Top menu

"Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου", της Χίλντα Παπαδημητρίου: Η αστυνομική λογοτεχνία και το στοίχημα της καλής γραφής

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Από τη στιγμή που η αστυνομική πλοκή ενός μυθιστορήματος φάνηκε να μην είναι επαρκής (όσο κι αν η αγωνία παράλληλα με τη σταδιακή αποκωδικοποίηση των αινιγμάτων και την εξιχνίαση των εγκλημάτων προσέλκυε το αναγνωστικό κοινό) για να συναριθμηθεί η συγκεκριμένη γραφή στην ποιοτική λογοτεχνία, γίνεται η εκκίνηση για μια ενδιαφέρουσα στροφή του είδους· δεν εστιάζει πλέον ο συγγραφέας στο «υποκείμενο» και στο «γεγονός», αλλά ανιχνεύει πίσω από τις πράξεις τις υποφαινόμενες αιτίες τους, αναδεικνύοντας τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας που οδηγούν στο έγκλημα. Θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί το αστυνομικό μυθιστόρημα σήμερα κοινωνικό, καθώς προσεγγίζει (και μάλιστα καμιά φορά με αξιοσημείωτη εμβρίθεια) τις τρωτές καταστάσεις του κοινωνικού σώματος που όχι μόνο γεννούν αλλά υποθάλπουν, συντηρούν και πολλαπλασιάζουν τις αποκλίνουσες συμπεριφορές. Ως επακόλουθο αυτής της διαφοροποίησης ήρθε κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης η «αποκατάσταση» της αστυνομικής λογοτεχνίας, από την περιθωριακή θέση που βρισκόταν ως τότε, με μικρές ίσως αναλαμπές από τα μισά της δεκαετίας του ’60 και μετά. Σημαντική η συμβολή του Πέτρου Μάρκαρη που προσέδωσε στο αστυνομικό μυθιστόρημα τον κοινωνικό του χαρακτήρα με έμμεση πρόσμειξη του πολιτικού στοιχείου. Όσα ο Γιάννης Μαρής δεν μπορούσε λόγω εποχής να προσδώσει στον χαρακτήρα του αστυνόμου Μπέκα, τα αξιοποίησε ο Μάρκαρης στο έπακρο χτίζοντας τη φυσιογνωμία του αστυνόμου Χαρίτου, και μάλιστα σε έντονη αντιπαράθεση με το κλίμα αποστροφής προς τον ρόλο της αστυνομίας που κυριαρχούσε κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης ως απότοκο της επτάχρονης δικτατορίας, αλλά εν μέρει και μετά για διαφορετικούς λόγους. Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της αστυνομικής λογοτεχνίας με πολλούς εκπροσώπους να πειραματίζονται σ’ αυτό το νέο μοντέλο, άλλοι με επιτυχία και άλλοι όχι.

«Μη με κοροϊδεύεις. Θα σου πω κάτι που έχω διαβάσει για τους ήρωες της κλασικής χάρντμποϊλντ αστυνομικής λογοτεχνίας. Αυτό που τους διακρίνει από τους ιδιοφυείς ερευνητές σαν τον Πουαρό είναι το γεγονός πως έχουν έναν δικό τους κώδικα αξιών που μπορεί να μη συμβαδίζει με τις αξίες της κοινωνίας όπου ζουν. Είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, να παραμερίσουν την άνεσή τους για να βοηθήσουν κάποιον που έχει ανάγκη. Στη σημερινή εποχή θα ήταν ακτιβιστές, οικολόγοι, θα τάιζαν τους φτωχούς και τους άστεγους. Γνωρίζω καλά πόσο φοβούνται οι απλοί άνθρωποι να ζητήσουν τη βοήθεια της αστυνομίας και πόσο αδιάφοροι μπορεί να τους φανούν οι αστυνομικοί που είναι πνιγμένοι στη δουλειά. Δεν έχουν τον χρόνο και τη διάθεση να αντιμετωπίσουν σοβαρά τις καταγγελίες για κακοποιήσεις ζώων, ας πούμε». (σελ. 452)

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της Χίλντας Παπαδημητρίου, η οποία βαδίζοντας στην κατεύθυνση του αστυνομικού/κοινωνικού μυθιστορήματος καταθέτει την ως τώρα σημαντικότερη «γυναικεία» γραφή στο είδος. Εξηγώ προς αποφυγή κάποιας ηθελημένης ή αθέλητης παρεξήγησης πως λέγοντας «γυναικεία» γραφή δεν αναφέρομαι ούτε στη γυναικεία της ταυτότητα ούτε τόσο στη θεματική της (αυτή είναι ευρύτερη) αλλά εννοώ την ικανότητα να διακρίνει πολλαπλά επίπεδα κάτω από την επιφάνεια των συμπεριφορών, με ελαστικότητα και διάθεση αποδοχής και κατανόησης κάθε αποκλίνουσας τάσης από τη συμβατικά ορισμένη και στερεότυπα κυρίαρχη - χαρακτηριστικά που η γυναικεία φύση κατανοεί καλύτερα έχοντας στη συλλογική της συνείδηση καταγεγραμμένες μέσα στη μακραίωνη πορεία της τόσο την καταπίεση όσο και την περιθωριοποίηση και τη σιωπή.

Στο τέταρτο μυθιστόρημά της, πάντα με τη λογοτεχνική περσόνα του Χάρη Νικολόπουλου (χωρίς όμως αυτή τη φορά την αστυνομική του ιδιότητα, καθώς έχει πλέον εγκαταλείψει το Σώμα) θα μεταφέρει την πλοκή της στο 2012, εν μέσω κρίσης για να δείξει σύγχρονες εκδοχές της πάσχουσας κοινωνίας: τους άστεγους, τους μετανάστες, τους εξαρτημένους και τις σεξουαλικά κακοποιημένες γυναίκες που καταλήγουν εμπορεύσιμο είδος. Η δολοφονία μιας ψυχολόγου, που διευθύνει έναν ξενώνα κακοποιημένων γυναικών, θα οδηγήσει τον πρώην αστυνομικό σε μια πορεία προς τα άδυτα του υποκόσμου και μάλιστα με τις διωκτικές αρχές να βρίσκονται στα δικά του ίχνη θεωρώντας τον ένοχο. Ως προς τις παραμέτρους της θεματικής το ενδιαφέρον εστιάζεται όχι μόνο στις μορφές κοινωνικής παθογένειας -να επισημανθεί εδώ ότι πρόκειται για μια από τις πληρέστερες αφηγήσεις του σεξουαλικού τράφικινγκ- αλλά και στο φαινόμενο της διαφθοράς μέσα στους κόλπους της αστυνομίας.

Δεν εξαντλείται, ωστόσο, εκεί το ενδιαφέρον του βιβλίου. Το «χτίσιμο» των χαρακτήρων, μέσα σε μια πλοκή που ρέει αβίαστα και σε ένα κείμενο άρτια δομημένο, είναι δουλεμένο όχι μόνο στην πρωταγωνιστική μορφή του Νικολόπουλου, στον οποίο είναι διακριτή (δίπλα στη σκληρότητα λόγω εθισμού στον ρόλο του αστυνομικού) η ευαισθησία απέναντι στην πάσχουσα από άνοια μητέρα του αλλά και η εντελώς ανθρώπινη αμηχανία μπροστά στην αίσθηση αδυναμίας να της προσφέρει κάτι περισσότερο από τη φιλοξενία σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων· ενδιαφέρουσα εδώ η απόδοση της αντρικής ψυχοσύνθεσης, σε ένα θέμα που λίγοι άντρες συγγραφείς θα επιχειρούσαν. Κατά τη γνώμη μου, ο πληρέστερος χαρακτήρας είναι αυτός της Αΐντας Μητροπούλου, βοηθού, εκ των πραγμάτων, του Νικολόπουλου, που προβάλλει τα σκληρά και ανθρωποδιωκτικά χαρακτηριστικά μιας ιδιόμορφης παρουσίας λόγω της εργασίας της σε ένα κατά κανόνα ανδροκρατούμενο σώμα, αλλά και (αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον) λόγω της ιδιοσυγκρασίας της, αφήνει όμως να φανεί κάτω από αυτή την επιφάνεια μια ξεχωριστή ευαισθησία. Μια μορφή που διατρέχει σχεδόν όλη την πλοκή άλλοτε οδηγώντας στα άκρα τις αντιδράσεις των άλλων και άλλοτε δίνοντας ευφυώς λύσεις σε ανακύπτοντα προβλήματα. Η Παπαδημητρίου δείχνει εδώ πως έχει την ικανότητα να πλάσει χαρακτήρες ικανούς να σηκώσουν το βάρος μιας μυθοπλαστικής αφήγησης, ακόμα και εκτός των πλαισίων της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Αξίζει, νομίζω, να συναριθμηθεί στα θετικά αυτής της γραφής το γεγονός ότι αντιμετωπίζει την πολυεπίπεδη κρίση ως αναγκαίο μόνο φόντο/πλαίσιο για να ενσωματωθούν γεγονότα και συμπεριφορές, χωρίς να μπαίνει στην παγίδα ενός ερμηνευτικού σχολιασμού για μια κατάσταση που ακόμη δηλώνει την  παρουσία της με τον κίνδυνο οι όποιες εκτιμήσεις να καταλήξουν επιφανειακές και πρώιμες πολύ. Το μυθιστόρημα είναι ξεκάθαρα αστυνομικό, με την προβολή των κοινωνικών καταστάσεων να απηχούν ένα υπόβαθρο, ικανό να εντείνει ως γενεσιουργός αιτία τις διαγραφόμενες εικόνες, ωστόσο (και σωστά) να παραμένει λογοτεχνικά τουλάχιστον προς παρατήρηση και όχι προς ερμηνεία.