Top menu

"Η Άννα των Αγρών", ένα αληθινό πρόσωπο, με γνώμονα το σημερινό bullying

Lucy Maud Montgomery

Γράφει η Ηλιάνα Βολονάκη

 

Η εντεκάχρονη Άννα Σίρλεϊ, δεν είχε γνωρίσει ποτέ ένα πραγματικό σπιτικό. Από τότε που πέθαναν οι γονείς της, όταν ήταν τριών μηνών, ζούσε πότε σε θετές οικογένειες και πότε σε ορφανοτροφείο. Όταν την έστειλαν, λοιπόν, να μείνει με τη Μάριλα και τον Μάθιου Κάθμπερτ στη φάρμα Γκριν Γκέιμπλς, στο νησί του Πρίγκιπα Εδουάρδου, πίστεψε πως βρήκε τελικά ένα σπιτικό. Το Γκρίν Γκέιμπλς είναι το ομορφότερο μέρος που αντίκρισε ποτέ της και, πάνω απ' όλα, αυτή τη φορά θα την υιοθετούσαν. Αλλά το τελευταίο πράγμα που περίμεναν οι Κάθμπερτ ήταν ένα ζωηρό, κοκκινομάλλικο και φλύαρο κοριτσάκι, με μεγάλη φαντασία και ατίθασο χαρακτήρα, και έτσι η Άννα δεν είναι καθόλου σίγουρη πως θέλουν να την κρατήσουν.

Το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να ανήκει κάπου και ονειρεύεται πως τη λένε Άννα Γκειμπλς. Αν και ενήλικη πια, διάβασα αυτό το βιβλίο με λαχτάρα, σαν παιδί που ονειρεύεται, αλλά και οι μεγάλοι δεν ονειρεύονται; Αν χαθεί και αυτό, θα χαθεί και ο κόσμος μας!

Διαβάζοντάς το λοιπόν, διέκρινα κοινά χαρακτηριστικά με την εποχή μας! Το λεγόμενο: bullying, η κακοποίηση, καλύτερα, των μεταξύ παιδιών στα σχολεία και όχι μόνο. Μια μεστή γεύση που μεγαλώνει και φτάνει μέχρι την διερεύνηση, αλλά για κάποιους λόγους, υποχωρεί! Τελικά, οι εποχές είναι πάντα ίδιες, οι άνθρωποι αλλάζουν! Αλλάζουν όμως; Ή είναι φαινομενικά απαθής, στη συνέχεια της κοινωνίας;

Το βιβλίο είναι γραμμένο, από την Lucy Maud Montgomery, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και το δημοσίευσε στα 1908, στα τριάντα επτά της χρόνια, δασκάλα σαν ήταν!  Από τότε έγινε ανάρπαστο και ως σήμερα διαβάζεται σε όλο τον κόσμο, αποτελεί δε έναν από τους πολιτισμικούς θησαυρούς του Καναδά. Η ιστορία του έχει να κάνει με την ζωή και τις περιπέτειας μιας ορφανής πανέξυπνης δεκατριάχρονης κοκκινομάλλας, της Anne Shirley, με φόντο το νησί του Πρίγκιπα Εδουάρδου, της περιοχής Νέας Σκωτίας στον Καναδά, τον τόπο όπου γεννήθηκε και η συγγραφέας.

Θέμα του βιβλίου και της σειράς, λοιπόν, η ιστορία της Άννας που μεγαλώνει από μωρό στα τέλη του 19ου αιώνα σε ένα ορφανοτροφείο υπό άσχημες συνθήκες και που από ένα λάθος του, καταλήγει στο σπίτι δυο αδερφών, του Matthew και της Camilla Cuthbert, στο Green Gables του Cavendish. Της Άννας με το έψιλον στο τέλος, που με την εκρηκτική της ιδιαίτερη προσωπικότητα θα αλλάξει τόσο τη ζωή των αδερφών που την υιοθέτησαν, όσο και των κατοίκων του χωριού όπου ζουν, της Άννας της ρομαντικής που μιλάει με πλάσματα της φαντασίας της, που έχει ανάγκη να την αγαπάνε και να ανήκει κάπου, της Άννας που κάνει επιστήθιες φίλες. Της Άννας της πρωτοπόρου, της αντάρτισσας, εκείνης που ερωτεύεται! 

Η ίδια η συγγραφέας είχε μείνει ορφανή από μητέρα όταν ήταν βρέφος ακόμη, είκοσι ενός μηνών, ο πατέρας της την άφησε στους γέροντες γονείς του και στη συνέχεια εξαφανίστηκε από την ζωή της. Και αυτή, όπως και η ηρωίδα της, η Άννα, είχαν αναπτύξει μεγάλη φαντασία λόγω της μοναξιάς τους και βρήκε την χαρά στην εφηβική της ζωή όταν πήγε να μείνει με τους θείους της. Το Green Gables είναι η τοποθεσία με το μεγάλο σπίτι, από όπου εμπνεύστηκε η συγγραφές για να γράψει την ιστορία της. Το σπίτι της υιοθετημένης Άννας! Σήμερα, μάλιστα, το σπίτι αυτό με την όλη γύρω του έκταση έχει ενταχθεί το εθνικό πάρκο του νησιού και αποτελεί τουριστικό προορισμό για χιλιάδες τουρίστες. 

Το βιβλίο, θεωρήθηκε αρχικά ότι απευθύνεται σε παιδιά, θεωρήθηκε, ότι είναι μια φανταστική ιστορία, αλλά δεν είναι έτσι. Έχει στοιχεία από την ζωή της συγγραφέως του και, το κυριότερο, κινείται στην εποχή του, στα τέλη του 19ου αιώνα στον Καναδά, αναφέρεται στην θέση των μαύρων αποίκων μες στην κοινωνία των λευκών αλλά ακόμη, έστω και ακροθιγώς, και στην οικτρή κατάσταση των ιθαγενών Ινδιάνων της περιοχής, της φυλής των Mi’kmaq. 

Δηλαδή, σε  ιστορικά γεγονότα που ταλανίζουν επί  ένα και πλέον αιώνα και έως τις μέρες μας, τους ιθαγενείς Ινδιάνους Mi’kmaq, αναφορικά με τις σχέσεις τους με την πολιτεία του Καναδά και τους Χριστιανούς Ιεραποστόλους. Και που αφορούν στο φρικτό έγκλημα της πολιτιστικής γενοκτονίας  όχι μόνον σε βάρος των Ινδιάνων Mi’kmaq και  της φυλής τους  αλλά και σε βάρος όλων των Ινδιάνων του Καναδά!

Γίνεται λόγος για τους Ινδιάνους Mi’kmaq και ας μην τους αναφέρει ως φυλή, για τις πολύτιμες ράβδους τους για το χόκεϋ επί πάγου, που όντως από τότε είχαν επινοήσει και έφτιαχναν, για τον καταδιωγμό τους από τους λευκούς εποίκους στο νησί, για  την βάναυση αρπαγή της κόρης τους από τον Καναδικό στρατό και τους Χριστιανούς Ιεραπόστολους προκειμένου να την επιστρέψουν στην υποχρεωτική από το Κράτος φοίτησή της στο σχολείο για τους ινδιάνους, μετά από την δραπέτευσή της από αυτό λόγω της κακοποίησής της και την καταφυγή στους γονείς της,  την αδυναμία εκείνων να την προστατεύσουν.

Τα πράγματα αυτά θίγονται απαλά, θα έλεγα, σαν να αφορούν ένα μεμονωμένο περιστατικό για τους ανυποψίαστους, δεν εκτείνονται δε ποσώς στην ευρύτερη τραγική χρονίζουσα κατάσταση! Δηλαδή, ότι το περιστατικό δεν είναι απλώς μεμονωμένο αλλά αναφέρεται ακροθιγώς στην μαζική, πολιτισμική, γενετική και οικονομική εξάρθρωση των Ινδιάνων που ξεκινώντας από το 1887, με την τροποποίηση της Indian Act του 1876, κορυφώθηκε σταδιακά στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960.  Για να συνεχισθεί κατατείνοντας στην μεγάλη συγγνώμη από την Κυβέρνηση του Καναδά και την Ενωμένη Εκκλησία του Καναδά προς τον λαό τους το 1998 για τον καθοριστικό ρόλο τους στην πολιτιστική τους γενοκτονία, στις 11 Ιουνίου του 2008 με την καταγραφή των σε βάρος τους και σε βάρος των παιδιών τους εγκλημάτων της Καναδικής Κυβέρνησης σε συνεργασία με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, τους Διαμαρτυρόμενους και τους Αγγλικανούς, στην μετέπειτα: συγγνώμη προς τον λαό τους από την Αγγλικανή Εκκλησία του Καναδά το 1998, στην συνέχεια την δημόσια έκφραση συγγνώμης και  της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας στον Καναδά με αίτημα συγχώρεσης.

Αργότερα, το Βατικανό επί Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’ κατά το έτος 2009, που ζήτησε από τους Ινδιάνους επίσημα συγγνώμη εκφράζοντας την θλίψη του για την αξιοθρήνητη και καταχρηστική συμπεριφορά των Ιεραποστόλων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε βάρος τους. Και να, στις 24 Νοεμβρίου του 2017, ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντώ, καλώντας και το Βατικανό προς δημόσια απολογία, εξέδωσε μια επίσημη συγγνώμη και από τους επιζώντες αυτόχθονες Ινδιάνους και τις οικογένειές τους για τα εγκλήματα που είχαν γίνει επί έναν και πλέον αιώνα από τις Καναδικές Κυβερνήσεις με την λειτουργία των κάποτε εξαναγκαστικών σχολείων για τα παιδιά τους, με στόχο την εξάλειψη των Ινδιάνικων ριζών τους που συμπεριελάμβαναν και εγκλήματα σε βάρος και της ίδιας τους της ζωής, συγγνώμη που δεν αποδέχτηκαν οι αυτόχθονες!

Τελικά, το bullying είναι μόνο στα σχολεία; Αμφιβάλλω! Η καθημερινότητά μας, είναι μια κακοποίηση, εξαρτάται πως διαχειριζόμαστε τις καταστάσεις. Η οικογένεια είναι το παν, το σχολείο και η κοινωνία! Αν δεν αλλάξουμε εμείς συμπεριφορά, πως περιμένουμε να αλλάξουν οι άλλοι; Η πολιτεία άραγε; Τι κάνει σε όλο αυτό; Αρκεί μόνο από την οικογένεια;

Πόσα ερωτήματα λοιπόν, γεμίζει ένας άνθρωπος; Ειδικά, με την ανάγνωση ενός βιβλίου!