Top menu

"Φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες", της Νένας Φιλούση

 

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Ενενήντα επτά σελίδες, δώδεκα διηγήματα και μία intro. Όλα τροφοδοτημένα με ατομικό ιδιόλεκτο, με γραφή ανεξίτηλη, με ευφυολογήματα, με αλήθειες, με πραγματική ζωή, με απανωτές εκπλήξεις. «Τα φρούτα στο πιάτο και άλλες τρυφερότητες» (εκδόσεις Βακχικόν, 2022) της Νένας Φιλούση είναι αφηγήσεις ιδιότυπες, αγνές, αναμνήσεις νεανικές, χωρίς περιττά στολίσματα· η συγγραφέας επειδή έχει καταπιαστεί με ποιητικά απαυγάσματα, με στιχικές οιμωγές, με κελαρύσματα, με ονειρικούς νατουραλισμούς, είναι επηρεασμένη ολοφάνερα από αυτά στην πεζή γραφή και οι σκέψεις της χοροπηδούν σαν διάφανες νεράιδες, δημιουργώντας ευχάριστη ατμόσφαιρα, σχεδόν παραδείσια άσματα. Όλα τα αφήνει την τύχη τους· γνωρίζει τις κακοτοπιές, αλλά τις αγνοεί επίτηδες, διότι δεν θέλει να μπλέξει. Είναι ο Τσιφόρος, μετενσαρκωμένος· σύντομα επεισόδια, γλαφυρές αναμνήσεις, παιδικές σκανδαλιές, αστυνομική οσμή, έρωτες στα γρήγορα, ιδιότυποι χαρακτήρες, συντριπτικά κτυπήματα, ευφυείς συλλογισμοί, ακριβείς χαρακτηρισμοί.

«Η Παξινού», μια άσημη σεξοβόμβα, που έτυχε στο δρόμο του αφηγητή, ένα θηλυκό άλογο «που η λύπη της δεν έχει ελπίδα» απευθύνεται  χαριεντιζόμενη στον ήρωα: «τι γίνεται, κουρασμένο αγόρι της εργατιάς;» κι εκείνος μονολογούσε πως «εγώ αυτήν κάποτε θα την γαμήσω», πράγμα που έγινε πραγματικότητα μέχρι κορεσμού.

Στο «Εόκα-βήτα-ξαν-να-χτύπα (ρυθμικά)» παρουσιάζεται ξεκαρδιστικά η ιστορία του Κυπριακού αντάρτικου, οι ψυχολογικές αγκυλώσεις από σκηνές μιας ταραγμένης εποχής, η διαμάχη γύρω από τον Μακάριο, η τραγελαφική πολυσημία ανάμεσα στο «κάτω οι φασίστες», στο «μια χαρά είναι οι φασίστες» στο «Κομμούνια, τουρκόσποροι» και τα τοιαύτα.

Στα «Γενέθλια» μια γυναίκα αναθυμάται τα παλιά, τότε που κάποιος του γειτονικού οικισμού τη «χούφτωνε» και την κατέστησε έγκυο· με ρεαλιστικές περιγραφές σεξουαλικών πράξεων, τελικά, η μάνα της έβαλε στο κρεβάτι της εγκύου έναν αφελή νέο, που μετά από πολλές επαφές πίστεψε πως το παιδί ήταν δικό του· ακολούθησε γάμος και η γέννηση ενός τέκνου· η σύζυγος μονολογούσε θιγμένη: «θα κάθομαι να με πηδά ο Νικολάκης το απολειφάδι της Ντίνας».

Στο «Άρωμα λεμόνι» ένας άντρας στα σαράντα του, διεκτραγωδεί διάφορα επεισόδια με γυναίκες, δηλαδή μια ψυχολόγα («οι ψυχολόγες γκρινιάζουν πολύ άμα τις πλησιάσεις πολύ»), ή μια φοιτήτρια («το πιο ωραίο βυζί της πόλης»), όλα όμως γύρω από το πρόβλημα του να βρει μια μυστηριώδη μυρωδιά, που τελικά ανακαλύπτει πως στο παρελθόν δύο εβραίοι καρβουνιάρηδες, όταν κάποιος τους πέταγε λεμόνια τα ανακάτευαν με κάρβουνο και έτσι λύθηκε το πρόβλημα του άγνωστου αρώματος: «λεμόνι σάπιο και κάρβουνο βρεγμένο».

Στο «Μωρό μου, καλησπέρα» κάποιος αδύναμος άντρας, τραγουδούσε συνέχεια λαϊκά άσματα και κατάντησε απόκληρος·ένας συνστρατιώτης του προσπάθησε να τον βοηθήσει αλλά εκείνος δεν συμβιβαζόταν· τελικά ο αφηγητής μπάρκαρε στα καράβια και θυμόταν λυπημένος τον φίλο του («σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου, βάλε τέρμα στη ζωή μου μουουου»).

Στον «Αύγουστο» η πρωταγωνίστρια αφηγείται ότι, ως δευτερότοκη, δεν είχε τύχη, αφού «όλην την αγάπη την εξασφάλισε δια παντός ο μεγάλος». Παράλληλα, όμως είχε ένα είδος ελευθερίας· «την δικαιοσύνη του δεύτερου» · γνωρίζει μια συνομήλικη, η οποία προσπαθεί να την μυήσει στο «κοκό» παραφυλάνε έξω από το παράθυρο του παπά για να δουν τι θα κάνει με την γυναίκα του· όμως το κλαδί, όπου στηριζόταν έσπασε και αποκαλύφθηκαν· η μικρή αφηγήτρια αναστατώνεται και προσφεύγει σε παιδικά αναγνώσματα.

Στο «Νυχτερινό» μια γυναίκα είναι απογοητευμένη από το περιβάλλον όπου ζει («οι άνθρωποι εδώ κάνουν ό,τι θένε να κάνουν και μετά πάνε κι ανάβουν καντήλια στα ξωκλήσια»)· οι ανύπαντρες νέες μεταναστεύουν και αφηγούνται τον βίο τους· («η καρδιά μου τσάκισε σαν κλωνάρι της μυγδαλιάς», «ήσουνα μωρό για να αντέξεις τόσο παρελθόν», «θέλει πολλή ψυχή να συγχωρέσεις τ’ αποθαμένα σου με τα όλα σου. Μα είναι μια καλή δικαιοσύνη»).

Στο «Χαβάη» όλα διαδραματίζονται γύρω από το καφενείο η «Χαβάη» που διαδέχθηκε τα παλιά καφενεία της πόλης, όπου «πόδι γυναίκας δεν πάταγε σε καφενείο παλαιού τύπου», «αυτό σήμαινε στιγματισμό και αιώνια καταδίκη οικογενειακής ηθικής». Ο αδελφός του Χαβάη, ένας (εντελώς!) άθεος, οδοντίατρος γίνεται κέντρο σχολιασμού, ότι κοιμάται με τις γυναίκες άλλων («μαβλικιάζει τις γυναίκες όλες») · ο σουβλατζής Ανθούλης, δήθεν απατημένος σύζυγος, μπήγει τις φωνές στη συμβία του: «Τα κάνεις και του παπά, κρυφοπουτανίτσα, ό,τι κάνεις και του οδοντίατρου και ξέρω εγώ ποιού άλλου, και τους μάζωξες όλους μεσ’ το βρακί σου;». Η αφηγήτρια εξανίσταται και επιχειρεί διάφορα τεχνάσματα για να αποδειχθεί η αθωότητά της· τελικά αποκαλύπτεται, ότι ερωμένη του οδοντιάτρου είναι η Αμαλία, αδελφή του Δήμαρχου· παρ’ όλη τη δικαίωση η αφηγήτρια συμβουλεύει τις θυγατέρες της να φύγουν από τον τόπο εκείνο: «Αν μείνετε εδώ πέρα, δύο επιλογές έχετε: ή δούλες ή πουτάνες».

Στο «Ψάρια» κάποια  ονειροπόλος ψαροντουφεκού, αφού περιηγείται στα βάθη της θάλασσας, θυμάται τον «(απολύτως!) νεκρό θείο Κώστα, ο οποίος την «χάλασε» στα μικρά της χρόνια μέχρι που μεγάλη πια του το έκοψε· τελικά πέθανε ο θείος και ο μπατζανάκης του, πατέρας της («Οι πεθαμένοι είναι ήσυχοι, ακίνδυνοι, καλοί»).

Στο «Σιωπή» η αφηγήτρια μιλάει για την άτυπη υιοθεσία της από μια καλή οικογένεια, που όμως πτώχευσε, οπότε ακολούθησε την αδελφή της με τον άντρας της· στην εκκλησία γνώρισε τον Αντώνη της («ομορφόπαιδο, καθαρός, ντροπαλός, σαν άγγελος»), παντρεύτηκαν και ζούσαν ευτυχισμένοι· μέσα σε τρεις σελίδες παρελαύνουν όλα τα ιστορικά συμβάντα αλλά και οι οικογενειακές στιγμές· ο Αντώνης πέθανε και η γυναίκα του τον θυμάται: «Πολύ μίλησα, Αντώνη, κουράστηκα. Σε πεθύμησα, θέλω να είμαι μαζί σου…».

Στο «Τουταγχαμών και η Μπο-Μεκ» κάποιος άγνωστος μας πληροφορεί, ότι το «Τουταγχαμών» ενώ αφορούσε έναν πρίγκιπα Αιγύπτιο, ο φίλος του Πετρούλιας το κόλλησε, ως υποκοριστικό σε μια κοπέλα, διότι του έμοιαζε στα μεγάλα μάτια, πεταχτά καπούλια, σαρκώδη χειλάκια (βέβαια «δεν είχε τσουτσούνι»)· η γνωριμία τους με τον (την) Τουταγχαμών (-Τζούλια) έγινε τυχαία· ακολούθησε δεσμός και μέσω του πεθερού, ο φίλος της έφυγε από τις οικοδομές και έγινε υπάλληλος φαρμακοβιομηχανίας· το μπο-μεκ του τίτλου είναι μάρκα κολώνιας, που έβαζε ο αφηγητής, αλλά η φίλη του τον έπεισε να αλλάξει με το oldspice. Ο πατέρας του ήρωα τον έσπρωξε να πάει για σπουδές στην Ιταλία και αυτός πείστηκε μετά από ένα επεισόδιο στην Αρχαία Επίδαυρο, όπου ένα πουλί αφόδευσε στο στόμα της ερωμένης του, που τρελάθηκε από το συμβάν, αλλά και από μια μονομανία της ότι θα πεθάνει, αλλά και ότι έπρεπε να ταφεί στον τάφο του Τουταγχαμών.

Στο «Φρούτα στο πιάτο» ο αφηγητής εξομολογείται για την αγάπη στη σύντροφό του Μαρία και παράλληλα διεκτραγωγεί διάφορα στιγμιότυπα της ζωής του· για την προγιαγιά του Μαρία, που τον μεγάλωσε (σπουδαία γυναίκα, που πέθανε 101 ετών), για τους γονείς του που μετανάστευσαν στη Γερμανία, για τον ξυλοδαρμό, στον οποίο υπέβαλε ένα γερμανάκι, για τη φωτιά που έβαλε με τους φίλους του σε έναν αχυρώνα, για τη θεσσαλονικιά Στέλλα, για τη Νορβηγίδα βιβλιοθηκάριο («Αχόρταγο πλάσμα. Λυσσάρα»), της οποίας η «εμμονή για το σώμα ήταν μια λαχτάρα απελπισμένη, μια αποψιλωμένη ανάγκη για συντροφιά», για την τσαμπουκαλού, ατρόμητη, μεγάλη μαστούρα, αχτένιστη, αυθόρμητη, ποθητή Καναδή.

Η Νένα Φιλούση γνωρίζει τη γλώσσα και τα παίγνια της· χρησιμοποιεί ιδιωματικές φράσεις, όπως π.χ. «Η Ανδρονίκη κι γαμήεται (= η Ανδρονίκη δεν παντρεύεται)»· «Να πήξουν μες στη χόγλαση (= να καούν στην κόλαση)»· «τόσος έγινε ο καημός μου, που γύρεψα να σου δώκω γνώρα» (= τόσο μεγάλωσε ο καημός μου, που ήθελα να με γνωρίσεις).

Ευφορία ακατάπαυστη εναλλάσσεται με ειρωνικές αναφορές στην κρινομένη γραφή, όπου η ευχέρεια του λόγου, αλλά και ο μαγικός ρεαλισμός συμπλέουν συνθέτοντας διακριτές, σύνθετες προσωπικότητες, αγόμενες εν πολλοίς από αναχρονισμούς· τα διηγήματα ομοιάζουν με θεατρικά έργα· με ευχέρεια μπορούν να συνθέσουν σκηνικές αποτυπώσεις· δραματική πύκνωση συνοδεύει τις μνήμες, ενισχύοντας ένα είδος διαλεκτικής περί των ανθρωπίνων αδιεξόδων· το ήθος, που διατρέχει τα κείμενα της συλλογής, διαθλάται ευχερώς και συντελεί στην ελευθέρωση της γραφής, από δήθεν αυθεντίες ή από πλαστές ωριμότητες· σε ορισμένα σημεία χλευάζεται η σκληρότητα των μικρών κοινωνιών και υμνείται η ανωνυμία των πόλεων· επιπλέον παρατηρείται ένας μεταφυσικός ηδονισμός, με ποικίλες αποχρώσεις· παράλληλα, επιχειρείται αποδέσμευση από ιδεολογήματα του πεπρωμένου ή άλλως εισάγεται μια διαφυγή από μονοσήμαντα νοήματα, οδηγούντα σε αδιέξοδα ανυπέρβλητα.

Νεωτερικός λόγος, άρα ευκολοδιάβατα κείμενα, όπου οι προβληματισμοί διοχετεύονται, ως ρέον ύδωρ, χωρίς αγκυλώσεις ή δυσνόητα αποφθέγματα και συνιστούν πλεονεκτήματα ακαταγώνιστα: «Τα φρούτα στο πιάτο» λειτουργούν ως κλείδες νεωτερικής γραφής.