Top menu

Για τη "Διπλή όψη" της Μαρίας Μαραγκουδάκη: Είμαστε οι ιστορίες που αφηγούμαστε

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Μη γράφεις ό,τι βλέπεις. Να γράφεις τις ιστορίες που θα σου λέω. Γιατί αυτή είμαι. είμαι οι πολλές ιστορίες μου. Διαβάζω τη Διπλή όψη της Μαρίας Μαραγκουδάκη (εκδόσεις εύμαρος), στέκομαι στις παραπάνω φράσεις και σκέφτομαι πόσο οι ιστορίες μας, αυτές που αφηγούμαστε, χωρίς να έχει και τόση σημασία αν ανταποκρίνονται λίγο ή και καθόλου στην αλήθεια, παίρνουν ζωή από τη ζωή μας και λέξεις από τη σκέψη μας μιλώντας για ό,τι συνέβη ή για ό,τι έμεινε κρυμμένο στο υποσυνείδητο γυρεύοντας μια ευκαιρία (έστω και λογοτεχνική) για να εκφραστεί. Η γραφή της Μαραγκουδάκη στοχεύει ακριβώς εκεί, σε ό,τι τολμά να μιλήσει διεκδικώντας το ελάχιστο βήμα (επιτέλους) για να ακουστεί· φυσικά αυτό αφορά την ίδια τη γραφή αλλά και με τον μαγικό τρόπο της λογοτεχνίας αποκτά και το δικό μας πρόσωπο.

Μοιρασμένη στα δύο η ιστορία εδώ. Δύο πρόσωπα μιλούν, μοιάζει να επικοινωνούν όσο και να απομακρύνονται, σαν δύο μονόλογοι που θα μπορούσαν να ενωθούν σε ιδιότυπο διάλογο που επιτρέπει την ποθητή συνεύρεση, επιστρέφοντας κατόπιν ο καθένας στην αρχική του μοναξιά – αυτή άλλωστε είναι η άφευκτη συνθήκη της κοινωνικής συμβίωσης και η γραφή αυτή το γνωρίζει καλά, καθώς επιχειρεί συνειδητά ή όχι μια ψυχογράφηση των δύο προσώπων στα σημεία που ενώνονται και σε αυτά που διαχωρίζονται.

Στο πρώτο μέρος («Η Κάρμεν φορούσε μαύρα») η Κάρμεν (καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος από την αρχετυπική περσόνα της εγκλωβισμένης γυναίκας μέσα στην ίδια της την απελευθέρωση) προσπαθεί να δώσει τα χαρακτηριστικά της συγκρουόμενη με τα κοινωνικά στερεότυπα που την καθόρισαν ως φύλο και συνακόλουθα ως ρόλο. Αν, όπως λέει, είμαστε οι ιστορίες μας, τότε ο μονόλογός της συνιστά μια εκ νέου δόμηση της ζωής της, κάτι ανάμεσα στο υπαρκτό και στο ποθούμενο ή ανεκπλήρωτο. Πόσο όμως μπορεί αληθινά να αποσείσει από πάνω της τις βαθιά στερεωμένες αντιλήψεις; Το αδιέξοδο τη συντρίβει.

Εσύ θέλω να είσαι ο συγγραφέας του τέλους μου με το ψευδώνυμο Χοσέ. Ο συγγραφέας του τέλους μου»… όμορφα ακούγεται. Να, τώρα το σκέφτηκα αυτό. Θα μ’ αγαπήσεις αν γράψεις για μένα. Θα πονέσεις μαζί μου. Θέλω κάποιος να με θυμάται, και μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι κάποιος θα πονέσει για τον θάνατό μου. Δε θέλω να γίνω ο κανείς πάνω στη γη όταν πεθάνω. […] Μπορείς να διηγηθείς το τέλος μιας γυναίκας που αγάπησε πολύ τους άντρες; (σ. 35, 36)

Στο δεύτερο μέρος («Ο άλλος εν λευκώ») ο αντίλογος, πρώτα στα χρώματα με την αντίστιξη του λευκού στο μαύρο, κατόπιν το αντρικό φύλο ως αντικαθρέφτισμα στο θηλυκό (εντυπωσιακή εδώ η προσέγγιση της αντρικής ψυχοσύνθεσης από τη γυναικεία γραφή, μία μείξη των δύο φύλων ώστε να προβάλει ο κοινός ανθρώπινος τόπος) μια πάλη και μια ένωση, μια έχθρα και μια συμφιλίωση, ένας αγώνας τελικά με ανακυκλούμενες νίκες και ήττες.

Όποιος αγαπά γίνεται ή είναι ρεαλιστής. Ψηλαφείται η αγάπη. Ψηλαφείται. Όταν ο χρόνος υποχωρεί, σε μια πόρτα μακρινού ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας αντρικής φιγούρας, όμοιας με τον κολοσσό της Ρόδου, από το χέρι του κρέμεται ένα κομπολόι, κι εσύ περνάς όρθιος κάτω από τα σκέλια του[…] Πας κάθε χρόνο στον Επιτάφιο, «πού έδυ σου το κάλος;», κλαις, γίνεσαι πιστός μόνο για μια μέρα, στην Ανάσταση δεν πατάς το πόδι σου. «Ανέστη εκ νεκρών…», το πιο χοντροειδές ψέμα, ο θάνατος είναι η μόνη αλήθεια μας, η μόνη σταθερά, κάθε μέρα πεθαίνουμε με δόσεις, χιλιάδες κύτταρά μας πεθαίνουν, κι ό,τι πέθανε πάει π έ θ α ν ε. (σ.58, 59)

Θα συναντηθούν στον κοινό τόπο, τη μοναξιά που ωθεί και τους δύο σε συγκλονιστικό μονόλογο απέναντι στον εαυτό τους ή απέναντι σε βουβές παρουσίες. Η ηλικία τους, η (θεωρητική τουλάχιστον) ωριμότητά τους, η αίσθηση πως τώρα πρέπει να μιλήσουν, ακόμη και αν αυτό γίνει με τον ασθματικό, παραληρηματικό (στην περίπτωση του άντρα) τρόπο, τους ωθεί στην εξομολόγηση. Ιαματική άραγε; Επιβαρυντική στο έτσι κι αλλιώς βαρύ φορτίο τους; Οι δύο ήρωες της Μαραγκουδάκη σε παράλληλη πορεία οδηγούνται προς μία έξοδο, όπως την εννοεί ο καθένας είτε ως λυτρωτική κάθαρση είτε ως δικαιοσύνη. Οι ρόλοι του θύτη και του θύματος σαν είδωλα σε καθρέφτη δύο όψεων – ποιος θα μπορούσε εύκολα να ενδυθεί/υποδυθεί τον έναν από τους δύο ρόλους χωρίς επικίνδυνα να οικειοποιείται και τον άλλο; Το ρίσκο πάντοτε υπάρχει σε κάθε εξωτερίκευση, και αυτό περιλαμβάνει και τους δύο ήρωες αλλά και τη συγγραφική επινόηση που ρισκάρει με τον τρόπο της να ταυτιστεί με τις λογοτεχνικές της φιγούρες. Όμως, οι καλές γραφές (όπως αυτή εν προκειμένω) έχουν πάντα μέσα τους τον κίνδυνο, και αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που τις καθιστούν σπουδαίες.

Ο τρόπος της Μαραγκουδάκη με τη μικρή φόρμα στα καλύτερά της, εναλλάσσει το σκληρό ρεαλιστικό πεδίο με ονειρικές καταστάσεις και υπερρεαλιστικές εικόνες καταξιώνοντας εν τέλει την πολυμορφία ως απολύτως διεξοδική, όταν η γραφή ζητά την απελευθέρωση ασφυκτιώντας μέσα στις καθιερωμένες (και ίσως στεγανές) φόρμες. Έτσι, ο λόγος εδώ πότε επιμηκύνεται ανοίγοντας σε δοκιμιακής χροιάς εμβόλιμες ρήσεις και πότε συμπυκνώνεται σε ποιητική μορφή παραμένοντας ωστόσο πιστός στην επιλογή του πεζογραφήματος· σε κάθε περίπτωση λειτουργικός λόγος στις μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις του. Οι δύο μονόλογοι, καθώς οι αφηγηματικοί τους τρόποι εναλλάσσονται, μπορούν να θεωρηθούν και θεατρικοί, έτοιμοι να σταθούν με την υποκριτική τέχνη στη σκηνή ενός θεάτρου. Η συγγραφική ικανότητα της Μαραγκουδάκη καθιστά τη Διπλή όψη ένα πολύμορφο έργο, πολυδύναμο και λειτουργικό κάτω από όποια μορφή θέλει η αναγνωστική πρόσληψη να του δώσει.