Top menu

"Εμμανουήλ και Αικατερίνη", της Ρέας Γαλανάκη

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

Ελάχιστοι συγγραφείς θα αποφάσιζαν να συγγράψουν μία μερική βιογραφία των γονέων τους -και όχι τη δική τους- και σίγουρα ακόμα λιγότεροι από αυτούς θα το έκαναν με τόσο επιτυχημένο και ιδιαίτερο τρόπο όσο η Ρέα Γαλανάκη.

Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το βιβλίο περιέχει και πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και ιστορικά στοιχεία για τη ζωή στην Κρήτη στη χαραυγή του εικοστού αιώνα.

Η αφετηρία, όμως, της Γαλανάκη για τη συγγραφή του παρόντος πονήματος μπορεί να μην είναι η αφήγηση των γεγονότων που αφορούν τη δική της ακριβώς ζωή, είναι όμως η προσπάθεια κατανόησης του εαυτού της μέσα από την αναδιήγηση της ιστορίας των γονέων της.

"Θα ήθελα, με άλλα λόγια, να γνωρίσω αυτούς τους δύο "γνωστούς-άγνωστους" που υπήρξαν ο γονείς μου προτού συναντηθούν και παντρευτούν, δηλαδή πολύ πριν "τους γνωρίσω" εγώ η ίδια ως γονείς μου. Τι είχε σημαδέψει μέχρι τότε την προσωπική ζωή, τη σκέψη και τη φαντασία τους. Ποιες ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων, προγονικές, συγγενικές μα όχι μόνον, αλλά και ποια ιστορικά γεγονότα τους είχαν διαπλάσει αμετάκλητα, δια βίου μπορώ να ισχυριστώ".

Η Γαλανάκη, επομένως, παρουσιάζεται εδώ έτοιμη να αναμετρηθεί με τον καθρέπτη της αυτογνωσίας τον οποίον αντιπροσωπεύουν οι γονείς μας. Η ίδια μας εξομολογείται στον πρόλογο του βιβλίου της ότι αφορμή για όλο αυτό το εγχείρημα υπήρξε ένα όνειρο. Έτσι αποπειράται, μέσω της συγγραφής της ιστορίας των ανθρώπων που την έφεραν στον κόσμο, να γνωρίσει καλύτερα τόσο τους ίδιους όσο και τον ίδιο της τον εαυτό.

Η αναμέτρηση κάθε ανθρώπου με τον εαυτό του δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Και ιδιαίτερα για ένα "παιδί", το οποίο προσπαθήσει να φανταστεί και να αναπλάσει τη ζωή των γονιών του πριν να τους γνωρίσει το ίδιο. Για αυτόν τον λόγο επιλέγει, επομένως, η Γαλανάκη καθώς ξαναγίνεται και η ίδια παιδί μέσα στις σελίδες του βιβλίου της να επικεντρωθεί στην αφήγηση των γεγονότων που αφορούν τη ζωή των γονιών της προτού αυτοί παντρευτούν, στο τέλος, δηλαδή, της Κατοχής και όχι στα χρόνια που ήταν παιδί η ίδια και τους γνώριζε μόνο ως γονιούς. Η συγγραφέας θέλει να γνωρίσει τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη όπως ήταν στ' αλήθεια, πριν να γίνουν δηλαδή γονείς.

Αφηγείται, λοιπόν, τα αληθινά γεγονότα που αφορούν την ιστορία της οικογένειάς της, αλλά και την ιστορία του τόπου της με τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονται τα παιδιά όταν τα ακούν: σαν παραμύθια. Γι' αυτό εξάλλου και ο υπότιτλος του βιβλίου δεν είναι άλλος από: "τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια". Δεν είναι παραμύθια οι ιστορίες των γιαγιάδων και των παππούδων μας, οι ιστορίες των γονιών μας, αλλά εμείς συνήθως τις ακούμε και τις προσλαμβάνουμε ως γοητευτικά παραμύθια, τοποθετημένα στον δικό μας χώρο και τόπο.

"Σε κάποιον άλλο μπορεί να εξιστορούσαν άλλα, εμένα όμως με απασχολούνε μόνο τα δικά μου παραμύθια που δεν είναι παραμύθια".

Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στην ανατολική Κρήτη, στα χωριά της -Άνω Βιάνος, Αρκαλοχώρι- και στο ίδιο το Ηράκλειο. Αφού η συγγραφέας εξετάσει τις ρίζες της γενεαολογίας της, αφηγείται τις σπουδές των γονέων της. Γιατροί και οι δύο, η μητέρα της Γαλανάκη οπωσδήποτε θα ξεχώριζε ως γυναίκα ιατρός σπουδαγμένη στη Βιέννη σε μία εποχή που οι περισσότερες γυναίκες ίσα ίσα που λάμβαναν τη στοιχειώδη μόρφωση.

Τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, ο διχασμός σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς, τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Πολέμου, αυτά μας αφηγείται η συγγραφέας έχοντας ως βασικό άξονα της διήγησής της τις ζωές των γεννητόρων της. Δεν πρόκειται, όμως, για αφήγηση γραμμική, αλλά για μία διήγηση που περιέχει πολλά πισωγυρίσματα, παρενθέσεις και παρεμβολές, συναισθηματικές και μη. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η συγγραφέας αντλεί υλικό από τη γενέτειρά της και το οικογενειακό περιβάλλον της προκειμένου να συγγράψει ένα μυθιστορηματικού τύπου πόνημα. Μέσα στην αφήγηση της Γαλανάκη στο νέο της βιβλίο, ο αναγνώστης θα ξαναβρεί τις ιστορίες που έχουν εμπνεύσει και άλλα βιβλία της, όπως τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά και τον Αιώνα των Λαβυρίνθων.

Προφορικές εξιστορήσεις που έγιναν βιβλία, προσωπικές αναζητήσεις, φορτισμένες συναισθηματικά παρενθέσεις, μνήμες τουρκοκρατίας και Κατοχής και όψεις της ζωής στην Κρήτη στις αρχές του εικοστού αιώνα, όλα αυτά αποτελούν τον κόσμο του νέου μυθιστορήματος μιας συγγραφέως δικαίως καταξιωμένης στον ελληνικό λογοτεχνικό χώρο. Αν έγραφε ένας άλλος συγγραφέας με έναν απλό και συνηθισμένο τρόπο τη βιογραφία των γονέων του ίσως δεν άξιζε να τη διαβάσουμε. Όταν το κάνει η Ρέα όμως αξίζει και με το παραπάνω να το κάνουμε.