Top menu

"Το τραγούδι του πατέρα" του Θ. Γρηγοριάδη -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

«Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας µου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια µετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα µικρό βιβλίο, µε φωτογραφίες που συµπληρώνουν το κείµενο. Ήθελα µια γραφή εξοµολογητική και βιωµατική, διάσπαρτη µε ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από µυθιστόρηµα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλµησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα»

Αυτά γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο σημείωμα που συνοδεύει το πρόσφατο βιβλίο του. Κι έτσι μας συστήνει την ιστορία του πατέρα του και της συντροφιάς/κομπανίας που σκάρωσαν οι τρεις νεαροί, το Τρίο Καντάδα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου (το Παλαιοχώρι) για να παίζουν στα γλέντια και στα χαρμόσυνα γεγονότα του χωριού τους· περισσότερο για να κάνουν το κέφι τους με τον τρόπο που πιο πολύ αγαπούσαν μετέχοντας στις αυθεντικές εκδηλώσεις με αυτοσχέδιους τρόπους ψυχαγωγίας.

«Τους λατρεύουν όλοι. Οι ντόπιοι παραμένουν οι πιο δύσκολοι, οι πιο παραδοσιακοί, οι πρόσφυγες φέρνουν μαζί τους τον ξεριζωμό, βρίσκονται σε μια διαρκή εσωτερική αναστάτωση και αναζήτηση (που ένα κομμάτι της κληρονόμησα κι εγώ, παιδί της τρίτης γενιάς), δεν τους παραξενεύουν τα καινούργια πράγματα». (σελ. 43)

Η διάλυση, κάπου δέκα χρόνια μετά, αυτής της συντροφιάς απηχεί και τα νέα ήθη, την αλλαγή στα μουσικά γούστα, που δεν άφηναν πλέον χώρο για τα ισπανόφωνα τραγούδια που οι τρεις φίλοι προτιμούσαν – κάποια γνωστά και κάποια δικά τους δημιουργήματα.

Ο Γρηγοριάδης δεν είναι ο μόνος από τους σύγχρονους πεζογράφους που θα στραφεί προς τα πίσω για να αποτυπώσει μέσα στα γραφτά του πρόσωπα και γεγονότα αληθινά, που συνιστούν και κομμάτι της προσωπικής του ζωής. Ούτε η τωρινή του ιστορία είναι η πρώτη που ακουμπά πάνω στο δικό του παρελθόν. Ωστόσο, είναι μοναδική ως προς τον δρόμο που διάλεξε για να την αφηγηθεί. Θέλησε να μιλήσει για τον πατέρα του, τον Λεωνίδα, αλλά και τη γενιά του μέσα από τις μουσικές της εποχής, μέσα από τους ήχους των ανθρώπων. Και είναι αλήθεια πως διαβάζεις και ακούς ταυτόχρονα αυτούς τους μουσικούς και χορευτικούς ήχους. «Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι», έτσι το θέλησε. Και τι μουσικές! Εκεί που θα περίμενες μακεδονίτικους παραδοσιακούς σκοπούς, έρχονται τα λατινοαμερικάνικα τανγκό και τα αστικά ελαφρά τραγούδια μιας κοινωνίας που πολύ απείχε από την αγροτική του χωριού στο Παγγαίο. Μαζί με τα πρόσωπα αναδύεται και η εποχή, και μαζί η ζωή (τόσο μακριά από τα αστικά κέντρα) στη στερημένη επαρχία στα μέσα της δεκαετίας του ’50, που φέρνει σε αναγκαστική συνύπαρξη τους ντόπιους με τους πρόσφυγες – «τουρκομερίτες» εκείνους τους παλαιούς της πρώτης προσφυγικής γενιάς και «τουρκόσπορους» τα παιδιά τους, έτσι απαξιωτικά, ως να τους συνηθίσουν και να τους ενσωματώσουν στον κοινωνικό ιστό. Ο συγγραφέας θυμάται και συνθέτει την ιστορία· κι όσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του συμπληρώνοντας τις παιδικές ή εφηβικές ημερολογιακές καταγραφές του, βρίσκει τις παλιές φωτογραφίες να μιλήσουν γι’ αυτόν, είκοσι συνολικά μαζί με τη φωτογραφία του εξωφύλλου, όλες από τα οικογενειακά άλμπουμ αποσπασμένες για μοίρασμα αναγνωστικό. Έτσι όπως το κάθε κεφάλαιο της αφήγησης το συνοδεύει και μια φωτογραφία, είναι σαν να ανοίγεις το άλμπουμ της οικογένειας. Και τότε το κείμενο γίνεται ο αφηγητής της εικόνας, η οποία κάθε φορά δεσπόζει ως κύριος φορέας μνήμης και εξιστόρησης.

Ο ίδιος πότε είναι ο παρατηρητής στον κόσμο των μεγάλων, πότε εισχωρεί για λίγο στο σκηνικό, ήρωας κι αυτός της πλοκής· κυρίως είναι ο σχολιαστής των τεκταινόμενων με την ικανή απόσταση που τον χωρίζει από τα χρόνια τα ιστορούμενα. Καμία αμφιβολία, φυσικά, για τη συγγραφική ταυτότητα που παρεμβαίνει σε όσα θυμάται ή γνωρίζει από τις αφηγήσεις των άλλων, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που γεννά η χρονική απόσταση αλλά και να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά το αυτονόητο: δεν υπάρχει στην ουσία διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην αυτοβιογραφία· η μια μορφή αφήγησης εισχωρεί μέσα στην άλλη για να προκύψει η ιστορία, εν μέρει αληθινή εν μέρει επινοημένη, με την αξία της να κρίνεται στη συγγραφική δεινότητα, στην αληθοφάνεια και όχι στην αλήθεια της. Είναι αυτή ακριβώς η αληθοφάνεια που κερδίζεται σ’ αυτό το βιβλίο από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και από τον τρόπο εκφοράς της. Η χρήση των πιο λιτών μέσων έκφρασης (καμία επιτήδευση) και οι διαρκείς παρεμβάσεις του αφηγητή/συγγραφέα χαρίζουν στην ιστορία τη ζωντάνια μιας εξομολογητικής προφορικής κουβέντας.

«Ο Λεωνίδας δεν ήθελε να αφήσει πίσω γυναίκα και δυο παιδιά, το δεύτερο (ο μικρός μου αδελφός) ήταν μόλις ενός χρόνου αγοράκι, άσε που ακόμη τα καπνά ήταν στα τελευταία μαζέματα, στα ουτσάκια, που λέγαμε, το τελευταίο χέρι. Αργότερα, που θα μεγάλωνα, θα έστελνε εμένα στη Θεσσαλονίκη, στους θείους μου, για λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία, μια απολαυστική εκδρομή γεμάτη βόλτα και σινεμά με διπλή ταινία και κιλά χαρτούρα από άχρηστα διαφημιστικά της Έκθεση». (σελ. 86)

Το αφήγημα του Γρηγοριάδη διαβάζεται σαν μια ιστορία που αφηγείται μια περασμένη εποχή με ακόμη όμως ζωντανές παρουσίες να τη θυμούνται. Ο συγγραφέας παρατηρεί τις ηλικιωμένες μορφές στα καφενεία του χωριού του:

«Τους βλέπω να μαραζώνουν χαζεύοντας την τηλεόραση, καρφωμένη ψηλά σ’ ένα σημείο, και προσπαθώντας να συλλαβίσουν τα κεφαλαία των τίτλων στις ειδήσεις, που γι’ αυτούς πάντα προαναγγέλλουν κάτι το απειλητικό.

«Όμως αυτοί ήταν η νεολαία που χόρευε και τραγουδούσε, αυτοί ήταν οι γονείς μας». (σελ. 56)

Αυτή τη νεολαία στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μεταφέρει στο Τραγούδι του πατέρα, όπως την είχε διασώσει μέσα στα χρόνια, σαν μια ζωντανή εικόνα «που, λες, την είχα μέσα μου πριν ακόμη γεννηθώ», όπως θα πει. Αυτή είναι και η αυθεντικότητα της γραφής του.