Top menu

Η εξακτίνωση της ποίησης

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Ο Σωτήρης Σαράκης έχει διαγράψει μία μακρά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πορεία μέσα στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό πεδίο. Αρχής γενομένης από το 1994, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή, Το δέρας, μέχρι σήμερα, ο ποιητής διατηρεί μία σταθερή ποιητική παρουσία και θέση και έχει προσδώσει στην ποίησή του τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα, έχει διαμορφώσει τη δική του, εν τέλει, ποιητική. Το τελευταίο του εγχείρημα συστήνεται με τον εικονοπλαστικό τίτλο Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη (Κουκκίδα, Αθήνα 2021), που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρίζει ένα ζωγραφικό ή φωτογραφικό στιγμιότυπο από το συγκεκριμένο νησί.

Το βιβλίο συγκροτείται, κατά βάση, από ελευθερόστιχα ποιήματα -με κάποιες εξαιρέσεις ποιημάτων σε φόρμα- που ποικίλουν και διαφοροποιούνται στην έκτασή τους, όλα συνέχονται, όμως, εκφραστικά από τον χαρακτηριστικό, οικείο και εύκολα αναγνωρίσιμο τόνο της στιχουργίας, έναν τόνο κουβεντιαστό και ρέοντα που, άλλες φορές προσεγγίζει και προσιδιάζει στο τραγούδι, άλλες αποκτά ένα είδος αφηγηματικότητας, και άλλες προσλαμβάνει έναν πιο διαλογικό προσανατολισμό. Ο τόνος αυτός και ο αντίστοιχος ρυθμός που διαμορφώνεται και εκπηγάζει μέσα από τα ποιήματα καθιστά την ανάγνωσή τους μια ιδιαίτερα ελκυστική διαδικασία και την εντύπωσή τους στη συνείδηση καίρια και καταλυτική. Πρόκειται για τη γνωστή και από το δημοτικό τραγούδι μέθοδο και τεχνική που αγγίζει το όριο της παραμυθίας και που, ενώ φαίνεται πως εμπλέκει και συμπαρασύρει -ενίοτε κατευνάζει- τον αποδέκτη, στην πραγματικότητα καθιστά πιο εύκολη, πιο άμεση, οικεία και δραστική την επικοινωνία του με το ποίημα και τον δημιουργό, το νόημα και τον φορέα του.

Οι απηχήσεις του δημοτικού τραγουδιού στην εν λόγω ποιητική συλλογή, όμως, δεν αφορούν μονάχα τη μορφή, την έκφραση και τη δόμηση, αλλά, εν μέρει, και τις θεματικές, την προβληματική δηλαδή του ποιητή σε σχέση με τα ανθρώπινα και τα εγκόσμια. Ανάμεσα στα βασικότερα από αυτά μπορεί κανείς να επισημάνει το ζήτημα της φύσης και της λειτουργίας του χρόνου, της απεραντοσύνης και της απροσδιοριστίας του περιβάλλοντος κόσμου, της σφραγισμένης από «μοίρα» του θανάτου ανθρώπινης ζωής, αλλά και το ζήτημα της τέχνης και του τρόπου με τον οποίο εκκολάπτεται, διαμορφώνεται και βρίσκει τον δρόμο του ένας καλλιτέχνης. Ο γενέθλιος τόπος επανέρχεται συχνά στα ποιήματά του, πολύ περισσότερο ως χρόνος, παρά ως τόπος ή τοπίο, για να προσφέρει στον ποιητή τη δυνατότητα της σύγκρισης του παρελθόντος -αθώου, ευτυχισμένου και ανόθευτου- με το παρόν της ενήλικης ζωής, αλλά και της σύγκρισης ανάμεσα στο παρθένο τοπίο του τόπου καταγωγής, του Αγρινίου, και τις σύγχρονες πόλεις: σαν από βύθος βγαίνοντας ονείρου/ μετέωρος ξεσπάς, ω Αγρίνιο!/ θυμήσου τον καιρό/ που ένα παράφωνο παιδί τραγούδησε/ στους δρόμους σου τη Δραπετσώνα. («Επισκέπτης») Η σύγκριση αυτή, με έναν πολύ επιδέξιο ποιητικά τρόπο, μετατρέπεται σε σύγκλιση, από τη στιγμή που οι δύο χρονικές διαστάσεις του «τότε» και του «τώρα», του «εκεί» και του «εδώ» κατευθύνονται και ενοποιούνται μέσα στο ποίημα λειτουργώντας ουσιαστικά λυτρωτικά του φορτίου που φέρει ο ποιητής στη συνειδητοποίηση των διαφοροποιήσεων και των διαφορών.

Η διάθεση του ποιητή διακρίνεται πολλές φορές για την αμφιθυμία της η οποία σχετίζεται στενά με την ποιητική του δραστηριότητα και δραστηριοποίηση. Έτσι, ενώ από τη μία φαίνεται να αρκείται σε αυτά -οπωσδήποτε λίγα- που του προσφέρει η τέχνη του, από την άλλη μοιάζει να βρίσκεται σε μια συνεχή διεκδίκηση ή, πιο σωστά κυνήγι, του ωραίου, του έντεχνου, του μοναδικού. Ο Σαράκης, όμως, δεν μένει έγκλειστος του ποιητικού του εαυτού. Αντίθετα, εξέρχεται από αυτόν για να προσεγγίσει ιστορικά πρόσωπα και προσωπικότητες με μια διάθεση σχολιαστική ή ακόμα και ερμηνευτική της ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής μεταμορφώνεται σε απολογητή της ιστορίας, επαναφέροντας στο προσκήνιο πρωταγωνιστές και περιστατικά για να τα φωτίσει μέσα από την τοποθέτησή τους αυτή τη φορά σε ένα πλαίσιο ποιητικό, σε μια δημιουργία πλαστή που όμως δεν κρύβει, ούτε αποσιωπά τους δεσμούς της με την πραγματικότητα και την αλήθεια: πήγαμε αλλού με στόλο και στρατό/ χάσαμε ναύτες και στρατιώτες, όμως/ για ετούτο το νησί δώσαμε λίρες, χρήμα/ ζεστό στο χέρι του Σουλτάνου, αλίμονο/ πονάνε τα λεφτά, ποιος δεν το ξέρει, και απορώ/ τέτοια ιδέα πώς σου πέρασε απ’ τον νου/ τέτοια ιδέα ν’ αφήσουμε νησί/ ακριβοπληρωμένο! («Κύπρος 1955 ή Η εξήγηση»)

Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το σύνολο των ποιημάτων, αλλά και η όλη οπτική του ποιητή, ο προσανατολισμός του σε σχέση με την βιοθεωρία και τη θυμοσοφία της ζωής του η οποία εκβάλλει και αποτυπώνεται στην τέχνη του είναι ιστορική ή, καλύτερα, διαχρονική. Κι αυτό γιατί ο Σαράκης σε πολλά από τα ποιήματά του υιοθετεί την προοπτική της διαχρονίας, της διαχρονικής αντοχής του ανθρώπου μέσα στο χρόνο, στοιχείο που τον φέρνει πολύ κοντά στο έργο τέχνης και την κλασική του αξία. Είναι η ιδιαίτερη ματιά του ποιητή πάνω στην παράμετρο του χρόνου τον οποίο αντικρίζει υπό το πρίσμα της διάρκειας, της συνέχειας, της αντοχής. Μια συνέχεια, όμως, που δεν αντιπαραβάλλεται με την ασυνέχεια του ανθρώπου, αλλά συμπαρασύρει και αυτόν σε ένα ταξίδι που είναι ταυτόχρονα ευθύγραμμο και γεμάτο σταθμούς επανερχόμενους και επαναλαμβανόμενους: πώς τόσο να λυπάμαι που μετά/ έτσι ακριβώς, τη δύση, την/ ανατολή σου δεν θα βλέπω, έτσι/ μ’ αυτή την απορία, ήλιε μου, θα σ’ αφήσω/ βράδυ, πρωί να βασιλεύεις, ν’ ανατέλλεις. («Το πριν και το μετά»)

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των ποιημάτων του Σαράκη είναι η ίδια ακριβώς με αυτή που διαμορφώνει κάθε άνθρωπος στην προσπάθειά του να συλλάβει και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του και τον κόσμο. Είναι η αίσθηση μιας ασάφειας, μίας αβεβαιότητας, μίας συνεχούς ανατροπής του βέβαιου, του παγιωμένου, του καθιερωμένου, αυτού που θεωρείται σίγουρο και ασφαλές. Είναι, ταυτόχρονα, η διάθεση διερεύνησης και ενατένισης κάθε πτυχής της ανθρώπινης και εγκόσμιας συνθήκης με κύρια στόχευση όχι τόσο την ανεύρευση και την παγίωση απαντήσεων, όσο την ίδια τη διαδικασία της διερώτησης και του αναστοχασμού.

Πρόκειται για ένα ποιητικό ταξίδι μέσα στον κόσμο του μυστηρίου της ύπαρξης το οποίο πραγματοποιείται με εφόδια την αίσθηση, το ένστικτο, το συναίσθημα, τη λογική και κριτική σκέψη, πάνω απ’ όλα όμως με εφόδιο τον λόγο ο οποίος έρχεται για να δώσει σχήμα σε καθετί απροσδιόριστο, αναπάντητο, θολό και αμφίβολο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ο λόγος αυτός τεχνουργείται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί και να επιτυγχάνει την οικείωση του αναγνώστη, όπως συμβαίνει στην εν λόγω ποιητική συλλογή του Σαράκη, τότε το ποίημα αποκτά μία κίνηση και μία επικοινωνιακή λειτουργία που δυναμώνουν την εξωστρέφεια, την αποτελεσματικότητα και τη δραστικότητά του.