Top menu

Η δυναμική της ποιητικής συμπύκνωσης

 

Γράφει η Ευσταθία Δήμου 

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Ρούσκα καλλιεργεί, κατά βάση, αυτό που θα όριζε κανείς ως «μικρο-ποίημα». Ο ίδιος ο τίτλος, άλλωστε, "Χοϊκά χάικου και δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια" (Κοράλλι, Αθήνα 2021), καθιστά σαφή την ειδολογική κατάταξη των ποιημάτων, αλλά και τον θεματολογικό - ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Έτσι, πέρα από το γνωστό χαϊκού, το τρίστιχο αυτό ποίημα ιαπωνικής προέλευσης που υπακούει πιστά στον μορφικό κανόνα των δεκαεπτά συλλαβών, κατανεμημένων στο σχήμα των 5-7-5 συλλαβών ανά στίχο, η συλλογή περιλαμβάνει και άλλα μικρά ποιήματα, δίστιχα ή τρίστιχα, που προσιδιάζουν στα χαϊκού, διατηρούν όμως τη δική τους δομική και μορφική ιδιαιτερότητα και αυτοτέλεια. Πιο συγκεκριμένα, τα μικροποιήματα αυτά αποτελούνται αυστηρά από δεκαπέντε στίχους και διατηρούν σαφείς και στενούς δεσμούς με τον γνωστό στην ελληνική ποιητική παράδοση δεκαπεντασύλλαβο.

Ο προσδιορισμός «χοϊκά» που συνοδεύει τα δύο αυτά ποιητικά υποείδη προσανατολίζει προς τον πυρήνα της θεματικής τους που δεν είναι άλλος από τον άνθρωπο και την ιδιαίτερη συνθήκη του, τον ανθρώπινο βίο, όπως αυτός διαμορφώνεται και σχηματοποιείται από τις αναζητήσεις, τις επιθυμίες, τα βιώματα και τις εμπειρίες του. Έτσι, το χώμα και η ύλη που σημαίνει και σηματοδοτεί το συγκεκριμένο επίθετο τοποθετεί τον άνθρωπο στο αφετηριακό σημείο της δημιουργίας και τον καθιστά την αφορμή και την αφόρμηση των ποιημάτων, ταυτόχρονα όμως και το επίκεντρο της λογοτεχνικής και, εν γένει, καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τα δοκίμια που προηγούνται σε καθεμία από τις δύο ποιητικές κατηγοριοποιήσεις, συμπληρώνουν την έκδοση κατά τρόπο άκρως κατατοπιστικό και διαφωτιστικό για τον αναγνώστη, καθώς συνιστούν μία μικρή εισαγωγή με τις απαραίτητες ιστορικές, γραμματολογικές και μορφολογικές πληροφορίες και αποσαφηνίσεις.

Το πρώτο μισό του βιβλίου περιλαμβάνει μία σειρά από χαϊκού χωρισμένα και ομαδοποιημένα σε κατηγορίες, καθεμιά από τις οποίες αναφέρεται και αφορά μία διαφορετική πτυχή ή στιγμή του ανθρώπινου βίου. Ο διαχωρισμός και η διαίρεση αυτή, ενώ θα μπορούσε να λειτουργήσει απομονωτικά και να υψώσει θεματικές - και όχι μόνο - διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις επιμέρους υπο-ομάδες, στην πραγματικότητα προσλαμβάνει μία ενοποιητική διάσταση και λειτουργία στο μέτρο και στο βαθμό που τεχνουργεί ένα ψηφιδωτό με καθεμιά ψηφίδα - χαϊκού να προσφέρει και να αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι του συνόλου. Είναι, ίσως, από τις λίγες φορές στην ιστορία του νεοελληνικού χαϊκού που το επιμέρους, ενώ διατηρεί την αυθυπαρξία, την αυταξία και την ανεξαρτησία του, τίθεται ταυτόχρονα κάτω από το συνολικό, αποκτώντας ουσιαστικά μια καίρια και καταλυτική θέση μέσα σε αυτό.

Τα χαϊκού του Ρούσκα, παρόλο που διατηρούν τους δεσμούς τους με την παράδοση, τόσο την απώτερη ιαπωνική, όσο και την εγγύτερη νεοελληνική, έχουν τη δική τους ιδιαίτερη φυσιογνωμία η οποία, σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από τη χρήση και το χειρισμό της γλώσσας. Έτσι, ενώ ο στοχασμός, η εικόνα, η σύλληψη και η απόδοση της στιγμής αποτελούν το επίκεντρο της δημιουργίας, ο τρόπος με τον οποίο αυτά τεχνουργούνται σε τρίστιχα διαφέρει και διαφοροποιείται από ανάλογες απόπειρες, λόγω της τοποθέτησης των λέξεων μέσα στο ποίημα, κυρίως, όμως, λόγω της ίδιας της επιλογής των λέξεων, κάποιες από τις οποίες προέρχονται από μια περισσότερο λόγια μορφή της ελληνικής γλώσσας: σαν έλθει γήρας/ γονιών αδυναμίες/ επ’ ώμου τέκνων. Αυτή ακριβώς η συνύπαρξη ή, πιο σωστά, η ταλάντευση ανάμεσα σε ένα λεξιλόγιο καθημερινό, οικείο και γνωστό στον αναγνώστη και σε ένα λεξιλόγιο αρκετά πιο επίσημο δημιουργεί ένα ενδιαφέρον λεκτικά ποιητικό σκηνικό το οποίο, με τις εναλλαγές αυτές, διατηρεί αμείωτη την αναγνωστική εγρήγορση.

Η τοποθέτηση των λέξεων, από την άλλη, που γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργούνται κενά ανάμεσα στις έννοιες που αυτές εκφράζουν, καλεί τον αναγνώστη στη γεφύρωσή τους, άρα και στη βίωση του ποιήματος σα να πρόκειται για την ίδια τη δημιουργική συνείδηση: χρόνου κεφάλι/ σε γυναικείο στήθος/ μάνα ζητάει. Έτσι, παρά την εντύπωση που δημιουργεί το χαϊκού ότι είναι ένα είδος που φέρει έντονη τη σφραγίδα του ποιητή του, στην περίπτωση του Ρούσκα η εντύπωση αυτή ανατρέπεται και ο αποδέκτης αναδεικνύεται σε καταλύτη για τη νοηματοδότηση και την ολοκλήρωση του νοήματος. Το ίδιο το περιεχόμενο των ποιημάτων, άλλωστε, είναι τέτοιο που θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι ο ποιητής προλαβαίνει τον αναγνώστη στις σκέψεις του και αποδίδει αυτό που ο καθένας ξέρει, νιώθει, αισθάνεται, γνωρίζει, βιώνει αλλά δεν έχει προλάβει ή δεν μπόρεσε να το μετασχηματίσει σε λέξεις: μόνο στη μάνα/ πάνα όταν αλλάξεις/ καταλαβαίνεις. Η εντύπωση αυτή, που αφορά τα περισσότερα από τα χαϊκού του Ρούσκα, διαμορφώνει μία νέα οπτική και προοπτική για το νεοελληνικό χαϊκού που έχει στον ορίζοντά της το γήινο, το απτό, το χειροπιαστό, το βαθιά ανθρώπινο, ό, τι ξεπηδά και αναφύεται από την ανθρώπινη φύση και ουσία. Το στοιχείο εκείνο βέβαια που αξίζει να επισημανθεί είναι το οξύμωρο ή η αντίφαση που ενυπάρχει ανάμεσα στην πρώτη ύλη της δημιουργίας του Ρούσκα και στο ίδιο το έργο τέχνης, με την πρώτη, που αφορά τον άνθρωπο, να διακρίνεται για τη φθαρτότητά της και το δεύτερο, το ποίημα δηλαδή, για την αφθαρσία του. Έτσι, ο προσδιορισμός «χοϊκά» αναφέρεται ακριβώς στην φθαρτή φύση του ανθρώπου την ίδια στιγμή που έρχεται σε αντίθεση με την τελειότητα, τη διάρκεια, την παντοτινότητα του λόγου και της τέχνης.

Το δεύτερο μισό του βιβλίου συγκροτείται από δίστιχα και, λιγότερο, από τρίστιχα ποιήματα που υπακούουν στον κανόνα των δεκαπέντε συλλαβών και αποτελούν την ελληνική εκδοχή του μικροποιήματος, αντίστοιχου με το ιαπωνικό χαϊκού. Στα στιχουργήματα αυτά ο Ρούσκας διοχετεύει τις σκέψεις του για τον ανθρώπινο βίο και, μάλιστα, με μία διάθεση θυμοσοφική και φιλοσοφική μαζί. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι πολλά από αυτά προσλαμβάνουν τη μορφή ερώτησης, επιλογή που καταδεικνύει και αποκαλύπτει ακριβώς την φιλοσοφική διάθεση και τάση του ποιητή, αλλά και τη δημιουργική – ποιητική της μετουσίωση: το χρέος είν’ επιλογή/ υποταγή ή έξη; Στα ολιγόστιχα αυτά ποιήματα όπως και στα χαϊκού που προηγήθηκαν ο Ρούσκας θέτει στον πυρήνα της δημιουργικής του έμπνευσης τις καθημερινές πτυχές του ανθρώπινου βίου, αυτές που συμπυκνώνουν την ουσία της ζωής και της ύπαρξης.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό η ποιητική φωνή του προσλαμβάνει διάφορες αποχρώσεις και γίνεται άλλοτε ρομαντική, άλλοτε καυστική ή επικριτική, άλλοτε ερωτική, άλλοτε συμβουλευτική ή διδακτική. Αυτή ακριβώς η ποικιλομορφία, μάλιστα, καταδεικνύει ή, καλύτερα, αποδεικνύει τη δύναμη και τη δυναμική του ολιγόστιχου ποιήματος να μετέρχεται διάφορες ροπές και διαθέσεις και να ακολουθεί διαφορετικές και διαφοροποιημένες κάθε φορά κατευθύνσεις και προσανατολισμούς. Μέσα, λοιπόν, από τα «θραύσματα» αυτά -που κάθε άλλο παρά θραύσματα είναι, αφού η αυθυπαρξία και η αυτοτέλειά τους είναι παραπάνω από εμφανής και δεδομένη- μπορεί κανείς να προσεγγίσει όλο το φάσμα του εσωτερικού και εξωτερικού βίου, τα αισθήματα, τους προβληματισμούς, τις καταστάσεις, τα βιώματα και τις εμπειρίες των ανθρώπων, εμπειρίες κοινές και ενοποιητικές σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ο δημιουργός να καθίσταται αυτό ακριβώς που δηλώνει η ετυμολογία της λέξης (= δήμος+έργον), εργάτης, δηλαδή, του λόγου που έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει και να μετουσιώνει σε τέχνη το λαϊκό αίσθημα.