Top menu

"Εντωμεταξύ", της Κατερίνας Κολιοπούλου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κολιοπούλου συστήνεται με τον ευρηματικό, ανοίκειο και ασυνήθιστο στην ποιητική πράξη και πρακτική τίτλο Εντωμεταξύ, μια λέξη η οποία δημιουργεί την αίσθηση μιας εκκρεμότητας, μιας παράλληλης κίνησης που μπορεί να εντοπίζεται στην ταυτόχρονη, παράλληλη επίσης, τροχιά που διαγράφουν η ζωή και η τέχνη χωρίς ποτέ να συναντιούνται, πάντα όμως κοντά και απέναντι η μια στην άλλη. Το βιβλίο αποτελείται από ελευθερόστιχα ποιήματα, ιδιαίτερα τολμηρά στον τρόπο με τον οποίο μεταδίδουν το μήνυμά τους, με πρώτη ύλη τους μια γλώσσα καθημερινή και οικεία που αποδεικνύει όλη τη δύναμη και τη δυναμική που αυτή έχει να λειτουργεί ποιητικά, δημιουργικά, εφευρετικά. Η ποιήτρια χειρίζεται με ιδιαίτερη άνεση και επιδεξιότητα τα ποικίλα σχήματα λόγου - μεταφορές, υπερβολές, παρομοιώσεις, εμφάσεις και επιτάσεις - προκρίνοντας έτσι την συνυποδηλωτική πλευρά και λειτουργία του γλωσσικού υλικού που εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα την ανάδειξη του νοήματος. Είναι φορές που η ποιήτρια, βέβαια, γίνεται ιδιαίτερα προσωπική, κρυπτική, μοιάζει να αρθρώνει έναν λόγο που επιδιώκει και θέλει να αποτελέσει την αφορμή για τον αναγνώστη να δώσει τη δική του αξία και ερμηνεία, να αποκρυπτογραφήσει κατά τον δικό του τρόπο τις λέξεις και τους συνδυασμούς τους, να ανα-γνώσει το ποίημα σύμφωνα με τη δική του γνώση, τα δικά του βιώματα, τη δική του αίσθηση για τον κόσμο και την ανθρώπινη συνθήκη.

Έντονη αναδύεται από τους στίχους η ειρωνεία της ποιήτριας, μια ειρωνεία όμως ιδιότυπη, ευθύβολη και ευθεία, που δεν δίνεται μέσα από υπαινιγμούς και νύξεις, αλλά μέσα και μέσω της άμεσης αναφοράς και απόδοσης όλων εκείνων των συνθηκών, των εκδοχών, των εκφάνσεων του ανθρώπινου βίου που μοιάζουν παράδοξες και ατελείς, που φαίνονται ακατανόητες και ασύμβατες με τη λογική και τη συνήθεια: Όπου κι αν σταθεί/ ο έρωτας λεκιάζει/Ξέρεις πώς είναι/ Δάχτυλα τρυφερά στα πρώτα δόντια/ Δάχτυλα ιδρωμένα της πρώτης φοράς/ Δάχτυλα μεθυσμένα της στιγμής/ Δάχτυλα από άλλα δάχτυλα απελπισμένα/ Εκκολαπτόμενα σύννεφα/ τα ετεροχρονισμένα/ Θέλει ένα ορισμένο θάρρος το χάδι/ –ξανά απ’ την αρχή–/ Ήρεμος αφοπλισμός/ Το χάδι λεκιάζει («αποτυπώματα»). Η ειρωνεία στρέφεται εξίσου στον εαυτό και στους άλλους, στους δύο δηλαδή εκείνους πόλους της δημιουργίας οι οποίοι, τελικά, δε είναι τόσο ξένοι μεταξύ τους όσο ίσως φαίνεται σε μια πρώτη ματιά ή προσέγγιση. Η ποιήτρια δηλαδή εντάσσει και ενοποιεί τον εαυτό τους με το σύνολο των ανθρώπων που πλαισιώνουν τη ζωή και τη δημιουργία της και με τον τρόπο αυτόν κατορθώνει να τεχνουργήσει έναν τύπο, τον τύπο του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής όπως αυτός γίνεται αποδέκτης των παραδοξοτήτων και των αντιφάσεών της.

Η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς λοιπόν από τα ποιήματα είναι αυτή μιας ποίησης που τείνει να γίνει αποκαλυπτική, αιχμηρή, κριτική, στο τέλος όμως τίθεται υπό τη σκέπη μιας ευαισθησίας η οποία δεν εκδηλώνεται ως μελοδραματισμός ή τρυφερότητα, ως έκφραση μιας ευάλωτης συναισθηματικά ψυχής και ιδιοσυγκρασίας, όσο μιας ύπαρξης που αποπειράται να αντικρίσει με ειλικρίνεια και αμεσότητα το ανθρώπινο γίγνεσθαι, τις ανθρώπινες συμπεριφορές και αντιδράσεις και να πλάσει, βάσει αυτών, έναν δικό της κόσμο, έναν κόσμο ποιημάτων που θα λειτουργεί ως σχόλιο λυτρωτικό και αποσυμφορητικό, καθησυχαστικό και παρηγορητικό μαζί, ένα σχόλιο που κατορθώνει να αποδομήσει δομώντας, να απομυθοποιήσει εξιδανικεύοντας. Αυτός άλλωστε είναι και ο απώτερος, ο ύψιστος στόχος της καλλιτεχνικής δραστηριότητας να αποτελέσει έναν τόπο όπου οι παθογένειες δεν κρύβονται, αλλά αποκαλύπτονται με έναν τρόπο που ο άνθρωπος να μπορεί να πραγματοποιήσει όχι απλώς και μόνο την αποτίμηση, αλλά και την αναμέτρηση μαζί τους. Έτσι και εδώ, στο «εντωμεταξύ» της ανθρώπινης δραστηριότητας και δράσης, η ποίηση έρχεται ως παράπλευρη λειτουργία και σχέση, ως συμπληρωματική πράξη που έχει όργανο, εργαλείο και στόχο της τον λόγο, τη λογική και την αίσθηση της τάξης του κόσμου.