Top menu

Για "Το λιμάνι στην ομίχλη" του Georges Simenon

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Η όλη υπόθεση του βιβλίου (Georges Simenon, Το λιμάνι στην ομίχλη. Μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα, 2020), στην πραγματικότητα, εκτυλίσσεται σε ένα μικρό λιμάνι με λίγους κατοίκους που γνωρίζονται όλοι καλά μεταξύ τους.  Η ιστορία είναι πλημμυρισμένη από άφθονη υγρασία και ομίχλη που διηθούν τα πάντα, αντικείμενα και ανθρώπους. Αυτό το κλίμα, λειτουργεί ως ένα είδος μεταφοράς για τις προσπάθειες του Μαιγκρέ για να ανακαλύψει τι αλήθεια συνέβη.

Ένας άντρας που βρέθηκε να περιπλανιέται στο Παρίσι, ανίκανος να μιλήσει, αναγνωρίζεται τελικά ως ο λιμενάρχης του Ουιστρεάμ, ο πρώην καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού Υβ Ζορίς. Είχε εξαφανισθεί, όπως πληροφορούμαστε,  στις 16 Σεπτεμβρίου και εμφανίστηκε σε αυτή την κατάσταση έξι εβδομάδες αργότερα, στο Παρίσι. Ο Ζορίς ζούσε μια ήσυχη ζωή, δεν είχε γνωστούς εχθρούς και δεν ήταν μπλεγμένος  σε παθιασμένες ερωτικές σχέσεις. Η γυναίκα που τον φρόντιζε και σύντροφός του, η Ζυλί Λεγκράν, όταν μαθαίνει το νέο,  έρχεται εκεί για να τον πάρει και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ  τους συνοδεύει πίσω στο Ουιστρεάμ. Ο Ζορίς  είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι και χειρουργήθηκε κάπου επιτυχώς, αλλά μετεγχειρητικά δεν φαίνεται να γνωρίζει ποιος είναι. Μεταξύ των επιστολών του βρέθηκε μια δήλωση από την Τράπεζα της Νορμανδίας ότι κάποιος είχε καταθέσει 300.000 φράγκα στον λογαριασμό του.

Επιστρέφοντας πίσω στο Ουιστρεάμ, ο  Μαιγκρέ περνάει τη νύχτα στο ξενοδοχείο του όταν καλείται στο σπίτι του Ζορίς, γιατί ο καπετάνιος έχει δηλητηριαστεί και πεθαίνει. Ο αδελφός της Ζυλί, ο Μεγάλος Λουί, είναι ναυτικός με βεβαρημένο ιστορικό και βιογραφικό σημείωμα που εργαζόταν στο πλεούμενο «Σαιν Μισέλ» τη νύχτα που εξαφανίστηκε ο καπετάνιος. Ο Μαιγκρέ επισκέπτεται το «Σαιν Μισέλ» το οποίο αγκυροβόλησε ξανά και συναντά τον Μεγάλο Λουί,  δηλαδή τον Λουί Λεγκράν και τον καπετάνιο Υβ Λαννέκ. Ο Λουί  φεύγει για να κοιμηθεί σε ένα βυθοκόρο και ο Μαιγκρέ  ανακαλύπτει ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί, αλλά κανείς δεν του μιλάει γύρω από αυτό. Ο Μαιγκρέ επισκέπτεται το σπίτι του δημάρχου, Ερνέστ Γκρανμαιζόν, πρόεδρο μιας ναυτιλιακής εταιρείας, ο οποίος δεν φαίνεται χρήσιμος στον επιθεωρητή, και ακολουθεί τη Ζυλί σε ένα εξωκλήσι της Παναγίας στους αμμόλοφους, όπως το ονόμαζαν οι ντόπιοι, εκεί όπου η κοπέλα, όπως φάνηκε, ευχήθηκε να τα καταφέρει ο Λουί έτσι ώστε να είναι όλοι ευτυχισμένοι! Παρά τις πιέσεις του Μαιγκρέ η Ζυλί δεν θα πει τίποτα περισσότερο πάνω σε αυτό. Ο Μαιγκρέ ζητά τη βοήθεια του συναδέλφου του, Λυκάς, ο οποίος πράγματι φτάνει εκεί μετά από λίγο και ο οποίος ακολουθεί τον άντρα από τη βυθοκόρο κοντά στο σπίτι του δημάρχου, όπου τον χάνει. Εκεί αργότερα βρίσκουν τον δήμαρχο και τον Μεγάλο Λουί.

Όλοι φυσικά αρνούνται να μιλήσουν. Όμως σιγά-σιγά έρχεται στην επιφάνεια ένα πρόσωπο με πιθανή εθνικότητα νορβηγική, ονόματι Ρεϋμόν, πρώτος εξάδελφος του δημάρχου Ερνέστ Γκρανμαιζόν, με σκοτεινό παρελθόν, τουλάχιστον στον επιθεωρητή Μαιγκρέ, και ο οποίος όπως αποδείχτηκε τοποθετήθηκε από παλιά προϊστάμενος στην υπηρεσία ναυλώσεων της ναυτιλιακής εταιρείας του δημάρχου, και το σπουδαιότερο είναι ότι με αυτόν η σύζυγος του δημάρχου, Έλεν Γκρανμαιζόν, γνωρίζονταν καλά και από παλιά. Σταδιακά έρχονται στο φως κάποιες οικονομικές ατασθαλίες στην όλη επιχείρηση, ο πυροβολισμός του άτυχου από κάθε πλευρά, όπως αποδείχτηκε, καπετάνιου Ζορίς, η ερωτική σχέση της Έλεν και του  Ρεϋμόν, και ένας γιος τον οποίο διεκδικούσαν πολλοί. Η αυτοκτονία του δημάρχου, δίνει το έναυσμα. Έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα και να αποκαλύπτεται η ιστορία σε όλες της τις λεπτομέρειες και διαστάσεις. Ίντριγκες στο εσωτερικό της εταιρείας, παλιοί αλλά όχι ξεχασμένοι έρωτες, καρπός των ερώτων στην επιφάνεια, οικονομικές ατασθαλίες, γάμοι συμβατικοί, πατρικά και μητρικά φίλτρα να ενοχοποιούνται αφού οδήγησαν σε ανάρμοστες συμπεριφορές, δηλητηριάσεις ανεύθυνων αλλά εμπλεκόμενων προσώπων χωρίς ιδιαίτερη ευθύνη στα γενόμενα,  αλήθειες επώδυνες για μερικούς, αλλά λυτρωτικές για άλλους. Ενώ οι συνηθισμένοι κάτοικοι του λιμανιού είναι πρόθυμοι να τον υποδεχτούν στην τοπική ταβέρνα, φαίνεται ότι όταν έρχεται η κουβέντα στο συγκεκριμένο και επίμαχο γεγονός όλοι σιωπούν, και ότι ο οποιοσδήποτε εξ’ αυτών που πιθανόν να συνδέεται με τον Ζορίς και  ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να βοηθήσει στην έρευνα και στη διαλεύκανση του μυστηρίου, δεν αποκαλύπτει στον επιθεωρητή απολύτως τίποτα.

Πάντως να προσθέσουμε πως η όλη πλοκή και το σενάριο κάπου-κάπου παρουσιάζονται ασυνάρτητα σε σχέση με τα επόμενα βιβλία του Σιμενόν,  με εμφανή  κάποια απειρία από μέρους του συγγραφέα.  Άλλωστε να μην ξεχνάμε πως το μυθιστόρημα ετούτο δημοσιεύτηκε στα 1932, και ήταν η δωδέκατη ιστορία του επιθεωρητή Μαιγκρέ.  Αυτό το μυθιστόρημα, όμως,  είναι αρκετά αξιοσημείωτο από την άποψη του τόπου που διαδραματίζονται τα γεγονότα και από τον τρόπο που ο Σιμενόν αποτυπώνει τις αποχρώσεις της καθημερινής ζωής σε ένα μικρό λιμάνι με εξαιρετική περιγραφή κάποιων ιδιαίτερων συνηθειών του υδάτινου περιβάλλοντος, του καναλιού και του λιμανιού, αγνώστων στους περισσότερους αναγνώστες του βιβλίου.  Παρ’ όλα αυτά, η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία λαμβάνει χώρα η δράση  είναι εντελώς πειστική και υπάρχει καλή περιγραφή των χαρακτήρων.  Σίγουρα όμως δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό μυθιστόρημα του Ζωρζ Σιμενόν, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί μια εντυπωσιακή ανάγνωση για τους πολυπληθείς και πιστούς φίλους του συγγραφέα.