φθινοπωρινή νύχτα, όλοι συμφώνησαν πως δεν είχαν ξαναδεί τόσο όμορφο πλάσμα. Δεν είχε βγει ζαρωμένη ή μπλαβιασμένη, όπως τα περισσότερα μωρά που ταλαιπωρούνται στην έξοδό τους προς τον κόσμο, λες και ξέρουν τι θα αντιμετωπίσουν από την πρώτη κιόλας αναπνοή. Η Αγγέλα ήταν διαφορετική, ένα πλάσμα αιθέριο με βλέμμα που μαγνητίζει, με χαμόγελο φωτεινό και χαριτωμένες λεπτεπίλεπτες κινήσεις σαν ηλίανθος που επιδιδόταν στον συνηθισμένο του χορό, με τα άνθη να χορεύουν μια προς την Ανατολή και μια προς τη Δύση.

Οι προσδοκίες μεγάλωναν γύρω της, όπως μεγάλωνε κι εκείνη. Δύσκολο να τρέφεις διαρκώς τις ελπίδες των άλλων από φόβο μήπως τους απογοητεύσεις. Παρασύρεσαι στο όνειρο, γιατί όνειρο είναι να πιστεύεις πως η ζωή σού χαρίστηκε και έχει πολλά και υπέροχα σχέδια για σένα, επειδή απλώς γεννήθηκες όμορφη. Δεν κοπιάζεις ούτε καν για να ανακαλύψεις ποια είσαι κατά βάθος, τι απομένει αν κάποτε το περιτύλιγμα αφαιρεθεί βίαια από τον χρόνο, αν όχι από κάποια άλλη αιτία. Κι εκεί που τα έχεις όλα τακτοποιημένα μέσα στο μυαλό, με τη δροσιά του μέλλοντος να φυσάει ανάμεσα στα μηλίγγια σου, ο άνεμος δίνει μια και κλείνει τις πόρτες κι εσύ… εσύ βρίσκεσαι έξω, στο άγριο έξω όπου τίποτα δεν μπορεί να σε προστατεύσει, σίγουρα όχι η ομορφιά σου, μπορεί κι εξαιτίας της να βρέθηκες στο σημείο μηδέν.

Την πρώτη ανόθευτη αγάπη μαζί με το μοναδικό ανιδιοτελές σκίρτημα τα δοκίμασε στα δεκαεπτά. Το μοσκομυριστό γιασεμί που της πρόσφερε ο Αχιλλέας, κι εκείνη το μάρανε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου της Φυσικής, ήταν η επισφράγιση της ολάνθιστης θηλυκότητάς της, η πύλη που άνοιξε μονομιάς, επιτρέποντας σε λιοπύρια και κατακλυσμούς να εισβάλουν στην παρθένα καρδιά της. Τον γεύτηκε τον έρωτα, ένιωσε πώς είναι, απλώς για να ξέρει τι έχασε κάθε λεπτό της υπόλοιπης ζωής της.

Μικρή ήταν κι είχε μάθει να μην κρίνει τις αποφάσεις των γονιών της. Δεν τον ήθελαν τον Αχιλλέα για γαμπρό, ας ήταν γοητευτικός κι από καλή οικογένεια με παράδες. Φοβόντουσαν την απάθεια που ’σερνε πίσω του σαν χοντρή αλυσίδα, το αφιόνι που, θαρρείς, κυλούσε στις φλέβες του όπως το αίμα. Ένας επιπόλαιος είναι. Ένα χαμένο κορμί. Τέτοιον άνδρα θες δίπλα σου; τη ρώταγαν. Η Αγγέλα δεν κατάλαβε πότε ακριβώς έχασε τη δική της καθαρή ματιά απέναντι στα πράγματα κι άρχισε να βλέπει τα πάντα μέσα από το διαστρεβλωμένο πρίσμα των γονεϊκών υποδείξεων. Επηρεάστηκε. Εύκολο αν δεν έχεις δημιουργήσει με τα χρόνια αντιστάσεις, όταν δεν ξέρεις ποια είσαι, τι θες και μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να κατακτήσεις αυτήν τη γνώση.

Θυμάται την τελευταία της συνάντηση με τον Αχιλλέα. Τη φίλησε με λαχτάρα κι εκείνη γύρισε τα μούτρα της ξινισμένα. Δεν το περίμενε ο δόλιος, φάνηκε από το αμήχανο πισωπάτημα που έκανε. Όσα του είπε, όσα του καταλόγισε, τον αηδίασαν, ήταν εμφανές. Δικά σου λόγια είναι αυτά; Πες μου! Δικά σου ή του πατέρα σου; τη ρώτησε απελπισμένος. Για μια στιγμή, που κράτησε ελάχιστα, τον λυπήθηκε κι όμως ο οίκτος της, όσο γνήσιος κι αν ήταν, δεν την ώθησε να τον δει διαφορετικά. Αν γνώριζε τότε πως ο αξιοθρήνητος της υπόθεσης ήταν αυτή η ίδια, ότι η απόρριψή του συνιστούσε άρνηση της ίδιας της ευτυχίας… Δεν το φανταζόταν φυσικά. Δεν διέθετε την απαραίτητη ωριμότητα που θα την οδηγούσε σε μια ασφαλή πρόβλεψη.

Τα χρώματα της ζωής είχαν ανακατευθεί με πρωτάκουστο τρόπο, θα το μάθαινε σύντομα. Το ρόδινο του έρωτα και το άσπρο της χαράς ήρθαν στα χέρια με το μαύρο της θλίψης και όπως κάθε ερασιτέχνης ζωγράφος μαθαίνει από νωρίς, είναι το σκούρο που πάντα επικρατεί έχοντας μια τάση να απλώνεται.

Μετά τον εξοβελισμό του Αχιλλέα, ο πατέρας της θεώρησε χρέος του, προς αποφυγή περαιτέρω νεανικών ατοπημάτων, να επιλέξει ο ίδιος τον γαμπρό.

Αντιστάθηκε η Αγγέλα ανακτώντας τη χαμένη τόλμη της. Προξενιό στις μέρες μας! Πού ακούστηκε! διαμαρτυρήθηκε αλλά και πάλι υποχώρησε. Αυτή η ριμάδα η δειλία, έμπαινε πάντα τροχοπέδη.

Παντρεύτηκε στον Άγιο Ιωάννη στους Βουνιατάδες, το χωριό του άντρα της, Σπύρος το όνομά του αν και θα ’πρεπε να τον φωνάζουν διάβολο. Η πρώτη φορά που τη χτύπησε ήταν μόλις δύο μήνες μετά τον γάμο, ο λόγος ασήμαντος. Η Αγγέλα δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια. Κλαμένη κι αναστατωμένη έτρεξε στη μάνα της να ζητήσει βοήθεια, σίγουρη πως δεν θα της επέτρεπαν να ξαναγυρίσει πίσω στον βίαιο σύζυγό της. Πόσο λάθος έκανε!

Με χίλιες δυο ανούσιες δικαιολογίες προσπάθησε να της χρυσώσει το χάπι όπως «του ξέφυγε», «θα περνάει ζόρια στη δουλειά. Κοτζάμ κτηνοτροφική μονάδα διευθύνει», «μήπως είπες ή έκανες κάτι και το παρεξήγησε;» για να καταλήξει στο «γύρνα σπίτι σου τώρα. Θα ανησυχεί ο Σπύρος που λείπεις τόσες ώρες».

Δεν ήθελε να το πιστέψει πως η έκκληση για βοήθεια είχε ερμηνευτεί ως κοινωνική επίσκεψη για καφέ και παξιμάδι. Η ασφάλεια που αναζητά καθένας στο σπίτι-μήτρα είχε ξαφνικά καταρριφθεί ως ο γελοιότερος μύθος. Απόμεινε άραγε χωρίς κανέναν σύμμαχο; Με βαριά καρδιά γύρισε πίσω, ελπίζοντας πως το χέρι που θέλησε να την πονέσει μια φορά να το ’χει μετανιώσει. Ακόμα και με όλη την αφέλειά της, ένιωθε πως όταν κάτι αρχίζει άσχημα, σπάνια τελειώνει όμορφα.

Η επανάληψη ως μητέρα της μαθήσεως δεν άργησε. Την ξύπνησε ένα βράδυ τραντάζοντάς την, επειδή όπως είχε σηκωθεί να πιει νερό είδε κατσαρίδες στην κουζίνα. Την έβριζε, τεμπέλα και ανεπρόκοπη, που όλη μέρα κάθεται και βλέπει τηλεόραση αντί να καθαρίσει το σπίτι, πως ήθελε να τον ξεπαστρέψει με τη βρομιά της και πολλά άλλα. Την άρπαξε από τα μαλλιά χτυπώντας το κεφάλι της στο προσκέφαλο του κρεβατιού με δύναμη μέχρι που εκείνη λιποθύμησε. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, εκείνος τραβιόταν σαν αγρίμι από μέσα της κι αμέσως συνέχισε τον ύπνο του σαν να μη συνέβη τίποτα.

Φοβισμένη να πάρει κι ανάσα ακόμα, παρέμεινε ασάλευτη σαν πτώμα με δεκάδες σκέψεις και σενάρια να περνάνε από το μυαλό της, δημιουργώντας σύγχυση, μέχρι που άκουσε την αναπνοή του να βαθαίνει. Ντύθηκε στα γρήγορα, ούτε έβλεπε τι έβαζε, την τύφλωναν τα δάκρυα, που ανακατώνονταν με μύξες όπως κατρακυλούσαν στο πρόσωπό της. Βγαίνοντας έξω και φτάνοντας μέχρι τον παρακάτω δρόμο, αγκάλιασε τον ακάλυπτο με τα γκράφιτι κι έμεινε έτσι για αρκετή ώρα. Το αίμα στο κεφάλι της είχε τώρα πια ξεραθεί, όμως ο πόνος δεν έλεγε να την αφήσει. Να πάει στους γονείς της δεν είχε κάποιο νόημα, θα την ξανάστελναν πίσω. Να γυρίσει στον άντρα της… ποτέ ξανά!

Με ένα πακέτο χαρτονομίσματα των εκατό, που φύλαγε ο Σπύρος στο συρτάρι για την κακιά στιγμή, όπως κλαιγόταν, μήπως κλείσουν οι τράπεζες δεσμεύοντας τις καταθέσεις, πήρε το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα. Ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε, σαν πάτησε το πόδι της στην πρωτεύουσα, ήταν ο Αχιλλέας. Τον συλλογιζόταν συχνά από τότε που συνειδητοποίησε το τραγικό της λάθος να τον αφήσει. Μια φορά τον είχε αναζητήσει κιόλας, έτσι, χωρίς σκοπό. Της είπαν ότι έφυγε κι από την Ύδρα, που ’χε μετακομίσει μετά τον θάνατο του πατέρα του, και λίγα χρόνια αργότερα, αφού έχασε και τη μητέρα του, πήγε στην Αθήνα. Με τι θράσος να του φορτωθεί τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια; Όχι! Για πρώτη φορά έπρεπε να νιώσει τις συνέπειες των επιλογών της.

Το σπίτι που νοίκιασε ήταν ένα επιπλωμένο ημιυπόγειο κοντά στον Σταθμό Λαρίσης, ούτε ευάερο ούτε ευήλιο όπως διαφήμιζε το ενοικιάζεται στην κολώνα της ΔΕΗ. Σίγουρα ο ιδιοκτήτης περίμενε κάποιον απελπισμένο μετανάστη να το πιάσει, μάλιστα όταν συναντήθηκαν για να της κάνει ξενάγηση -μισό λεπτό κράτησε η διαδρομή από το χολ στην κουζίνα και το υπνοδωμάτιο, λογικό για τα 28 τετραγωνικά που ήταν-, βιάστηκε να την προλάβει πως θα της κάνει σκόντο, επειδή είναι Ελληνίδα.

Απέφυγε να τον προσβάλει για το ρατσιστικό του σχόλιο. Δεν ήταν εποχές αυτές για να το παίξει φιλάνθρωπος και υπεράνω, όχι όταν βρισκόταν σε ένα άγνωστο και αφιλόξενο μέρος, με λεφτά που θα τέλειωναν σύντομα, αν δεν έβρισκε κάποια δουλειά. Αρκέστηκε, λοιπόν, σε μισό χαμόγελο, κι αμέσως έπεσαν οι υπογραφές χωρίς καπάρο και εγγυήσεις γιατί την εμπιστευόταν, είπε, είχε καθαρά μάτια.

Με την εφημερίδα στη μασχάλη, κάθε μέρα, έπαιρνε σβάρνα μαγαζιά και γραφεία που ζητούσαν υπαλλήλους χωρίς να απαιτείται πτυχίο, μονάχα λίγα αγγλικά, ίσα-ίσα τα απαραίτητα. Κάποιοι τη συμπόνεσαν, κάποιοι είπαν να εξαντλήσουν το μαύρο χιούμορ τους πάνω της, το αποτέλεσμα όμως ήταν παντού το ίδιο. Η τελευταία της μάχη, ύστερα από έναν ολόκληρο μήνα έντονων προσπαθειών, δόθηκε σε ένα κατάστημα στην Πατησίων. Ο ιδιοκτήτης τής φανέρωσε την αλήθεια που δεν ήθελε να κοιτάξει κατάματα. Πώς περίμενε να βρει δουλειά όταν τόσοι νέοι με πτυχία, μεταπτυχιακά, γλώσσες και προυπηρεσία είναι άνεργοι;

Τα βράδια έμενε άγρυπνη, ψάχνοντας για λύση, στριφογύριζε ανήσυχη στο στρώμα, νιώθοντας τις ξεχαρβαλωμένες σούστες του να χώνονται στο πετσί της. Πάνω που την έπιανε το παράπονο, συνειδητοποιούσε πως καλύτερα έτσι, ναι, πολύ καλύτερα να αγκομαχάει για την επαύριο, παρά να ανέχεται την κακοποίηση του Σπύρου και την αδιαφορία των ανθρώπων που την έφεραν στον κόσμο. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν θα επέστρεφε ποτέ πίσω, ποτέ!

Ο πρώτος πελάτης που κατέβασε το παντελόνι του μπροστά της, πετώντας το ζαρωμένο του όργανο στη μούρη της σαν μπάλα του μπιλιάρδου, ήταν ένας εξηνταπεντάχρονος συνταξιούχος του ΟΓΑ. Χήρος της διευκρίνισε, για να μην τον παρεξηγήσει από ηθικής απόψεως, ατυχώς με αυξημένη λίμπιντο ακόμα και στην ηλικία του, πρόσθεσε. Την ώρα που εκείνη έκανε τη δουλειά της, με αηδία, εκείνος μουρμούραγε για τη μειωμένη σύνταξη και το ΕΚΑΣ, την αυξημένη συμμετοχή του ασφαλισμένου στα φάρμακα, την υγρασία στους τοίχους του σπιτιού του, τη ζωγραφιά που του δώρισε ο συνονόματος εγγονός, το φαγητό που ξέχασε την προηγουμένη στο μάτι και πήγε να λαμπαδιάσει η κουζίνα. Έλεγε τις φλυαρίες του -ποιος ξέρει αν ήταν λόγω αμηχανίας ή από τη βαθύτερη ανάγκη του να δικαιολογήσει πως η ερωτική πράξη συντελούνταν ανάμεσα σε δύο άτομα που γνωρίζονταν-, μέχρι που η Αγγέλα τέλειωσε, ξερνώντας πάνω στα πόδια του.

«Συγγνώμη», απολογήθηκε κλαίγοντας. «Είσαι ο πρώτος μου πελάτης. Δεν το έχω ξανακάνει».

Ο ηλικιωμένος τής χαμογέλασε με κατανόηση, μα δεν επέστρεψε ποτέ ξανά και ήταν λογικό. Ήρθαν άλλοι, πολλοί άλλοι. Άφηνε τον κάθε τυχάρπαστο να τη δένει πάνω στην καρέκλα της κουζίνας, να την πετάει πάνω στον πλαστικό πάγκο ή στην κουρελού που κάλυπτε το πάτωμα, στο κρεβάτι, να τη φτύνει, να τη μαστιγώνει, να την πονά, να τη βιάζει. Τι; Αν είσαι πόρνη και πληρώνεσαι δεν είναι βιασμός; Ίσως όχι από τον άντρα που βρίσκεται από πάνω σου κάνοντας το κέφι του, αλλά από την ίδια την κοινωνία στο σύνολό της.

Ευχήθηκε πολλές φορές, σε ώρες ησυχίας αλλά και σε στιγμές που έβγαζε το σώμα της στο σφυρί -το σώμα όχι την ψυχή, αυτή ποτέ- να ξαναγινόταν δεκάξι χρονών και να κυβερνήσει ένα καράβι που θα οργώνει τις επτά θάλασσες. Ντυμένη πειρατίνα θα ξεκλείδωνε τις νοητικές χειροπέδες των λαών, αφού πρώτα θα είχε ελευθερωθεί από τις δικές της. Λίγη μαγεία χρειάζεται, αλλά ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί; Δίκιο είχε ο Ελύτης.

Φορώντας τη μάσκα της πουτάνας, η Αγγέλα ένιωσε ικανή να ομολογήσει αλήθειες που πονούσαν, σαν να έπαιρνε την πρέπουσα απόσταση από το παρελθόν κι έτσι, μονάχα έτσι, μπορούσε να αποδεσμευτεί. Της πήρε καιρό για να το καταφέρει, αλλά και για να διαχωρίσει αυτό που κάνει, με αυτό που είναι. Σιγά-σιγά μάθαινε ποια ήταν και δεν θα σταματούσε ποτέ να ανακαλύπτει κι άλλες πτυχές της, ήταν σίγουρη.

Έναν χρόνο μετά την τεράστια αλλαγή στη ζωή της, απόλυτα συμφιλιωμένη με τη νέα πραγματικότητα κι έχοντας αποσαφηνίσει τις παραμέτρους της, θέλησε να ξαναδεί τον Αχιλλέα. Φτάνοντας, ωστόσο, έξω από το βιβλιοπωλείο του, δείλιασε. Ο λόγος και ο αντίλογος, που πρόβαρε τόσες φορές μέσα της πριν το αποφασίσει, είχαν χάσει το νόημά τους. Δεν ήταν έτοιμη. Ποιος ξέρει αν θα ήταν ποτέ.

 

* Στίχος από ποίημα του Φ. Πεσσόα

 


 

Το διήγημα "Η μόνη αθωότητα είναι να μη σκέφτεσαι" περιλαμβάνεται στη συλλογή της Ιφιγένειας Τέκου Απόντες στα όνειρα (Δεκέμβριος 2018) | εκδόσεις Βακχικόν.