Top menu

"Τρεις Ευχές" του Κ. Γραμματικόπουλου -Προδημοσίευση

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, ο Ανδρέας έλαβε ένα ανησυχητικό τηλεφώνημα από του παππού του τον Στέλιο, που του έλεγε ότι έπρεπε να τον δει επειγόντως. Μετά από μία ώρα βρισκόταν στα Άνω Πετράλωνα. Κάθισαν στην κουζίνα, ο Στέλιος έφτιαξε δύο καφέδες και του είπε με σοβαρό και συνοφρυωμένο ύφος: «Ανδρέα, θέλει να σε δει ο πατέρας σου».

«Ο πατέρας μου;» αναφώνησε έκπληκτος ο Ανδρέας.

«Ναι παιδί μου, είναι στα τελευταία του. Πρέπει να πας να τον δεις».

Το πρόσωπο του Ανδρέα σκοτείνιασε χωρίς ν’ απαντήσει. Είχε μία αμυδρή εικόνα από τον πατέρα του, από την ηλικία των πέντε ετών, όταν χώρισαν οι γονείς του. Έκτοτε δεν τον είχε ξαναδεί. Ο Στέλιος τού εξήγησε ότι το ποτό του είχε καταστρέψει το συκώτι και δεν είχε πολύ ζωή μπροστά του. Ο Ανδρέας αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Η έλλειψη του πατέρα του όλα αυτά τα χρόνια ήταν μια πληγή καλά φυλαγμένη, που τώρα άνοιξε. Ήταν σ’ ένα φοβερό δίλημμα. Έφυγε σκεπτικός και ανήσυχος.

Το ίδιο βράδυ πήγε στην Ηλιούπολη όπου έμενε ο πατέρας του. Είχε πάρει την απόφασή του. Η διεύθυνση που του έδωσε ο Στέλιος ήταν ένα υπόγειο ενός διώροφου σπιτιού. Χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα, αλλά δεν του άνοιγε κανείς, όταν από τον πρώτο όροφο κατέβηκε μία κυρία γύρω στα πενήντα, που αποδείχθηκε ότι ήταν η σπιτονοικοκυρά και αφού της είπε ο Ανδρέας ποιος είναι, του άνοιξε με τα δεύτερα κλειδιά το σπίτι. Το υπόγειο ήταν ένα δωματιάκι με μία κουζίνα και μία τουαλέτα, και στο κρεβάτι ήταν σκεπασμένος με μία κουβέρτα ένας άντρας. Η σπιτονοικοκυρά με βαριεστημένο ύφος τον ρώτησε αν ήθελε κάτι, και χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχισε να παραπονιέται για τα νοίκια που της χρωστούσε ο νοικάρης. Ο Ανδρέας την καθησύχασε ότι θα τακτοποιηθούν όλα τα χρέη και ότι δεν ήθελε κάτι άλλο από αυτή. Έμεινε μόνος του στο δωμάτιο. Πλησίασε στο κρεβάτι και είδε ότι ο πατέρας του κοιμόταν. Δεν τον έβλεπε καλά, γιατί ήταν γερμένος στο πλάι. Απ’ όσο μπορούσε να δει, διέκρινε έναν άντρα αδύνατο και σκεβρωμένο, με μακριά γενειάδα και λευκά ανάκατα μαλλιά. Βαριανάσαινε. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. Πρέπει να πέρασε μισή ώρα, όταν ο πατέρας του ξύπνησε και άρχισε να λέει κάποια ακατάληπτα λόγια. Έσκυψε από πάνω του και άρχισε να του μιλά, αλλά αυτός δεν άκουγε.

«Θέλεις κάτι;» επανέλαβε δυο-τρεις φορές.

«Ποιος είναι;» ψιθύρισε ο πατέρας του.

«Εγώ είμαι, πατέρα».

«Νερό, λίγο νερό».

Πήγε στην κουζίνα και έβαλε ένα ποτήρι νερό. Πήγε κοντά του, του σήκωσε το κεφάλι σιγά-σιγά και του έδωσε να πιει.

«Ο Ανδρέας είσαι;»

«Ναι, πατέρα».

Έγειρε το κεφάλι του στο βρόμικο μαξιλάρι, χωρίς να πει κάτι. Άρχισε να ιδρώνει και να έχει ρίγη.

«Κρυώνω» ψιθύρισε. Κρυώνουν τα πόδια μου.

Έψαξε στο δωμάτιο και βρήκε ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες. Του τις φόρεσε και άρχισε να τρίβει με τα δυο του χέρια τα πόδια του.

«Ζεστάθηκαν τα πόδια σου, πατέρα;»

«Ναι, παιδί μου» απάντησε ξεψυχισμένα.

Η ανάσα του ήταν βαριά και ακανόνιστη.

«Ανδρέα…» ψιθύρισε.

«Ναι, πατέρα».

«Το πουλί θα πετάξει απόψε».

Κοιμήθηκε βαθιά. Τα χαράματα το πουλί πέταξε. Η κηδεία του Παντελή Κοσμίδη– του πατέρα του Ανδρέα– έγινε μετά από τρεις μέρες, ύστερα από έρανο μεταξύ των συγγενών. Ο εκλιπών ήταν απένταρος. Στην τελετή ήταν μόλις τρία άτομα. Ο Ανδρέας δεν πήγε στην κηδεία. Ο θάνατος του πατέρα του, αλλά κυρίως το τελευταίο βράδυ μαζί του, είχε τεράστιες συνέπειες στη ψυχοσύνθεση του. Τίποτα πια, δεν ήταν όπως πριν.