Top menu

"Ο φόβος της μάνας" της Μαριάννας Γεωργοτά

photo © Λήδα Ντόντου

Η μάνα ζει με το φόβο.
Από έναν αόρατο εχθρό που παραμονεύει πίσω από το τζάμι στο παράθυρο.
Έλεγα πως πια θα μάθαινε. Τι είναι ο φόβος. Και πως νικιέται.
Από παιδί παλεύει μαζί του.
Πρώτα ο φόβος του πατέρα της.
Μαζί του και ο φόβος του πόνου.
Ήταν δέκα χρονώ όταν τις έβγαλε το χέρι από τον ώμο.
Είχει ακουμπήσει το ραδιόφωνο του.
Μέρες τον παρακολουθούσε να πατάει εκείνα τα κουμπιά.
Και έπειτα να ακούει εκείνη τη μαγεμένη μουσική και τη φωνή της Μαρινέλλα.
Ήθελε να τ’ αγγίξει.
Την πήγανε στο νοσοκομείο.
Έμεινε μήνες μέχρι να αποκατασταθεί η ζημιά.
Όσο αποκαταστάθηκε για κείνα τα χρόνια.
Αυτούς του μήνες έζησε μόνη με το φόβο της μοναξιάς.
Χωρίς τη θαλπωρή του σπιτιού της.
Χωρίς τη μάνα.
Χωρίς τα αδέρφια της που παίζανε όλη μέρα στην αυλή πεντογούλι και χορεύανε πεντοζάλι.
Τα χρόνια πέρασαν.
Και ήρθε ο φόβος του γάμου.
Έπρεπε να παντρευτεί.
Για να νικήσει το φόβο της φτώχιας που είχε η μάνα της και οι αδερφές της μάνας της.
Που μαζευόντανε στις ρούγες και αποφασίζανε για το γραφτό της.
Και ο έρωτας;
Τι θα κανε εκείνα τα γράμματα που αντάλασσανε όρκους αγάπης;
Ο φόβος της μάνας τη νίκησε.
Ο φόβος της φτώχιας νίκησε τον έρωτα.
Αόρατος και αυτός.
Μα τόσο φανερός ολόγυρά της.
Μια μέρα αρραβωνιάστηκε.
Και μια νύχτα γύρισε στο σπίτι της.
Νικημένη από το φόβο της βίας.
Έπειτα έζησε το φόβο του κατατρεγμού.
Από τη γειτονιά.
Που την κοιτούσε απ’ τα ψηλά παράθυρα.
Ένας φόβος που δεν τον έβλεπε αλλά τις τρυπούσε τα μηνίγγια.
Και ήρθε το πανηγύρι του χωριού.
Και πήρε κατά το έθιμο έναν καθρέφτη και αμίλητο νερό.
Πιάστηκε χέρι χέρι με τις φιλενάδες της.
Τραβήξανε για το πηγάδι.
Και στα νερά του πηγαδιού αντίκρυσε το άγνωστο.
Ένας άγνωστος χωρικός, έλεγαν τα νερά, θα γινόντανε ο άντρας της.
Ο φόβος για το άγνωστο.
Παντρεύτηκε.
Ανάμεσα στα προικιά της ήτανε και ο κομός.
Τον κουβαλούσανε στα χέρια.
Το βάλανε στην άκρη απ’ το παράθυρο.
Και κλείσανε την πόρτα.
Ο φόβος της πόρτας της κλειστής ήταν πρωτόγνωρος.
Και άρχισε να γράφει.
Γέμισε τα συρτάρια του κομού με τα γραφτά της.
Νικούσε το φόβο της ζωής της με τα γράμματα της.
Έπειτα γέμισε παιδιά.
Εκείνα τα κουτσούβελα την φόβισανε όσο κανένας άλλος.
Μπέρδευε τα λόγια της.
Μπέρδευε τα μαλλιά της.
Στο ενδιάμεσο ήρθε και φόβος του θανάτου.
Ο πατέρας της μάνας πέθανε.
Ηταν το στήριγμα της. Το πρότυπο για τη ζωή.
Αυτός και τα σωστά του βήματα.
Και ας μη τη χάιδεψε ποτέ.
Ίσως και να κλαιγε για τα χάδια που έχασε.
Ο φόβος πάντως της απώλειας ράγισε την καρδιά της.
Μετά ήρθε η φτώχια.
Το μεροκάματο. Το κρύο. Ο αγώνας.
Ο φόβος για το αύριο.
Έκοβε κλαδιά και τ’ άναβε στη μέση της κουζίνας.
Ο φόβος για τη ζεστασιά.
Η μάνα έραβε.
Έπειτα ξήλωνε και έφτιαχνε κάτι από τη αρχή.
Το συνήθειο αυτό ποτέ δεν το ξεπέρασε.
Έτσι έκανε σαν ήτανε κορίτσι.
Για να φορέσει το καλύτερο.
Διάλεγε βαμμένα άδεια σακιά και τα ραβε.
Ο φόβος για το όμορφο.
Ο φόβος της υπεροχής που πάλευε να κλέψει.
Έπειτα ήρθε ο φόβος του αποχαιρετισμού.
Τα παιδιά της έφευγαν ένα ένα.
Έμεινε μόνη με τον άντρα της.
Μαζί έμεινε και η αρρώστια.
Η αρρώστια του τη φόβιζε.
Κρατιόνταν μακριά. Τη ξόρκιζε κάθε μέρα.
Ώσπου μια μέρα ο πατέρας έφυγε.
Ο άντρας της.
Δυο χρόνια έχασε το μυαλό της.
Αυτός ο φόβος ήταν άγνωστος.
Ο φόβος για το χαμό του άλλου σου μισού.
Συνήλθε. Αργά. Παράξενα.
Μόνο που τώρα την κατέκλυζε ο φόβος της μοναξιάς.
Παράξενο.
Τώρα για τη μοναξιά της δώσανε εντολή που πρέπει να υπακούσει.
Γι’ αυτό και η μάνα κρύβεται πίσω από το παράθυρο.
Διάφανη φαίνεται πίσω από το τζάμι.
Κρατάει ένα χαρτί.
Μας δείχνει αυτά που γράφει.
Ζει με το φόβο.
Με το φόβο για κάτι άγνωστο και αόρατο που θαρρείς μας κυριεύει.
Και αναρωτιέμαι πόσο αλλιώτικο μπορεί να είναι αυτό.
Από το φόβο που τόσα χρόνια έζησε.
Και αναρωτιέμαι πόσο άραγε ο φόβος εύκολα νικιέται;
Ή μήπως κατακάθεται ο ένας πάνω στον άλλον;
Και γίνεται θεόρατος, τόσος πολύς, που δύσκολα νικιέται.