Top menu

Η Αριστοφανική κωμωδία «Βάτραχοι» από την Αργυρώ Χιώτη στην Επίδαυρο - Κριτική θεάτρου

photo © Geli Kalampaka

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Την Κυριακή, 11/7/2021, διδάχθηκε από την σκηνοθέτη Αργυρώ Χιώτη στο Θέατρο της Επιδαύρου, η Αριστοφανική κωμωδία «Βάτραχοι», με περισσή κατάνυξη και εμβριθή προσήλωση στη σκηνική φόρμα, τους ευφυείς συγγραφικούς διαλόγους, τον κριτικό στόχο σχετικά με την ποίηση, κυρίως όμως τις ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις, που υποφώσκουν σε όλα τα έργα του μέγιστου κωμωδιογράφου της αρχαιότητας.

Το δυσοίωνο έτος 405 π.Χ., η Αθήνα κατεστραμμένη από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ηττημένη στην αναμέτρηση με τους Σπαρτιάτες, με συντετριμμένο ηθικό, αναζητούσε μέσα από τα ερείπια, ελπίδες για αναζωογόνηση ως το παλαιό κλέος της. Την ερεβώδη εκείνη εποχή ο ιδιοφυής Αριστοφάνης συνέθεσε ένα αλληγορικό έργο, στο οποίο υπεστήριζε πως η ποιητική ήταν εκείνη που θα αναπτέρωνε το ηθικό των πολιτών, με τα διδάγματα και το ήθος της.

Χρησιμοποιεί τον θεό Διόνυσο, που αποφασίζει να μεταβεί στον Άδη, συνοδευόμενος από τον δούλο του Ξανθία· μετά από περιπετειώδη πορεία βρίσκει τους θανόντες ποιητές Αισχύλο και Ευριπίδη, προκειμένου να επιλέξει ποιόν θα πάρει στον Άνω Κόσμο, για να εμφυσήσει θάρρος στους δοκιμαζόμενους Αθηναίους· οι δύο ποιητές ανταγωνίζονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας επιχειρήματα και τεχνάσματα προς επικράτησιν· τελικά νικητής αναδεικνύεται ο Αισχύλος, διότι αντιπροσώπευε το κλέος της πόλης μετά τους Περσικούς Πολέμους· ο ηττηθείς Ευριπίδης απορρίφθηκε μετά από σκληρό και επίπονο αγώνα διότι ήταν νεωτεριστής και επικριτικός στους θεσμούς.

Οι «Βάτραχοι» αποτελούνται από 1533 στίχους που είναι δομημένοι περίτεχνα με τη δέουσα πλοκή, τον πανταχού παρόντα Χορό, κυρίως όμως την διαμάχη του λόγου ανάμεσα στους επιφανείς δραματικούς ποιητές.

Η υπόθεση χωρίζεται σε δύο μέρη: (στ. 1-737 και στ. 738-1533).

Στο πρώτο μέρος, ένα ιδιότυπο είδος εισαγωγής, αρκετά, ως μη όφειλε, εκτεταμένη, κυρίαρχη θέση έχουν ο περιπαιζόμενος θεός Διόνυσος και ο ευφυής και παμπόνηρος δούλος του Ξανθίας· θα μπορούσε να υποστηριχθεί μάλιστα, ότι παρατηρείται μια ανύψωση της θέσης των δούλων στην κλασσική εποχή, γεγονός που καλλιεργήθηκε πεισμόνως από τους σοφιστές και έπαιξε ρόλο στην Νέα Κωμωδία και αργότερα στην Commedia dell’ Arte.

Ο Διόνυσος συναντάται με τον Ηρακλή για να μάθει τα κατατόπια του Άδη· ο μυθικός ήρωας περιπαίζει την ενδυμασία του θεού: («ρόπαλο με κόθορνο παρέα») [μόνο κόθορνοι δεν ήταν τα παπούτσια του Διονύσου].

Ακολουθεί διευκρινιστικός διάλογος για τον σκοπό του Διονύσου να κατέλθει στον Άδη και να συναντήσει τον Ευριπίδη· εκεί αναφέρεται η πρώτη κριτική θεώρηση ποιητών (Σοφοκλή – Ιοφώντα – Αγάθωνα – Ξενοκλή – Πυθάγγελο)· ο Ηρακλής ενημερώνει τον Διόνυσο για το ταξίδι του στον Άδη, όπου ήδη είχε μεταβεί ο Θησέας· του μιλάει για τους μυημένους και για τη λίμνη που θα διαβεί.

Ο Διόνυσος ξεκινά τη διαδρομή για τον Κάτω Κόσμο, συναντά τον Χάρο, ο Ξανθίας, ως δούλος αναγκάζεται αν κάνει τον γύρο της λίμνης περπατώντας, οι βάτραχοι τραγουδούν και ειρωνεύονται, ο θεός αναγκάζεται να κωπηλατήσει, πληρώνει δύο οβολούς στον Χάρο, ξανασμίγει με τον Ξανθία, αντικρύζουν την Έμπουσα (κόρη της Εκάτης, ένα φανταστικό τέρας, προάγγελο δυστυχιών), οι μυημένοι (ο Χορός) γιορτάζουν τον Ίακχο (οδηγός των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια) («Ίακχε, πολύτιμε εδώ έχεις λημέρι/ … ιερός, αγνός, κυκλωτικός/ διθύραμβος των οσίων μυστών σου»), ο κορυφαίος του χορού ενημερώνει για τον ρόλο των μυστών, που επικαλούνται την θεά Δήμητρα («αγνών οργίων άνασσα»), ο Διόνυσος ερωτά πού είναι το σπίτι του Πλούτωνα και πληροφορείται ότι βρίσκεται ακριβώς μπροστά του· του απαντάει ο Αιακός (κριτής του Κάτω Κόσμου), που όταν ακούει το όνομα του Ηρακλή (όπως είναι μεταμφιεσμένος ο Διόνυσος) ξεσπά σε ύβρεις («ω ξεδιάντροπε, ω βδέλυγμα, α, ξετσίπωτο θρασίμι / μίασμα εσύ – βρομιάρη, ολοβρομιάρη, βρομερότατε / μας άρπαξες τον σκύλο μας τον Κέρβερο…»)· ο Διόνυσος τρομοκρατείται («τέλεσα σπονδή από πίσω…») και αλλάζει φορεσιά με τον Ξανθία· η θεράπαινα τον καλωσορίζει και του υπόσχεται χορεύτριες («μπουμπούκια, έφηβες, στο πρώτο χνούδι») · τότε ο Διόνυσος απαιτεί να αλλάξει η μεταμφίεση και να ξαναγίνει θεός· ακολουθεί διάλογος του υποτιθέμενου Ηρακλή (Διόνυσου) με δύο ξενοδόχες· ο Ξανθίας ξαναντύνεται Ηρακλής, δέχεται ξυλιές από τους δούλους του Αιακού και υποδεικνύει τον Διόνυσο προς ξυλοδαρμό («…κρέμασέ τον ανάποδα, δείρ’ τον, γδάρ’ τον / στρέβλωσε του τα μέλη, μαστίγωσέ τον…»)· ακολουθεί ένα είδος διαγωνισμού, κατά τον οποίο ο Αιακός για να πεισθεί ποιος είναι ο αληθής θεός κτυπάει και τους δύο, αλλά αδυνατεί να διακρίνει και τους παραπέμπει στον Πλούτωνα· ακολουθεί η παράβαση, ο χορός, ο κορυφαίος· «έχουν αξία όλα τ’ άλλα πράγματα εις ένα κόσμο, που μόνο παράδες έχουν τιμή;».

Στο δεύτερο μέρος, έξω από το σπίτι του Πλούτωνα βρίζονται ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης· ο Ξανθίας συνομιλεί με έναν υπηρέτη, ο οποίος τον ενημερώνει («…ο Ευριπίδης / άρχισε να κάνει επίδειξη της ρητορείας του / σε λωποδύτες, πορτοφολάδες, πατροκτόνους, διαρρήκτες») ότι ο Ευριπίδης διεκδικούσε τον θρόνο από τον Αισχύλο και ο Πλούτων διάταξε «αγώνα, κρίση, έλεγχο της τέχνης των δυονών τους» · ο Σοφοκλής θεωρούσε ότι ήταν κατώτερος του Αισχύλου, οπότε δεν μπήκε στον αγώνα· ο Χορός άδει τα δρώμενα, εμφανίζονται από το σπίτι του Πλούτωνα ο Διόνυσος, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ξεκινάει ένας αδυσώπητος ανταγωνισμός· ο Ευριπίδης κατηγορεί τον Αισχύλο· («…στην τραγωδία αυτό αγαπούσε: το τερατώδες») και ότι ήταν «ποιητής αγριανθρώπων, καβαλημένο καλάμι, αθυρόγλωσσα / μ’ ένα στόμα αχαλίνωτο, ασυγκράτητο και αστύλωτο· απεραντολόγος, κομπορρήμων». Ο Αισχύλος θυμώνει και αποκαλεί τον Ευριπίδη «παιδί της αρουραίας θεάς, γιε της μανάβισσας / αεροκοπανιστή, κουρελοραψωδέ, ζητιανολόγε», «ποιητής των σακάτηδων και νούλα / μια παρέλαση κουτσών είναι τα έργα του…», «α, κακομοίρη, άσεμνες κρητικές μαντινάδες αραδιάζεις / κι ανόσιους γάμους γέμισες την τέχνη» · η κατευναστική παρέμβαση του Διονύσου δεν φέρει αποτέλεσμα· ο Ευριπίδης εξάπτεται και ο Αισχύλος υποτιμητικά αναφέρει ότι «η ποίηση μου δεν πέθανε μαζί μου / ενώ η δική του πέθανε μαζί του» · ο Διόνυσος καλεί τον Χορό να υμνήσει τις Μούσες· ο Αισχύλος προσεύχεται στη θεά Δήμητρα, ενώ ο Ευριπίδης προσεύχεται σε νέους θεούς· «ω, αιθέρα, τροφή μου…στρόφιγγα της γλώσσας μου, μάνα της ευφυΐας μου…».

Ο Ευριπίδης εξακολουθεί να χλευάζει τον Αισχύλο· «…Κι ο χορός: τέσσερις αρμαθιές στίχοι απνευστί / ενώ οι κουκουλωμένοι ούτε μιλιά»· ο Διόνυσος παρεμβαίνει υπέρ του Αισχύλου· «εγώ κάνω τη χαιρόμουν αυτή τη σιωπή / και μ’ έτερπε πιο πολύ απ’ των σημερινών το παραλήρημα» · ο Ευριπίδης συνεχίζει να βρίζει τον Αισχύλο· «…αράδιαζε μια δωδεκάδα λέξεις βοϊδόμορφες, ασήκωτες / με φρύδια και λοφία – πράγματα φοβερά με αποτρόπαιη όψη / ακαταλαβίστικα στους θεατές» και υπερασπίζεται τη δική του τέχνη· «η πρώτη μου μέριμνα ήταν να χάσει βάρος, να λεπτύνει / τη νήστεψα / την τάισα με λόγια απλά, με λευκά σέσκουλα / κι ώσπου να συνέλθει / τη γιατροπόρεψα με μονωδίες, της σύστησα περιπάτους / κι από βιβλία της στράγγιζα τον πιο έξυπνο χυλό».

Ο Κορυφαίος του Χορού τάσσεται με το μέρος του Αισχύλου· «ώ, πρώτε των Ελλήνων, που πύργωσες ρήματα σεμνά. / Αισχύλε, / Έφτιαξες λέξεις μεγαλόπρεπες σαν κάστρα / κι ύψωσες τον τραγικό λόγο ίσαμε τ’ άστρα / ασ’ τον και τώρα σαν κρουνός θα ξεχυθεί».

Ο Αισχύλος θέτει το κρίσιμο ερώτημα· «γιατί πρέπει κανείς να θαυμάζει έναν ποιητή;», και ο Ευριπίδης απαντά· «για την ποιητική επιτηδειότητα και για τη νουθεσία· / ενωμένα κάνουν καλύτερους τους ανθρώπους τους πολίτες». Ο Αισχύλος, ενώ συμφωνεί με τα λεχθέντα, λέγει πως ο αντίπαλος τους ανθρώπους· «τους κατάντησε φαύλους και μοχθηρούς» και ότι παρέλαβε από αυτόν «γενναίους, πανύψηλους / όχι πολίτες κουραμπιέδες, όχι κατεργάρηδες κι αδίστακτους / όχι σουλατσαδόρους της αγοράς / (αλλά πολίτες) που / πολεμική πνοή αναδιδόταν από εκείνους / η ζωή τους ήταν το δόρυ, οι λόγχες, τα κράνη με τις λευκές φούντες / κνημίδες, πηλήκια βαριά, πάθη σαν από δέρματα εφτά βοδιών».

Ο Αισχύλος επικαλείται το έργο του «Επτά επί Θήβαις» για να αποδείξει ότι δίδαξε την ανδρειοσύνη, πλην ο Διόνυσος είχε αντιρρήσεις. Ο Αισχύλος αναφέρει επίσης τους «Πέρσες» για να συστήσει «ότι πρέπει παντού να νικάτε τον εχθρό», αλλά και πάλι ο Διόνυσος δεν συμφωνεί.

Ο Αισχύλος ισχυρίζεται πως τα έργα του είναι σαν του Ορφέα, του Μουσαίου, του Ησιόδου, του Ομήρου.

Ο Ευριπίδης υποστηρίζει πως η «Φαίδρα» δεν ήταν προϊόν της φαντασίας του, αλλά υπήρχε σχετικός μύθος, πλην ο Αισχύλος του επιτίθεται ότι ανέβαζε στη σκηνή βρωμιές και ότι «χρειάζεται να μιλάμε για ό,τι όντας ενάρετο, φτιάχνει χαρακτήρα» και ότι «εγώ μεγάλωσα τους ανθρώπους, εσύ τους μίκρυνες εξευτελιστικά», «έντυσες με κουρέλια αυτούς που παίζουν ρόλους βασιλικούς / τους έκανες να φαίνονται ελεεινοί και τρισάθλιοι / στα μάτια του ανθρώπου», «άδειασες τις παλαίστρες» «οι ναύτες της Παράλου έμαθαν ν’ αντιμιλούν / στους ανωτέρους τους…», «τι να γεννοβολούν στα ιερά! / Τι να κοιμούνται με τους αδελφούς τους!».

Ο Ευριπίδης αντιπαραθέτει αδυναμία του Αισχύλου στους προλόγους του· «Ικανός τεχνίτης, αλλά ασαφής στη διατύπωση!»· αναφέρει την «Ορέστεια» ή τις «Χοηφόρους» και κατηγορεί τον Αισχύλο για ταυτολογίες.

Ο Αισχύλος αραδιάζει λάθη στους προλόγους του Ευριπίδη, ο οποίος αναφέρει τον Ευδαίμονα Οιδίποδα, ενώ ο αντίδικός του σημειώνει ότι ο Οιδίποδας δεν ήταν ευδαίμων, αφού ο θεός Απόλλων είχε προμαντέψει ότι θα σκότωνε τον πατέρα του.

Ο Ευριπίδης μέμφεται τον Αισχύλο για τα χορικά του και ο Αισχύλος αντιπαραθέτει το ύφος του μονωδιών του Ευριπίδη.

Από το αδιέξοδο τους βγάζει ο Αισχύλος, που προτείνει να χρησιμοποιήσουν ζυγαριά για να μετρηθεί ακριβώς το βάρος των λόγων τους. Έκαστος πιάνει έναν δίσκο της ζυγαριάς και λέγουν από έναν στίχο· λέγει ο Ευριπίδης: «άμποτε το σκάφος της Αργώς να μην είχε ανοίξει τα φτερά του»· λέγει ο Αισχύλος: «ω, Σπερχειέ ποταμέ κι ω βοσκοτόπια». Ο Διόνυσος θεωρεί πως υπερτερεί εκείνος του Αισχύλου. Ο Ευριπίδης προτείνει να πουν άλλον στίχο. Ο Διόνυσος δέχεται· λέγει ο Ευριπίδης: «δεν υπάρχει άλλο ιερό για την Πειθώ, μόνο ο Λόγος»· λέγει ο Αισχύλος: «απ’ τους θεούς μονάχα ο θάνατος δεν αγαπά τα δώρα». Ο Διόνυσος κρίνει πως και πάλι υπέρτερο τον στίχο του Αισχύλου, επειδή όμως διαμαρτύρεται ο Ευριπίδης, ο Διόνυσος απαγγέλει έναν στίχο· «ρίχνει στα ζάρια ο Αχιλλέας δύο άσους και τεσσάρι» και καλεί τους διαγωνιζόμενους να απαντήσουν· ο Ευριπίδης λέγει: «ξύλο βαρύ σαν σίδερο με το δεξί του αρπάζει» και ο Αισχύλος λέγει: «νεκρός επάνω σε νεκρό και άρμα πάνω σ’ άρμα». Ο Διόνυσος κλίνει προς τον στίχο του Αισχύλου. Ο εμφανισθείς Πλούτων απευθύνεται στον Διόνυσο και του αναφέρει πως «όποιον προκρίνεις πάρ’ τον, φεύγα / για να μην έχεις έλθει τζάμπα». Ο Διόνυσος απαντά πως το ταξίδι του είχε σκοπό να βρει ποιητή για να σώσει την πόλη και υποβάλλει πάλι τους ποιητές σε διαγώνισμα σχετικά με τον Αλκιβιάδη· τελικά ο Διόνυσος διατυπώνει την απόφασή του: «όποιον ποθεί η ψυχή μου θα ψηφίσει» και εν τέλει διαλέγει τον Αισχύλο, ο οποίος συμβουλεύει, τον θρόνο του στον Κάτω Κόσμο να καταλάβει ο Σοφοκλής και όχι «ο παλιοκατεργάτης, ο ψευδολόγος, ο βρομόστομος» Ευριπίδης. Ο χορός κλείνει το έργο κατευοδώνοντας τον Αισχύλο.

Οι «Βάτραχοι» είναι έργο ανισομερές, διότι το πρώτο μέρος, που στην ουσία είναι προετοιμασία για το περίφημο εύρημα της αντιμαχίας των ποιητών, έχει την ίδια διάσταση με το κυρίως θέμα, οπότε οι θεατές είναι εξαντλημένοι, όταν αναζωογονείται το πνεύμα του συγγραφέα· όμως η σύνθεση αυτή είναι μνημειώδης, διότι οι διάλογοι ανάμεσα στους επιφανείς δραματουργούς αποσβήνει οποιαδήποτε ένσταση: η αναδιδόμενη γοητεία από την επιχειρηματολογία των διαγωνιζομένων ποιητών προσδίδει στο έργο μια ιδεώδη πρωτόγνωρη μορφή, ικανή να σταθεί ως κριτική μελέτη της τραγωδίας, αλλά και ως θεμελιώδης κανόνας συγχρόνων θεατρικών παραστάσεων.

Ο Αριστοφάνης, ενώ με την ποίησή του εισάγει νεωτερικές ιδέες η πρωτότυπα επεισόδια ή φαντασιακά ονειρικά τοπία, παρ’ όλα αυτά στους «Βατράχους» επιλέγει τον αρχαιοπρεπή, πομπώδη, Σαλαμινομάχο Αισχύλο, διότι η τραγική θέση της Αθήνας το 405 π.Χ., είχε ανάγκη τον ηρωϊκό Αισχύλειο τόνο· ο Ευριπίδης που θεωρείται πρωτοπόρος του ατομικού προβληματισμού ή ικανός ερευνητής των κοινωνικών αλλαγών και των κρατουσών ανατροπών, νοοτροπίας και ηθών, δεν προτιμάται ακριβώς λόγω της θλιβερής κατάντιας της άλλοτε θαλασσοκράτειρας πόλης.

Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι το εξέχον διανόημα του δευτέρου μέρους στερείται σκηνικής δράσης, περιοριζόμενο σε διαλόγους· τα επεισόδια του πρώτου μέρους δεν ισοφαρίζουν την έλλειψη του δευτέρου μέρους, διότι δεν εμπεριέχουν ικανή αξία, ανταποκρινόμενη στην κύρια σύλληψη του ποιητή.

Βέβαια, αξίζει να εξαρθεί, ότι οι «Βάτραχοι», παρωδία ηθών, εθίμων, συνηθειών, ασχολούνται με την τραγωδία και δη με το επινόημα αντιπαλότητας ανάμεσα στο ύφος, τη μορφή και το γλωσσικό ιδίωμα δύο διαφορετικών θεατρικών σχολών.

Το Αριστοφάνειο σκώμμα λαμβάνει τη μορφή αγώνα λόγου ανάμεσα σε δύο επιφανείς τραγικούς· η καθ’ υπερβολήν άποψη, ότι η λογοτεχνία και δη το θέατρο μπορεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στο μέλλον της κοινωνίας, υποστηρίζεται ασμένως· οι αντίπαλοι δραματουργοί ενισχύουν την θέση αυτή, «ότι βελτίους τε ποιούμεν τους ανθρώπους εν τας πόλεσιν»· αλίμονο, αν δεν πίστευαν στην παιδευτική αποστολή τους οι συγγραφείς και δη οι θεατρικοί.

Η δραματική σκηνική παρουσία ενεργεί ωφελίμως αν διέπεται από τον αντίστοιχου ύψους εντυπωσιασμό, όχι, ως φάρσα ή προπαγάνδα ή ανάδειξη παρακμιακών, αλλά υπηρετώντας το αισθητικό ιδεώδες, που αγγίζει ανεπαίσθητα, αλλά αποφασιστικά, τις ανθρώπινες ψυχές· η σάτιρα, η διακωμώδηση, ο χλευασμός, ο καυτηριασμός χαρακτήρων ή πράξεων, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η γελοιοποίηση, η εύχαρις καταγγελία, το χιούμορ, ο εμπαιγμός, δεν αποτελούν αποκλειστικά οργανικούς μοχλούς της κωμωδίας, ήτοι της ψυχαγωγίας, αλλά επεκτείνουν αποφασιστικά την αποστολή τους στην διαπαιδαγώγηση των θεατών και προσομοιάζουν με την τραγωδία· ο αριστοτέλειος ορισμός, ότι η τραγωδία «δι’ ελέον και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» έχει πλήρη εφαρμογή στην αριστοφάνεια ιδιοφυή γραφή.

Ο Αριστοφάνης επιμένει στη διαπάλη ιδεών και στη σύγκρουση ανάμεσα σε θεατρικές παραμέτρους, με απώτερο στόχο την κοινωνική βελτίωση, την ανάνηψη της πόλης, την ατομική πρόοδο· με τη μέθοδο αυτή μια κωμωδία, ένα σκώμμα τρέπεται σε κριτικό λόγο, σε εμβάθυνση στον πλούτο των λέξεων, σε επισήμανση υπερβολών ή και λαθών· οι ακραίοι χαρακτηρισμοί μεταξύ των μεγάλων τραγωδών, παρόλη την υπερβολή τους, θίγουν εύστοχα την ανατροπή των αξιών, τη μετρική αντιφώνηση, τον αναδιδόμενο από τις συλλαβές ήχο, το ιδεολογικό φορτίο τραγωδιών. Ο μέγας σατιρικός, σε βάρος της απαραίτητης δράσης, δίνει νοηματικό ύψος στο περιεχόμενο των έργων του Αισχύλου και του Ευριπίδη· σκοπός είναι η διδαχή των χειμαζόμενων Αθηναίων, όπως άλλωστε το είχε πράξει επιτυχώς στους «Όρνιθες» (414 π.Χ.) με την αλληγορική απεικόνιση μιας ουράνιας πολιτείας πουλιών που ιδρύεται με το όνομα «Nεφελοκοκκυγία» για να λάβει εξέχουσα θέση ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους· εκεί ο Αριστοφάνης κατέφυγε στον ουρανό, ενώ στους «Βατράχους» επισκέφθηκε τον Άδη, ντυμένος ως Διόνυσος· παντού διατρέχει ένας εμπαιγμός των κακών κειμένων της κοινωνίας.

Στη νεώτερη εποχή οι «Βάτραχοι» ανέβηκαν στην Επίδαυρο πρώτη φορά το 1959 σε σκηνοθεσία Αλ. Σολωμού. Διδάχθηκαν επίσης στο θέατρο Τέχνης το 1966, σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, στο ΚΘΒΕ, το 1971, σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη, στο Αμφιθέατρο, το 1977, σε σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου και σε πλήθος άλλων παραστάσεων.

Η παράσταση της Επιδαύρου αποτέλεσε ένα εξέχον γεγονός· η υπερμεγέθης κατηφορική ράμπα, υπονοούσα την κάθοδο στον Άδη, έδινε το στίγμα της υπόθεσης (σκηνικά Εύας Μανιδάκη)· ουδέν άλλο στοιχείο υπήρχε, δηλωτικό εμφανούς λιτότητας· με την σκηνική αυτή αφαίρεση, οι υποκριτές διέθεταν χώρο προς ανάδειξιν των προσόντων τους.

Ο μεταφραστής Νίκος Παναγιωτόπουλος ακολούθησε πιστά το κείμενο του ποιητή και δεν υπερέβαλλε σε κανένα σημείο· συνέθεσε ένα κείμενο κατανοητό, αρμόζον στο αριστοφάνειο πνεύμα. Η επιμελημένη μετάφραση θα ήταν χρησιμότερη, αν υπήρχε σε αντιπαράθεση αριθμημένο το κείμενο του ποιητή.

Ο θίασος απέδωσε την ηδυσμένη πικρή φόρτιση εντός τελετουργικού αιφνιδιασμού, που ο σχολιαστής της αποτελματωμένης Αθηναϊκής κοινωνίας χάρισε με τα έργα του στους διψώντες πολίτες. Βέβαια, ο εραστής του θεατρικού Ναού οφείλει να είναι προετοιμασμένος για να υπεισέλθει οπλισμένος στον Αριστοφάνειο λόγο, όπου απαντώνται βωμολοχίες, ύβρεις, ευτελισμός του θείου, σκληροί χαρακτηρισμοί, αυθάδειες, υπερβολές, λαϊκά πυροτεχνήματα, άγαρμπες χειρονομίες, ευτελή σαρκικά υπονοούμενα, κατάρρευση αρχόντων και θεών, συκοφαντίες, αναιμικά προσωπεία, κραιπάλες, αυταπάτες, μαύρο χιούμορ, δονκιχωτισμοί.

Οι θεατές, ελεύθεροι από ατομικές μειονεξίες ή εφήμερες δεσμεύσεις από βιοτικές ανάγκες, μέσα στις, εν πολλοίς, υπερρεαλιστικές ονειροπολήσεις του Αριστοφάνη και τις ευφρόσυνες μεταφορές του, θα διέλθουν την λυτρωτική οδό μιας αλλόκοτης ιεροπραξίας και θα αποκαθαρθούν ορχούμενοι· οφείλουν να έχουν κατά νουν το ευφυές του Αλ. Χοντορόφσκι: «τα πουλιά που γεννιούνται σε κλουβί νομίζουν ότι το πέταγμα είναι ασθένεια»· τότε η ψυχή τους θα συμπορευθεί με την τραγικότητα του αναδιδόμενου σαρκασμού και θα γίνουν κοινωνοί της ανατροπής των διαλόγων, της εξουσίας, της κακοτυχίας.

Αν επομένως τραπούν οι αδαείς σε μύστες αυτογνωμόνως, τότε θα υπεισέλθουν στην αρμονία της απομυθοποίησης, στις διαπρύσιες δαιμονικές κραυγές της απώλειας, στην αναγκαία περισυλλογή, στις αδογμάτιστες ερμηνείες, στις αυταρχικές απεξαρτήσεις, στην απόρριψη του υπερεγώ και εν τέλει στην πνευματική ενηλικίωση.

Στα πλαίσια αυτά η ιδέα της σκηνοθέτιδος να υποδυθούν τον Διόνυσο και τον Ξανθία, γυναίκες, συνάδει με το Αριστοφάνειο πνεύμα, παρ’ όλον ότι την εποχή που πρωτοπαίχθηκε το έργο, η ηθοποιία ήταν αντρική υπόθεση: προς επίρρωσιν της πρωτοβουλίας αυτής ήλθαν δυο κορυφαίες πρωταγωνίστριες· η διαθέτουσα υψηλή υποκριτική τέχνη Μαρία Κεχαγιόγλου (Διόνυσος) και η ανεξάντλητη τεχνίτης της θυμέλης Εύη Σαουλίδου (Ξανθίας)· ο πειστικός λόγος και οι εύστοχες κινήσεις τους προσέθεσαν τα μάλλα στην παράσταση· οι ικανοί υποκριτές μπορούν να υπηρετήσουν όλα τα θεατρικά είδη.

Οι δύο κύριοι πρωταγωνιστές Νίκος Χατζόπουλος (Αισχύλος) και Ακύλλας Καραζήσης (Ευριπίδης) έδωσαν πνοή στο δεύτερο και ουσιώδες τμήμα της παράστασης· μετέδωσαν αληθοφανώς τη σύγκρουση ανάμεσα στην πομπώδη υψηλόφρονα και στην νεωτερική πρωτοπόρα ποίηση. Ήταν και οι δύο υποδειγματικοί· η απογύμνωση βέβαια του Α. Καραζήση δεν νομίζω ότι προσέθεσε τίποτα στην υπόθεση.

Ο κορυφαίος του Χορού Αντώνης Μυριαγκός απέδειξε ότι ανήκει στους διακεκριμένους ερμηνευτές αρχαίου δράματος· εξέφερε τον λόγο του με τη δέουσα σοβαρότητα και διακρίθηκε για την εξαιρετική άρθρωση.

Οι Μιχάλης Βαλάσογλου (Ηρακλής), ο Ευθύμης Θέου (Πλούτων, Αιακός, Χάρος), η Δήμητρα Βλαγκοπούλου (υπηρέτης), η Χαρά Κότσαλη (ξενοδόχα Β'), η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη (θεράπαινα, ξενοδόχα Α'), που επιπλέον, μαζί με τον Σπύρο Μάστορα απετέλεσαν και μέλη του Χορού των Βατράχων και των Μυστών, έδωσαν την ικμάδα των ικανοτήτων τους, με ιδιαίτερα επιτυχείς ακροβατικές κινήσεις και χαρακτηριστικό πάγωμα του σώματος και του προσώπου· επιπλέον η δημιουργική μουσική του Jan Van de Engel χάρισε ιδιαίτερη πνοή στην εξέλιξη των δρωμένων, όπως και η απόδοση μουσικών οργάνων εκ μέρους των ηθοποιών του Χορού ήταν άκρως επιτυχής.

Η αναπαράσταση μιας εμβληματικής κωμωδίας 2.500 ετών, σε αντιποιητική εποχή, αποτελεί μείζον αισθητικό γεγονός· οι «Βάτραχοι» θα κοάζουν ρυθμικά, υπό τις επευφημίες του φιλοθεάμονος κοινού.