Top menu

Έξι συναντήσεις με τον Μίκη Θεοδωράκη (1964 - 2005): Μια μαρτυρία - χρονικό του Γιώργου Ι. Βοϊκλή

Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής

Ξαναθυμάμαι και καταγράφω τις συναντήσεις μου με τον Μίκη Θεοδωράκη στη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών, από την ηλικία των 19 μέχρι την ηλικία των 60 χρόνων μου, γιατί πιστεύω ότι προσθέτουν μερικές ενδιαφέρουσες ψηφίδες στο πολύχρωμο μωσαϊκό της πολιτικής διαδρομής του. Θα μπορούσα να πω επίσης, ότι σκιαγραφούν την εικόνα της Αριστεράς σε κρίσιμες καμπές της μετεμφυλιακής πορείας της. (1964-67 και 1974 -75)

 

Η πρώτη συνάντηση

Πρώτη φορά συνάντησα τον Μίκη Θεοδωράκη στις 23 Μαϊου του 1964. Εκείνο τον καιρό, στα 19 μου χρόνια, ήμουνα Γραμματέας της Οργάνωσης της Νεολαίας ΕΔΑ του Δήμου Περιστερίου.

Μια βδομάδα πριν, με είχε καλέσει ο «καθοδηγητής» μου απ’ το Κεντρικό Συμβούλιο και μου ανακοίνωσε την απόφαση να είμαι ομιλητής στο πολιτικό μνημόσυνο του Γρηγόρη Λαμπράκη στην πρώτη επέτειο της δολοφονίας του, που είχε προγραμματίσει η νεοσύστατη Δημοκρατική Κίνηση «Γρηγόρης Λαμπράκης».

Από την ομιλία αυτή, που έγινε στην κατάμεστη αίθουσα της κεντρικής λέσχης της Κίνησης -που βρίσκονταν στην αρχή της οδού Πειραιώς, κοντά στην Ομόνοια- έχω στο αρχείο μου μια φωτογραφία στη διάρκεια του «ενός λεπτού σιγής», με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου τη συγκίνηση από την αναβίωση των τραγικών γεγονότων της προηγούμενης χρονιάς.

Ανάμεσα στο ακροατήριο ήταν και Μίκης Θεοδωράκης, που ήταν πρόεδρος της Δ.Κ. «Γρηγόρης Λαμπράκης»,

‘Όταν τέλειωσα την ομιλία μου, με πλησίασε και, αφού μου έδωσε συγχαρητήρια, με ρώτησε για τη ζωή μου. Ανάμεσα στα άλλα με ρώτησε  τι δουλειά κάνω. Του είπα ότι δούλευα λιθογράφος, σε ένα μεγάλο τυπογραφείο, αλλά με απέλυσαν μετά από μια απεργία που οργανώσαμε. Τότε μου είπε:

-Τι θα ‘λεγες να σε προσλάβω συνεργάτη μου στη Βουλή, γιατί, όπως θα ξέρεις, είμαι βουλευτής της ΕΔΑ;

-Δεν νομίζω ότι έχω τα τυπικά προσόντα για κάτι τέτοιο. Δεν έχω πάρει ούτε το απολυτήριο του Νυχτερινού Γυμνασίου, γιατί με απέβαλαν ένα μήνα πριν τις εξετάσεις. Μπορώ, όμως να δουλέψω κοντά σας για μερικούς μήνες, γιατί αυτό το διάστημα είμαι στο ταμείο ανεργίας.

Και πράγματι, έκανα μια δουλειά που μου ανέθεσε το γραφείο του:

Με εφοδίασαν με τα απαραίτητα χαρτιά και πήγαινα σε Δημόσιους Οργανισμούς, όπως το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το ΕΛΚΕΠΑ, τα Υπουργεία, τα Πανεπιστήμια και τις Τράπεζες, μου δίνανε τις εκδόσεις τους και με τα εκατοντάδες έντυπα και βιβλία που συγκέντρωσα, στήσαμε μια βιβλιοθήκη στην Κεντρική Λέσχη της Κίνησης. Το ίδιο έγινε και με τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, εμπλουτίζοντας τη νεοσύστατη βιβλιοθήκη με επιστημονικά, ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία.

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που τέλειωσε το Ταμείο Ανεργίας και έπιασα δουλειά, με νέα «κομματική αποστολή», στα Κλωστήρια Λαναρά.

 

Η δεύτερη συνάντηση

Ξανασυνάντησα τον Μίκη από κοντά ενάμιση μήνα μετά την πρώτη μας συνάντηση, στις 10 Ιουλίου του 1964.

Στις Δημοτικές εκλογές της Κυριακής 7 Ιουλίου είχαμε εκλέξει Δήμαρχο στο Περιστέρι -από την πρώτη Κυριακή με ποσοστό 53%- τον Δημήτρη Φωλόπουλο, τρείς μήνες μετά την αποφυλάκισή του, παραμονές Χριστουγέννων του 1963. Λίγο μετά την οριακή νίκη του στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 1963, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε απελευθερώσει όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, εκτός από αυτούς που είχαν καταδικαστεί για κατασκοπεία.

Εκτός από τον Δημήτρη Φωλόπουλο, την πρώτη Κυριακή των εκλογών είχαν έρθει πρώτοι -χωρίς να εκλεγούν, όμως, από την πρώτη Κυριακή- άλλοι έξι υποψήφιοι που υποστηρίζονταν από την ΕΔΑ σε αντίστοιχους Δήμους της Αττικής. Ανάμεσα τους και ο υποψήφιος στο Δήμο της Αθήνας Νίκος Κιτσίκης, πρύτανης του Πολυτεχνείου.

Για να γιορτάσει το γεγονός, η Επιτροπή Πόλης του κόμματος, το βράδυ της Τετάρτης στο ενδιάμεσο των δυο Κυριακών των εκλογών, οργάνωσε ένα γλέντι σε ένα κέντρο διασκέδασης που βρίσκονταν στο Σούνιο. Στο γλέντι αυτό ήταν καλεσμένη και η Επιτροπή Πόλης της Νεολαίας, της οποίας ήμουνα μέλος ως Γραμματέας της Οργάνωσης Περιστερίου.

Το πούλμαν που μας μετέφερε στο Σούνιο ξεκίνησε από τα κεντρικά γραφεία της οδού Αριστείδου. Όταν φτάσαμε στο μαγαζί που είχαν κλείσει για κείνο το βράδυ, εμάς, τους νεολαίους, μας έβαλαν να καθίσουμε στο βάθος της αίθουσας.

Μετά από τις ομιλίες, ανέβηκε στην υπερυψωμένη σκηνή της ορχήστρας ο Μίκης Θεοδωράκης, που θα παρουσίαζε, όπως είπαν, το καλλιτεχνικό πρόγραμμα.

Το πρώτο που είπε ανεβαίνοντας στο πάλκο ήταν:

-Πριν ξεκινήσω, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω το νεότερο σε ηλικία από τα στελέχη μας που βρίσκονται απόψε εδώ. Τον 19χρονο Γραμματέα της οργάνωσης νεολαίας στο Περιστέρι. Τον παρακαλώ να έρθει να μας πει δυο λόγια. Ξαφνιασμένος απ’ την απροσδόκητη πρόσκληση, προχώρησα ανάμεσα στα τραπέζια της σάλας και ανέβηκα τα λίγα σκαλοπάτια.

Ο Μίκης έφερε μπροστά μου το μικρόφωνο και μου είπε:

-Πες κάτι.

Τα είχα εντελώς χαμένα.

Βλέπονταν μπροστά – μπροστά, «πρώτο τραπέζι πίστα» όπως λέμε, τον Γιάννη Ρίτσο, με άλλους τρεις ηλικιωμένους, που δεν τους ήξερα, ήρθε στο νου μου ένα ποίημά του που είχε για μένα ξεχωριστή σημασία, καθώς συνδέονταν με την πρώτη, ίσως, παιδική μου ανάμνηση. Άνοιξη του 1949, όταν ήμουνα τεσσάρων χρόνων, είχαν κατέβει στο χωριό οι αντάρτες και καθώς χόρευαν στην πλατεία. ο αντίλαλος από τα τραγούδια και τα ποδοβολητά τους έφτανε δυνατός μέχρι το σπίτι μας που το χώριζε από την πλατεία μια ρεματιά. Κείνη τη μέρα είχε έρθει στο σπίτι μας ένας νεαρός αντάρτης και, όταν με πήρε αγκαλιά, έπαιζα με τα γένια και τα φυσεκλίκια του.

Μεγάλος πιά, έμαθα ότι ήταν ξάδερφός μου, γιός της αδερφής του πατέρα μου, και ότι ήρθε στο σπίτι μας να ρωτήσει τη μάνα μου για τον θείο του, που ήταν στη Μακρόνησο. Όπως έμαθα επίσης αργότερα, μετά από μερικούς μήνες, αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα του, περικυκλωμένος από χωροφύλακες στη σπηλιά που κρύβονταν όταν τέλειωσε το αντάρτικο. Χρόνια αργότερα, όταν διάβασα για πρώτη φορά την «Αγρύπνια» του Γιάννη Ρίτσου, ένοιωσα πως κάποιοι στίχοι της περιγράφουν αυτές τις εικόνες. Σε κείνη τη δύσκολη στιγμή, λοιπόν, άστραψε στο νου μου εκείνη η παιδική μου ανάμνηση και άρχισα να απαγγέλλω:

«Όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια…
Όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους.
‘Όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρια.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας,
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει».

Όταν κόπασε η θύελλα των χειροκροτημάτων που είχε προκαλέσει η απαγγελία μου, πήρε το μικρόφωνο ο Μίκης και είπε:

-Θα το θεωρήσετε στημένο, αλλά είναι εντελώς τυχαίο. Ούτε ο νεαρός μας φίλος ήξερε ότι θα τον φωνάξω στη σκηνή, ούτε εγώ ήξερα τι θα πει. Σήμερα ολοκλήρωσα τη μελοποίηση αυτών ακριβώς των στίχων απ’ την «Αγρύπνια» και σας την παρουσιάζω για πρώτη φορά.

Κάθισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει και να τραγουδάει:

«Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό.
Αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται κάτω απ’ τα ξένα βήματα
Αυτά τα πρόσωπα δεν βολεύονται παρά μόνο στην ήλιο
Αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο…»

Όταν κατέβηκα απ’ τη σκηνή, καθώς περνούσα μπροστά απ’ το τραπέζι που κάθονταν ο Γιάννης Ρίτσος, με πιάνει απ’ το μπράτσο και με ρωτάει.

-Αλήθεια είναι αυτά που είπε;

-Έγιναν όπως ακριβώς τα είπε, του απάντησα.

-Και γιατί διάλεξες να απαγγείλεις αυτούς τους στίχους;

-Γιατί περιγράφουν μια παιδική μου ανάμνηση απ’ την Άνοιξη του 1949, όταν κατέβηκαν για τελευταία φορά οι αντάρτες στο χωριό μου, την Καστανιά, και την ώρα που χόρευαν στην πλατεία, ήρθε στο σπίτι μας ο ξάδερφός μου ο Μανόλης Τσιμπίδας, με πήρε αγκαλιά και, τεσσάρων χρονών πιτσιρίκος, έπαιζα με τα γένια και τα φυσεκλίκια του.

-Έχεις δίκιο, μου απάντησε, αυτές ακριβώς τις εικόνες ήθελα να ζωντανέψω σε αυτό το ποίημα.

Αυτή ήταν η δεύτερη συνάντησή μου με τον Μίκη Θεοδωράκη και, ταυτόχρονα, η πρώτη συνάντησή μου με τον Γιάννη Ρίτσο.

 

Η τρίτη συνάντηση

Έχει περάσει ένας χρόνος απ’ τη δεύτερη συνάντησή μου με τον Μίκη όταν συναντιέμαι ξανά μαζί του στο τέλος Μαϊου του 1965. Δύο περίπου μήνες πριν, τέλος Μαρτίου του 1965, είχε προκύψει ένα σημαντικό γεγονός: με απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου,  έχω καθαιρεθεί σε απλό μέλος για «φραξιονισμό». Με την ίδια απόφαση και με την ίδια κατηγορία έχουν καθαιρεθεί επίσης από τη «Σπουδάζουσα», και δυο φοιτητές: ο Μάκης Παπούλιας και ο Σωτήρης Πέτρουλας.

Δεν είναι εδώ ο χώρος να εξηγήσουμε το πως και το γιατί. Το θέμα για μένα ήταν ότι, μετά από τρία περίπου χρόνια έντονης κομματικής δουλειάς, από το Φθινόπωρο του 1962 ως μέλος του Γραφείου και λίγους μήνες μετά Γραμματέας της οργάνωσης των Νυχτερινών Γυμνασίων και από τον Γενάρη του 1964 ως Γραμματέας της Οργάνωσης Περιστερίου, είχα βρεθεί ξαφνικά χωρίς κομματική δουλειά.

Χωρίς κομματικά καθήκοντα, είχα απεριόριστο χρόνο, μετά τη δουλειά και, ταυτόχρονα, ήθελα να τους αποδείξω ότι ήταν λάθος η καθαίρεσή μου. Αποφάσισα, λοιπόν να «αναπτύξω πρωτοβουλία», -όπως μου έλεγε ένας παλιός ΕΠΟΝίτης καθοδηγητής μου- και να καλύψω ένα κενό που άκουγα συνέχεια, στους απολογισμούς: Η Νεολαία ΕΔΑ δεν είχε οργάνωση στον χώρο των καλλιτεχνών!

Με αυτό το δεδομένο, «ανέθεσα ο ίδιος στον εαυτό μου το καθήκον» να «στήσω», οργάνωση καλλιτεχνών της «Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη» στην οποία είχε αποφασιστεί από την αρχή της χρονιάς η ενσωμάτωση της κομματικής Νεολαίας ΕΔΑ. Καθοριστικό, βέβαια, για αυτή την επιλογή μου ήταν και το γεγονός ότι, για να πάρω αναβολή απ’ το στρατό, είχα γραφτεί στη «Σχολή Σταυράκου», που ήταν η μόνη σχολή Κινηματογράφου, Θεάτρου και Τηλεόρασης, που δεν είχε έρθει ακόμη στην Ελλάδα.

Ξεκίνησα από τη Σχολή Σταυράκου και συνέχισα με τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, τη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και κάποιες άλλες. Ακολούθησαν τα Ωδεία, οι Σχολές Χορού και η Σχολή Δοξιάδη, που ήταν σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Η Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου είχε οργάνωση, που ήταν ενταγμένη στη Σπουδάζουσα. Η διαδικασία ήταν εύκολη. Πήγαινα στο προαύλιο ή  στον προθάλαμο κάθε σχολής πριν ξεκινήσει το μάθημα ή  στο διάλλειμα, και ρωτούσα:

-Ποιοι από σας, συνάδερφοι, είστε Λαμπράκηδες;

Σχεδόν όλοι σήκωναν το χέρι τους. Γιατί εκείνα τα χρόνια, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και την ανατροπή της Δεξιάς απ’ την εξουσία, σχεδόν όλοι οι νέοι, και περισσότερο οι νέοι καλλιτέχνες, ήταν αριστεροί. Το σύνθημα «Είμαστε Λαμπράκηδες» αντηχούσε σε όλες τις συγκεντρώσεις  σε όλη τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς.

Συνέχιζα λέγοντάς τους αυτά περίπου:

-Επειδή σε λίγο θα γίνει το πρώτο συνέδριο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, αποφασίστηκε να οργανωθούμε όλοι οι σπουδαστές των καλλιτεχνικών σχολών και για να πάρουμε μέρος σ’ αυτό με εκπροσώπους μας, ώστε να ακουστούν οι θέσεις και τα αιτήματά μας.

Με όσους δήλωναν ότι θέλουν να συνεχίσουν έκλεινα ραντεβού για ένα από τα επόμενα βράδια σε κάποιο καφενείο της περιοχής.

Σ’ αυτή, την πρώτη, και μοναδική με δική μου παρουσία, συνάντηση, μετά από συζήτηση με θέματα τους σκοπούς της οργάνωσης και το πως βλέπει ο καθένας τη συμμετοχή του σ’ αυτήν, εκλέγονταν τριμελής επιτροπή, που θα εκπροσωπούσε τη σχολή στη Γενική Συνέλευση της Οργάνωσης Καλλιτεχνών της Νεολαίας Λαμπράκη.

Όταν συγκροτήθηκαν καμιά δεκαριά τέτοιες τριμελείς επιτροπές, πήγα στα κεντρικά γραφεία του κόμματος, στην οδό Αριστείδου και, καθώς ήξερα τα κατατόπια και τις διαδικασίες, έκλεισα μια συγκεκριμένη ημερομηνία στο τέλος Μαϊου, την αίθουσα των συνελεύσεων και άφησα σημείωμα για το Κεντρικό Συμβούλιο της Νεολαίας, ενημερώνοντας τους για την ημέρα και την ώρα της πρώτης συνέλευσης την Οργάνωσης Καλλιτεχνών.

Μετά, ενημέρωσα τις τριμελείς επιτροπές για την ημέρα, την ώρα και τον τόπο της συνάντησης. Τη μέρα της συνέλευσης μαζεύτηκαν καμιά εικοσαριά νέοι καλλιτέχνες. Εγώ, που ήμουνα στην τριάδα της Σχολής Σταυράκου, κάθισα διακριτικά στο βάθος της αίθουσας.

Με τη συνηθισμένη καθυστέρηση, εμφανίστηκαν τρία στελέχη του Κεντρικού Συμβουλίου. Ανάμεσά τους και ο Μίκης Θεοδωράκης. Λόγω της γνωστής γραφειοκρατίας, αλλά και της ανακατωσούρας που επικρατούσε εν όψει της αυτοδιάλυσης της οργάνωση και της ενσωμάτωσή της στη Νεολαία Λαμπράκη, δεν είχαν ιδέα για το πως φτιάχτηκε, επιτέλους, οργάνωση στο χώρο των καλλιτεχνών. Αλλά ούτε αναρωτήθηκαν γι’ αυτό.

Πριν ξεκινήσουν, ζήτησαν απ’ τους παρευρισκόμενους να δηλώσουν ποιες οργανώσεις εκπροσωπούν. Τα παιδιά ανέφεραν τις Σχολές τους και τον καλλιτεχνικό χώρο που υπηρετούν. 

Μετά, οι τρεις του Κεντρικού Συμβουλίου είπαν τα δικά τους. Όταν τέλειωσαν, ζήτησαν απ’  τη συνέλευση να προτείνουν τα μέλη που θα αποτελέσουν το Γραφείο της Οργάνωσης.

Ο πρώτος που σηκώθηκε πρότεινε εμένα. Το ίδιο κι ο δεύτερος. Το ίδιο κι ο τρίτος.

Τότε ο Μίκης τους ρώτησε:

-Γιατί προτείνετε όλοι τον Βοϊκλή;

-Μα, αυτός μας έφερε εδώ. Μόνο αυτόν ξέρουμε.

-Ώστε αυτός το έκανε το θαύμα! Είναι εδώ αυτό το τρομερό παιδί;

-Εδώ είμαι, αλλά δεν δέχομαι την εκλογή μου στο Γραφείο. Για προσωπικούς λόγους.

Αυτά είπα και βγήκα απ’ την αίθουσα.

Αυτό που ήθελα να πετύχω, το είχα πετύχει.

Αυτή ήταν η τρίτη συνάντησή  μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, που δεν είχε συνέχεια.

Μετά από δυο μήνες, μάλιστα, τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Στις 15 Ιουλίου έγινε ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου από τον Βασιλιά, με την Αποστασία βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, ακολούθησαν οι καθημερινές μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις, στις 21 Ιουλίου δολοφονήθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας και στις 23 έγινε η πάνδημη κηδεία του, με συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων λαού.

Στη διάρκεια της κηδείας, κάποια στιγμή βρεθήκαμε κοντά με τον Μίκη Θεοδωράκη, χωρίς να μιλήσουμε. Αδιάψευστη μαρτυρία είναι μια φωτογραφία. Στο προαύλιο της Μητρόπολης, τρείς σύντροφοι του Σωτήρη κρατάμε την ελληνική σημαία με το 114. Δεξιά ο Μάκης Παπούλιας, αριστερά ο Σπύρος Βεντουράτος και εγώ στη μέση, στην αριστερή πλευρά της φωτογραφίας του Σωτήρη. Ακριβώς πίσω μου ο Μίκης Θεοδωράκης. Σε πρώτο πλάνο η Κική, η κοπέλα του Σωτήρη.

 

 

Λίγες μέρες μετά την κηδεία του Σωτήρη, και ενώ συνεχίζονταν, ακόμη πιο μαχητικές, οι διαδηλώσεις, οι σύντροφοι του Σωτήρη δημιουργήσαμε την «Πανσπουδαστική Δημοκρατική Κίνηση Σωτήρης Πέτρουλας» στην οποία είχα ενεργό συμμετοχή. 

Λιγότερο από ένα μήνα μετά, στα μέσα Αυγούστου, στη διάρκεια μιας διαδήλωσης, ένα μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου, μου ανακοίνωσε τη διαγραφή μου, λόγω «αντικομματικών ενεργειών».

 

Οκτώβριος 1967. Σε διπλανά κελιά

Το ότι βρεθήκαμε κοντά στην κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα δεν την λογαριάζω για συνάντηση, όπως και το ότι μετά από δυο περίπου χρόνια, τον Οκτώβριο του 1967, βρεθήκαμε σε διπλανά κελιά στα κρατητήρια του κτηρίου της Γενικής Ασφάλειας της οδού Μπουμπουλίνας. Τότε που ο Μίκης έγραψε για τον συγκρατούμενό μας Ανδρέα Λεντάκη, το τραγούδι:

«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα 
μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ 
πίσω απ’ τους τοίχους πάλι θα ‘μαστε παρέα,
τακ τακ εσύ, ταη ταη εγώ.
Που πάει να πει σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
Βαστάω καλά, κρατάω γερά».

Και δεν το λογαριάζω για συνάντηση γιατί δεν ανταμώσαμε στη διάρκεια του 10ήμερου που είμασταν και οι δυο εκεί, μέχρι να με πάνε -σε φορείο, λόγω της φάλαγγας- στο ΚΕΝ Κορίνθου για κατάταξη. Κι ούτε ήξερα τότε ότι ήταν κι αυτός κρατούμενος στον ίδιο χώρο. Το έμαθα πολύ αργότερα.

 

Η τέταρτη συνάντηση

Έχουν περάσει άλλα επτά χρόνια. Είναι αρχές Αυγούστου του 1974, λίγες μέρες  μετά την ανατροπή της χούντας και την επιστροφή του Μίκη από το εξωτερικό. Έχουμε μάθει ότι μένει στο σπίτι του στο Βραχάτι της Κορινθίας.

Η προδικτατορική «Ομάδα του Πέτρουλα» -που στη διάρκεια της 7ετίας συνεχίζει τη λειτουργία της ως παράνομη οργάνωση, φτάνοντας, μάλιστα, στον αριθμό των 300 μελών- μετά την μεταπολίτευση εμφανίζεται με την ονομασία «Νέοι Σοσιαλιστές».

Μαθαίνοντας, η ηγετική ομάδα της, ότι ο Μίκης δεν είναι ενταγμένος σε κανένα από τα τρία κομματικά σχήματα της Αριστεράς, το ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και την ΕΔΑ, αποφασίζουμε να τον επισκεφθούμε και να του προτείνουμε να ξεκινήσουμε την οργάνωση ενός κινήματος νεολαίας όπως αυτό της προδικτατορικής Νεολαίας Λαμπράκη, στο οποίο να μπει επικεφαλής.

Ένα πρωί, λοιπόν, ανεβαίνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, εγώ και άλλοι δυο σύντροφοι, και ξεκινάμε για το Βραχάτι.

Μπαίνοντας απ’ την πόρτα του κήπου και προχωρώντας προς το κιόσκι που βρίσκεται ο Μίκης, μόλις με βλέπει, λέει γελώντας:

-Βρε, βρε, το τρομερό παιδί!

Η συζήτηση πήγε πολύ καλά. Ο Μίκης συμφώνησε με την πρότασή μας.

Στο κείμενο με τίτλο «Για ένα νέο Πολιτιστικό Κίνημα», που είχαμε ετοιμάσει και του το δώσαμε να το διαβάσει, γράφαμε, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο λαός, εκτός από τις διαμαρτυρίες και τις διεκδικήσεις, θα πρέπει να προσπαθεί να λύνει μόνος του κάποια προβλήματά του μέσα από συλλογικά – αυτοδιαχειριστικά σχήματα. Μόλις ο Μίκης έφτασε στην τελευταία φράση του κειμένου, γέλασε και είπε:

-Ωραία αυτό: «Κι όποιος μπορεί ας τον εμποδίσει!»

Το πρώτο που μας ζήτησε, όταν τελειώσαμε τη συζήτηση για το νέο Κίνημα, ήταν να αναλάβουμε, αν μπορούσαμε, την περιφρούρηση της πρώτης του συναυλίας στο Στάδιο Καραϊσκάκη, που είχε προγραμματιστεί για το Φθινόπωρο.

Φύγαμε απ’ το Βραχάτι παίρνοντας μαζί μας ένα νεογέννητο κουταβάκι, απ’ αυτά που είχε γεννήσει η σκύλα του φύλακα, το οποίο ονομάσαμε «Θόδωρο» και λίγο αργότερα «Ψευτοθόδωρο». Γιατί η συνεργασία μας κράτησε μέχρι το «Ο Καραμανλής ή τα Τανκς» που είπε πριν τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου του 1974.

Δεν είχαμε προχωρήσει το θέμα της νέας οργάνωσης, γιατί όταν ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα, στο γραφείο που είχε νοικιάσει στην αρχή της οδού Ιπποκράτους, ήταν συνέχεια απασχολημένος με τα καλλιτεχνικά του. Κυρίως, όμως, γιατί δουλεύαμε για την εκλογική επιτυχία της «Ενωμένης Αριστεράς», στην οποία, μέχρι την επομένη των εκλογών, συμμετείχαν και τα τρία κόμματα της Αριστεράς.

Στο μεταξύ, είχαμε περιφρουρήσει, από πιθανές προβοκάτσιες ακροδεξιών, τη μεγάλη συναυλία του που έγινε στο Στάδιο Καραϊσκάκη τη Δευτέρα 9 Οκτωβρίου του 1974, που ήταν αφιερωμένη στους πρόσφυγες της Κύπρου.

 

Η πέμπτη συνάντηση

Τρεις μήνες αργότερα, Τον Φεβρουάριο του 1975, με κάλεσαν από το γραφείο του  στην πρώτη παρουσίαση σε δημοσιογράφους και μουσικούς παραγωγούς, σε ένα στούντιο της οδού Πατησίων, της ηχογράφησης του έργου του «Κάντο Χενεράλ», σε στίχους του Πάμπλο Νερούδα.

Στη διάρκεια της παρουσίασης, κατέγραψα την ομιλία του Μίκη για το ιστορικό της γνωριμίας του με τον Πάμπλο Νερούδα και της μελοποίησης των στίχων του, καθώς και μια δήλωση του Γιάννη Ρίτσου, που ήταν επίσης καλεσμένος στην εκδήλωση. Και τα δυο κείμενα δημοσίευσα στο 4ο τεύχος, Μαρτίου 1975, του Μηνιάτικου Νεολαιίστικου Περιοδικού «το καμίνι», που την έκδοσή του είχαμε ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 1974. Αυτή ήταν και η δεύτερη συνάντησή μου με τον Γιάννη Ρίτσο, μετά από αυτήν του 1964.

Βρεθήκαμε  και δυο χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1977, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δήμου Νέας Σμύρνης, όταν το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να τον ανακηρύξει «Επίτιμο Δημότη». Κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση αυτή ήταν ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και το θέμα της ομιλίας του ήταν «Η εκπολιτιστική προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη». Το κείμενο της ομιλίας του δημοσίευσα στο 20ό τεύχος του περιοδικού «το καμίνι», στου οποίου το εξώφυλλο μάλιστα, ήταν η φωτογραφία του Μίκη.

 

Η έκτη συνάντηση

Πέρασαν άλλα είκοσι οκτώ χρόνια από την τελευταία μας συνάντηση.

Το 2005, το Δημοτικό Συμβούλιο Ηλιούπολης αποφασίζει να τιμήσει τον Μίκη Θεοδωράκη με αφορμή τα 80 χρόνια από τη γέννησή του. Ως υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του Δήμου, είμαι συντονιστή της εκδήλωσης. Πριν ανέβω στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου, όπου γίνεται η εκδήλωση, πλησιάζω για να χαιρετίσω τον Μίκη, που κάθεται στην πρώτη σειρά.

Μόλις με βλέπει, λέει στη σύζυγό του, που κάθεται δίπλα του:

-Μυρτώ, κοίτα ποιος είναι εδώ. Το τρομερό παιδί!

Θυμόνταν πως με είχε αποκαλέσει στη δεύτερη συνάντησή μας, 40 χρόνια πριν!

Αυτές ήταν οι έξι συναντήσεις μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, σε μια διαδρομή με πολλές δοκιμασίες και σκαμπανεβάσματα.

 

Ο Γιώργος Βοϊκλής γεννήθηκε το 1945 στη Σάμο και από το 1958 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Νυκτερινό Γυμνάσιο και παρακολούθησε σπουδές κινηματογράφου. Εργάστηκε σε πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, στις οικοδομές και τη βιομηχανία, και από το 1987 είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Από το 1962 μετέχει ενεργά στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Από το 1975 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 14 βιβλία του, τα έξι από τα οποία λογοτεχνίας για εφήβους. Είναι παντρεμένος με την φιλόλογο – ιστορικό Μαρία Καββαδία και έχουν μια κόρη, την Καλή.