Top menu

6 νέες βιβλιοκριτικές [Λέσχη ανάγνωσης Vakxikon.gr]

H συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον μήνα Νοέμβριο:

Πέρασαν εβδομήντα χρόνια..., δοκίμιο, Βασίλης Κρεμμυδάς, εκδόσεις Gutenberg 2017

Παίρνοντας στα χέρια τα βιβλίο του ιστορικού και καθηγητή στο πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλη Κρεμμυδά «Πέρασαν εβδομήντα χρόνια» εκδόσεις Gutenberg, αισθάνεσαι μεγάλο κομμάτι της ελληνικής- πολιτικοκοινωνικής – ιστορίας του τόπου να περνά από μπροστά σου.

Διηγήματα, άρθρα, σπαράγματα σκέψεων, ιστορικές αναφορές με έκδηλο το προσωπικό στοιχείο; Τίποτα από όλα αυτά και ταυτόχρονα όλα μαζί. Κυρίαρχο στοιχείο μια μνήμη. Μια μνήμη ζώσα που κατακλύζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα.

Το ιδεολογικό υπόβαθρο εμφανές αλλά σε καμία περίπτωση διχαστικό. Ανοίγει διάλογο χωρίς καταφάσεις, χωρίς δογματισμούς. Ο Κρεμμυδάς αφήνει τη σκέψη του να ρέει στη «γραφίδα» με αφορμή – τα αίτια είναι βαθύτερα- το πώς έζησε ο ίδιος την ιστορική πραγματικότητα. Δέκα χρονών. Δέκα, λοιπόν, χρονών καλείται να κοροϊδέψει την πείνα του. Την ίδια στιγμή που ένα ολόκληρο έθνος – αυτή η διάφανη μα στέρεη οντότητα που κατακλύζει τα κράτη- καλείται να κοροϊδέψει την ιστορία. Ένα ολόκληρο κράτος να υποδυθεί ότι ζει μέσα στην ιστορία έστω κι αν εξαρχής οι άνθρωποι του έμαθαν να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Εξάλλου την ιστορία των πεινασμένων που δεν έσπασαν τις αλυσίδες τους- και στην Ελλάδα κανένας δεν τις έσπασε- πάντα την γράφουν οι ξένοι χορτάτοι.

Κείμενα που ενέχουν μιαν έντονη λογοτεχνικότητα. Δεν είναι ιστορικά δοκίμια. Δεν είναι αυτός ο ρόλος τους. Είναι καταθέσεις ψυχής που δίνονται μέσα από το επιστημονικό μικροσκόπιο του ιστορικού. Εξάλλου, πλέον την ιστορία δεν τη γράφουν μόνο οι δυνατοί, όπως πίστευε ο Τσόρτσιλ. Την ιστορία τη γράφει ο καθένας μας μέσα από τις εμπειρίες του, τις ενασχολήσεις του, τη δημιουργικότητα του, τα ταξίδια του, τις μέρες μοναξιάς του, τα ιδεολογικά στερεότυπα του.

Μα εντέλει τη γράφουν μόνο όσοι ψάχνουν μέσα τους. Αυτό είναι το βιβλίο του Βασίλη Κρεμμυδά. Σπαράγματα εσωτερικής αυτογνωσίας. Σπαράγματα μιας προσπάθειας για μια ενδότερη αυτογνωσία που δεν υστερεί σε ιστορικότητα ούτε και σε λογοτεχνικότητα.

Τα κείμενα αυτά αποτελούσαν μέρος στα «Ενθέματα» της Αυγής μέχρι που το 2016 η ιστορία ξαναγράφτηκε και τα «Ενθέματα» με τη συντακτική τους ομάδα αποτέλεσαν παρελθόν.

Οι σκέψεις του Κρεμμυδά είναι λοιπόν ήδη μια ιστορία. Μια ιστορία ενός χώρου που διασπάστηκε. Ενός χώρου που από τα 10χρονα παιδιά που πεινούσαν έφτασαν να γράψουν αυτοί την ιστορία με το κοινωνικό πρόσημο.

Ο Κρεμμυδάς είναι ο ιστορικός που δεν ψάχνει τις αλήθειες στους συλλογικούς μύθους των εθνών. Γράφει την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο. Στο πρόσωπο του καθενός μας μέσα από αδιαμφισβήτητες πηγές: τον ίδιο το λαό και τα έργα του.

Τα χρόνια περνάνε μαζί με το ξεφύλλισμα του βιβλίου. Χρόνια φόβου, μόχθου, τρόμου αλλά και προσωπικών εμπειριών. Πολιτικά πρόσωπα, εκλογικές διαδικασίες, εκλογές της νοθείας, μπουάτ στην Πλάκα, ταγματάρχες, στρατόπεδα, σχολεία, βία, Χίτες, καθηγητές πανεπιστημίων, χωροφύλακες, ανάγκη να ζήσεις, να ευτυχήσεις, να ταπεινώσεις το θάνατο (πολιτικό και ιστορικό) που ήρθε για να μείνει. Μια ολάκαιρη Ελλάδα σε λίγες μόνο σελίδες.

Η συλλογή αυτή των κειμένων αρχίζει με μια φρικτή ιστορική αλήθεια δοσμένη με ειρωνεία και τελειώνει με την αλήθεια του κοινωνικού φόβου, του ιστορικού φόβου και του προσωπικού φόβου. Τα «Ενθέματα» έγιναν «Υποτυπώσεις» αλλά ο φόβος στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά.

Ο φόβος ως υποχρέωση, ως το μόνο δικαίωμα για μια ολόκληρη γενιά που πάσχιζε εναγωνίως να ζήσει μέσα από πολέμους, από δικτατορίες, από εμφυλίους, από αυταρχικούς δασκάλους, από ψεύτικες πολιτικές υποσχέσεις για να καταλήξει να κάνει το φόβο δερματοστιξία στην ψυχή της.

Όλο το βιβλίο διέπεται από το νήμα του φόβου. Του φόβου μιας ζωής που δεν ανήκει στους ανθρώπους, μιας ζωής που λυγίζει αλλά που μαθαίνει να κοροϊδεύει όχι μόνο την πείνα αλλά και μια σάπια κοινωνική πραγματικότητα.

Με τη διεισδυτική ματιά του ιστορικού ο Κρεμμυδάς μας φέρνει αυτούσιους τους φόβους 40 χρόνων. Τους φόβους μιας γενεάς, τους φόβους ενός έθνους, ενός κράτους, ενός λαού- με μια ιστορία ασήκωτη- που από το 1830 προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον τρόμο και στην ιστορική ευθύνη να πάρει την ύπαρξη του στα χέρια του.

Από το 1830 μέχρι και το 2017 ο φόβος εξακολουθεί να υπάρχει. Ο φόβος έγινε βίωμα και αυτό το φανερώνει με λογοτεχνική και αφηγηματική μαεστρία ο Κρεμμυδάς. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου του οι αναγνώστες κάθε γενιάς συναντούν τους φόβους τους, τις ματαιώσεις τους και τις ελπίδες τους που δεν χάνονται.

Διότι, πάντα μετά το φόβο έρχεται η ρήξη. Μετά το φόβο της δράσης έρχεται η αντίδραση. Όταν ο φόβος σε πνίγει τότε δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα και σηκώνεις κεφάλι. Και αυτό το γνωρίζει καλύτερα από εμάς ένας ιστορικός του βεληνεκούς του Βασίλη Κρεμμυδά…

Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου μας μένει η ελπίδα: Ότι οι υπόλοιπες γενιές θα κάνουν το φόβο βίωμα και κατόπιν αντίδραση.

Αντρέας Πολυκάρπου

**

Aποκαΐδια ηθικής, ποίηση, Κατερίνα Λιάτζουρα, εκδόσεις Βακχικόν 2017

Υπάρχουν ποιήματα που γράφονται με ψυχική ηρεμία, αφού το γεγονός που τα προκάλεσε έχει καταλαγιάσει στον εσωτερικό κόσμο του τεχνίτη και το υλικό τους αντλείται με τη διαμεσολάβηση της μνήμης. Υπάρχουν όμως κι εκείνα που γράφονται «εν βρασμώ», όσο ακόμα το βίωμα φλέγεται. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η Ποίηση και γενικότερα η Τέχνη πριμοδοτεί αυτή τη δεύτερη μορφή επικοινωνίας. Ο τεχνίτης χαμηλώνει το βλέμμα του και δημιουργεί μέσα από τη σύγκρουσή του με τις πραγματικότητες που αρνείται να αποδεχθεί. Συνδέεται αμεσότερα με την κοινωνία, με τα προβλήματα και τους προβληματισμούς της.

Τα «Αποκαΐδια» της Κατερίνας αντλούν από αυτή την πυρκαγιά που έφερε για τα καλά στη ζωή μας ο Μοντερνισμός. Και κυρίως από εκείνη την τάση της που θέλει τον τεχνίτη άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα, όσο κι αν η τελευταία αυτή έννοια παραμένει στη χώρα μας ασαφής και εύκολα εκμεταλλεύσιμη για κάθε είδους ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Σηκώθηκα
ξεσκόνισα τη μνήμη
ίσιωσα την πλουμιστή αισιοδοξία
και πιάστηκα από τον ώμο του διπλανού μου.
Ξεκίνησε ο χορός της υποταγής.
(από τη «Νίκη στις Εθνικές Εκλογές»)

Οι στίχοι εδώ αρνούνται τη διαμεσολάβηση της ανάμνησης. Κρατούν τα συναισθήματα στην αρχική τους ένταση, πεισματικά θαρρείς, από μια πίστη πως η απόσταση του χρόνου ισοπεδώνει τα θέματα και εφησυχάζει ανεπαισθήτως. Καμπυλώνει τις γωνίες που παραμένουν γύρω μας γωνίες, θολώνει τα χρώματα, κάνει ασαφή τα περιγράμματα, μετατρέπει τις κινήσεις και τις χειρονομίες σε σκηνικό διάκοσμο. Κι ακόμα περισσότερο, από μια πίστη πως η διαμεσολάβηση της ανάμνησης μετατρέπει τον άνθρωπο σε απροσδιόριστη σκιά.

Μια εφιαλτική εντύπωση σφηνώθηκε στο μυαλό μου.
Πως ο άνθρωπος θα εκλείψει.
Θα μείνει μόνο η μιλιά
(Από το «Φωνές ανθρώπινες»)

Οι ποιητικές φλόγες των στίχων είναι ανοικτές σε όλες τις διαβαθμίσεις του θυμού, στην ειρωνεία, την απογοήτευση, τον αυτοσαρκασμό. Οι εικόνες, όταν –σπάνια- δεν είναι εφιαλτικές, αντλούν τον λυρισμό τους από την αθωότητα των παιδικών χρόνων, από τον μυθικό χρόνο της συμπαντικής ενότητας.

Πού πήγε η αλήθεια; […]
Ποιο όνειρο παιδικό φέρνει στο θυμικό της
σαν κρύβεται και παίζει κλέφτες κι αστυνόμους;
(Από το «Η αλήθεια»)

Το πιο ενδιαφέρον μέρος στις εστίες της πυρκαγιάς των στίχων αυτών βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στην κατάχρηση των αφηρημένων εννοιών που περιέχουν. Αναφέρω ενδεικτικά μερικές: Ιστορία, αλήθεια, ηθική, ιεραρχίες, θεσμοί, βούληση, λογική, ψευδαίσθηση, αξιώσεις, καθήκοντα, όρια, σκληρότητα, αθανασία, δημοκρατία. Αντιποιητικό σε ένα πρώτο επίπεδο υλικό, εφόσον η ποίηση για τη σημερινή ευαισθησία δεν επικοινωνεί με νοήματα. Μέσα από την κατάχρησή τους όμως και με την ειρωνική διάσταση που αποκτούν στο ποιητικό κείμενο, κλονίζεται η εμπιστοσύνη μας σ’ αυτές, αμφισβητείται η συμπαγής σημασία τους και προτρέπουν στην ανά-γνωση ενός καλύτερου κόσμου:

Γοητευτικές οι λέξεις
αλλά κατά βάθος θολές.
Περιδιαβαίνουν την ανάγκη για θεμελίωση
χωρίς ρίζες, δίχως μέλλον
προσκυνούν πηγές αλάνθαστου
προβάλλουν αξιώσεις αλάθητου.
(Από τον «Εξορκισμό»)

Από τη μια ο μονόδρομος των γοητευτικών «αλλά κατά βάθος θολών» λέξεων, η λογοκρατική θεώρηση της επικοινωνίας. Από την άλλη τα «Αποκαΐδια» ανοίγουν τα φλέγοντα σημερινά θέματα και τα αφήνουν σ΄ αυτή την κατάσταση που έχει η θράκα λίγο πριν σβήσει ή λίγο πριν αναζωπυρωθεί από ένα άλλο χέρι, από μια άλλη κίνηση, από ένα άλλο βλέμμα. Η προσωπική ιστορία του καθενός στην εποχή του lifestyle, η μητρική σχέση, το αδιέξοδο της πολιτικής εκπροσώπησης, η τύχη της Αριστεράς, το προσφυγικό, ο ρόλος της δημοκρατίας στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κόσμο, θέματα όλα ανοικτά για να θυμίζουν ποια είναι η μεριά της ηθικής με ήτα μικρό.
Η τελική αίσθηση που αφήνουν τα «Αποκαΐδια ηθικής» δεν είναι η οσμή των καμένων στίχων, των ανολοκλήρωτων ρυθμών, των ματαιωμένων κινήσεων. Διατηρούν και μεταδίδουν τη φλόγα μιας αξιοπρέπειας που δεν περιορίζει τον άνθρωπο στις επιταγές μιας απομονωμένης, ιδιοτελούς και τελικά ανήθικης διαβίωσης.

Κι όμως μυρωδιά μου.
Το δικό μου άτι
ατίθασο γεννήθηκε.
Αδάμαστο θα πορευτεί.
Αντιστέκεται ακόμη.
Όσο μπορεί.
(Από το «Αδάμαστο άτι»)

Μιχάλης Βαβούλας

**

Εξορίες γλώσσας, μελέτη, Κώστας Νασίκας, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016

Η γλώσσα δεν αποτελεί απλώς έναν τρόπο ανθρώπινης επικοινωνίας αλλά είναι εκείνη τη λειτουργία που αρχιτεκτονεί την ύπαρξη και οικοδομεί την σκέψη σε μια σχέση ανατροφοδοτούμενη: γλώσσα και ύπαρξη πλουτίζουν, «βαθαίνουν» μαζί όσο καλλιεργείται η σκέψη κι ο πολιτισμός. Επιπλέον η γλώσσα συνδέει ένα έθνος με το παρελθόν του, διατρέχοντας το χρόνο από την αρχαιότητα έως σήμερα σαν ένα άλλο είδος DNA, που θα το λέγαμε γλωσσικό DNA.

Το βιβλίο του Κώστα Νασίκα είναι ένα πολύ σημαντικό έργο. Μας μιλά για εξορίες. Χρησιμοποιώντας το μοναδικό ιστορικό παράδειγμα του Ολοκαυτώματος (ή Σοά, όπως προτίμα να το αποκαλεί ο συγγραφέας) γίνεται αναφορά στην πρώτη εξορία, την εξορία της Γερμανικής γλώσσας από το ίδιο της το έθνος. Γιατί όμως το ολοκαύτωμα αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία του ανθρώπινου γένους; Διότι από τη μία πλευρά θύτες και θύματα ήταν φαινομενικά όμοιοι πολίτες: λευκοί, οικονομικά εύρωστοι και Ευρωπαίοι, και από την άλλη, ήταν ένα έγκλημα μεγάλου μεγέθους: στήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία, με τρόπο ταχύτατο και καθολικό, η «βιομηχανοποίηση» της ανθρώπινης εξόντωσης (κρεματόρια). Πως λοιπόν μια ολόκληρη κοινωνία της νεωτερικής εποχής, που συνέβαλε στην οικοδόμηση του διαφωτισμού, μια κοινωνία αποτελούμενη από 80 εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες, φτάνει στο σημείο να δημιουργήσει μια δική της πραγματικότητα, τη ναζιστική, που πέρα από τον πόλεμο θα διαπράξει αδιανόητα για την εποχή εγκλήματα; Και πως φτάνει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μεταμορφωθεί σε ένα βάναυσο είδος όντων με στολή δίχως ηθική, ούτε όρια, τους SS.

Το φιλοσοφικό υπόβαθρο για την δυστοπία του Ναζισμού το έχει προσφέρει ο Γερμανικός ρομαντισμός που έχει πρότυπα την καθαρότητα και το απόλυτο, την έλλειψη ορίου, την δόξα του επικού μεγαλείου του παρελθόντος και την άρνηση του ξένου. Ωστόσο το σημαντικότερο ίσως ρόλο για την μαζική αυτή μεταστροφή της γερμανικής κοινωνίας θα παίξει κάτι άλλο. Το βιβλίο εξορίες γλώσσας μας βοηθά να αντιληφθούμε ότι η κάθε ολοκληρωτική, τυραννική, εξουσία έχει στα χέρια της ένα σημαντικό εργαλείο για να καθυποτάξει τους λαούς στο θέλημα της: τη γλώσσα. Χειριζόμενη κατάλληλα τη γλώσσα υποτάσσει την σκέψη. Υποτάσσοντας τη σκέψη, υποτάσσει τον άνθρωπο. «Δεν έχω στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», δεν το είπε τυχαία ο Σολομός.

Το Ναζιστικό καθεστώς πήρε την εξουσία το 33. Μια αναδιαμόρφωση αργή και συστηματική που δεν γίνεται αντιληπτή, ξεκινά: Την υγιή, πλούσια και ζωντανή γλώσσα του Γκαίτε αντικαθιστά ένα διαχειριστικό, γραφειοκρατικό, διοικητικό λεξιλόγιο απαλλαγμένο από κάθε συναισθηματικό περιεχόμενο: η γλώσσα των Ναζί. Σκοπός της, να χάσουν τα πράγματα την συγκινησιακή τους φύση, και την ηθική τους φυσιογνωμία. Είναι μια αλλοίωση που στηρίζεται σε εισαγωγή στερεότυπων εκφράσεων και λέξεων, κι στη δημιουργία μοτίβων λέξεων και εκφράσεων (συχνά ηρωικοπατριωτικού χαρακτήρα) που επαναλαμβάνονται διαρκώς και παρεισφρέουν στην φυσιολογική ροή της γλώσσας δηλητηριάζοντας την και αποσυντονίζοντας έτσι την σκέψη. Γιατί χρειάζεται τον αποσυντονισμό αυτό η Ναζιστική μηχανή; Γιατί τα μη σκεπτόμενα όντα, τα όντα που ανταποκρίνονται στα προπαγανδιστικά παραγγέλματα εφαρμόζουν τέλεια στα γρανάζια της μηχανής κι έτσι από άνθρωποι γίνονται όργανα, δηλαδή εργαλεία, βίδες εξαρτήματα. Άλλοτε πάλι αλλάζει η σημασία των λέξεων με στόχο να αλλάξει η πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στην ταινία «ο Γιος του Σαούλ» παρουσιάζεται με εξαιρετικό τρόπο η βιομηχανοποίηση της εξόντωσης στο αποτεφρωτήριο του Άουσβιτς. Εκεί λοιπόν τους χιλιάδες Εβραίους που έρχονταν τους αποκαλούσαν «κομμάτια», τα κομμάτια έφτασαν, πόσα κομμάτια ήρθαν κλπ. Κομμάτια, όχι ανθρώπους, κομμάτια, όπως λέμε κουτιά, σαπούνια, μπύρες κλπ, Έτσι η πραγματικότητα αλλάζει: τα κομμάτια, τα αντικείμενα καίγονται όχι τα ανθρώπινα όντα. Στο κάθε στρατόπεδο υπήρχαν διαφορές στην παραποίηση των λέξεων. Οι SS υπήρξαν πολύ ευρηματικοί κι μ΄ ένα ψυχρό κι απόκοσμο χιούμορ σ’ αυτό.

Ωστόσο, η υποταγή ενός ανθρώπου σε ένα σύστημα, μια λογική, στην επιθυμία του Ενός, μέχρι την μετατροπή του σε φονικό όπλο έχουν μια απόσταση. Διότι το φονικό όπλο στερείται συνείδησης, δεν έχει ενοχές και για να φτάσει ο άνθρωπος σ’ αυτό το σημείο προϋποτίθεται μια μεγαλύτερη καταστροφή της γλώσσας. Μια ολοκληρωτική καταστροφή στην φύση που έχει η γλώσσα να είναι ο βασικός φορέας του ήθους του ατόμου και της κοινωνίας. Μιας καταστροφής τοξικής, μιας καθολικής μόλυνσης που επιτρέπει το έγκλημα, το ατομικό και το συλλογικό. Όπως διαβάζουμε στο κεφάλαιο με τίτλο: «η σχιζοφρενής γλώσσα: ο Αϊχμαν» (ο Αϊχμαν είναι SS, βασικό στέλεχος των στρατοπέδων που τελικά δικάστηκε) για να επιτευχθεί η Σοά, το συλλογικό έγκλημα του Ολοκαυτώματος, η ίδια η γλώσσα έγινε εργαλείο αποκοπής του ατόμου από τη σκέψη, αποκοπής του ατόμου από την εγκληματική πράξη. Πρόκειται για μία γλώσσα σχιζοφρενή, όπως την αποκαλεί ο Κ. Νασίκας, μια γλώσσα που γεννά την αποκοπή, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της σχιζοφρένειας.

Στο σημαντικό κεφάλαιο με τίτλο : “Αντίσταση μέσα στη γλώσσα” περιγράφονται δυο διαφορετικές μορφές αντίστασης: Η 1η αντίσταση έγκειται στη διαφύλαξη της γλώσσας. Ο Εβραίος καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας Β. Κλεμπερέρ στη Δρέσδη, που διαφεύγει τη Σοά λόγω της Άρειας γυναίκας του, αντιλαμβάνεται έγκαιρα την υποδούλωση των λέξεων στο τρομαχτικό σύστημα του Ναζισμού και κρατά σημειώσεις. Το 1947 θα τις εκδώσει στο συγκλονιστικό βιβλίο με τίτλο: «Η γλώσσα του Γ’ Ράιχ». Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Όργουελ γνώριζε το έργο του Κλεμπερέρ, διαβάζοντας όλ’ αυτά η συσχέτιση με το Οργουελικό 1984 που γράφεται το 49’ γίνεται αυτόματα. Η Newspeak του Όργουελ, μετά την γλωσσοκάθαρση, έχει στόχο να περιοριστούν τα όρια της σκέψης: κάθε απόπειρα επανάστασης θα είναι ανέφικτη ελλείψει υλικού να αρθρωθεί σε αντίλογο. Αν δηλαδή η λέξη δημοκρατία δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο μας τότε κι ο άνθρωπος δεν μάχεται για να την κατακτήσει. Διότι πολύ απλά δεν υπάρχει στον κόσμο μας, την αντίληψη μας.

«Να γράφεις σημαίνει να πηδάς έξω από τις γραμμές των δολοφόνων», γράφει ο Κάφκα στο ημερολόγιο του κι είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας Κ. Νασίκας ως προμετωπίδα του κεφαλαίου. Το γράψιμο λοιπόν ως αντίσταση στην σύνθλιψη του εαυτού από την ολοκληρωτική μηχανή. Το γράψιμο στη διαφύλαξη της ίδιας της γλώσσας αλλά και της ύπαρξης. Βάρναλης, Άρης Αλεξάνδρου, Τίτος Πατρίκιος, Θεοδωράκης, Λουντέμης, Βύρων Λεοντάρης, Τάσος Λειβαδίτης, Αλέξης Παναγούλης και πολλοί ακόμη με ιστορία εξορίας και αντίστασης μέσα από τις λέξεις: Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα, τους ανθρώπους και την καρδιά μας, γράφει ο Ρίτσος στα Πέτρινα χρόνια το 49’, το στόμα μας γέμισε σιωπή και τα μάτια μας αύριο. Ποιήματα ντοκουμέντα, ποιήματα μαρτυρίες, ποιήματα που λειτουργούν προπάντων μέσ’ από τις σιωπές τους κάνοντας εφικτό το άλμα προς ένα αύριο πέρ’ απ΄ το δήμιο.

Η 2η αντίσταση που μας περιγράφει ο Κ. Νασίκας στο βιβλίο του είναι η αντίσταση μέσω της μαρτυρίας. Ο μάρτυρας, εκείνος που βιώνει το συλλογικό έγκλημα, ο άνθρωπος των στρατοπέδων, αισθάνεται ντροπή, ενοχή διότι επέζησε ίσως και εις βάρος των άλλων όπως και ότι έχει την ευθύνη να πει την αλήθεια, να την αφηγηθεί στους άλλους που την αγνοούν. Να δώσει υπόσταση, πραγματικότητα, στο έγκλημα. Άνθρωποι θα ζωγραφίζουν μέσα στα στρατόπεδα, όπως ο Ζοραν Μουσικ στο Νταχάου ή θα κρατούν ημερολόγιο όπως η Χάνα Λεβι-Χας. Ίχνη από αυτή την μοναδική αλήθεια, την δομική ανάγκη του μάρτυρα για αφήγηση ως χρέος του προς την ανθρωπότητα, έχουν αφήσει σχεδόν όλοι οι λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ποιητές που δημιούργησαν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η Βανέσα Ρεγκρέιβ στην ταινία Praying for time, 1980, δηλώνει καθαρά το λόγο που την κρατά ζωντανή στο στρατόπεδο , «να ζήσουμε για να πούμε τι έγινε στους άλλους», ο νομπελίστας Ιρμε Κέρτες στο εκπληκτικό βιβλίο «Ένας άνθρωπος δίχως πεπρωμένο», Ο Αντέλμ στο «Ανθρώπινο είδος», όπου ο κεντρικός του ήρωας, αντιστασιακός στο Νταχάου, αντιλαμβάνεται στο τέλος ότι δεν υπάρχει τρόπος, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις, φράσεις να κοινωνήσει στους άλλους, τους απελευθερωτές που μόλις ήρθαν, τον δικό του ανείπωτο κόσμο.

Κι εδώ ερχόμαστε σε ένα μεγάλο θέμα, την 2η εξορία, που περιγράφεται στο βιβλίο «εξορίες γλώσσας»: την αυτοεξορία της ύπαρξης από την ίδια της τη γλώσσα. Ο κ. Νασίκας μας λέει ότι πέρα από τα γεγονότα του παρελθόντος που μπορούν να μπουν σε ένα προσωπικό αφήγημα, υπάρχουν κι άλλα που διατηρούν την αισθητηριακή τους ποιότητα όπως και τα συναισθήματα που προκλήθηκαν, δίχως όμως ο εαυτός μας να έχει βρει λέξεις γι αυτά ούτως ώστε να τα περιλάβει στο προσωπικό μας αφήγημα. Λειτουργούν μέσα μας ως ένα είδος υπομνήμης. Όταν τώρα τα γεγονότα αφορούν ένα βαθύ και ισχυρό τραύμα, τότε αυτή η υπομνήμη του τραύματος μπορεί να κουβαλά μέσα της τόσο μεγάλο πόνο που είναι αδιανόητος. Κι αυτός ο αδιανόητος πόνος αντί να χτίσει το δρόμο προς την αφήγηση του, που θα έδινε και στο άτομο έναν κοινό τόπο, ένα μοίρασμα με τους άλλους και την εξιλέωση που αναζητά, αντίθετα τον καταστρέφει. Καταστρέφει δηλαδή την ίδια τη γλώσσα, τις λέξεις, τις φράσεις, τις γλωσσικές συνδέσεις που θα γεννούσαν την αφήγηση. Και τότε τα πράγματα μένουν ανείπωτα, άφατα. Μάρτυρες επιζήσαντες των στρατοπέδων προσπαθούν με διάφορους τρόπους να κυριαρχήσουν ή να ελέγξουν το άφατο που κουβαλούν. Ο Πρίμο Λέβι, χημικός, γράφει ένα αποστασιοποιημένο, επιστημονικό βιβλίο με μαρτυρίες από τα στρατόπεδα για να μεταφέρει στον κόσμο το συλλογικό έγκλημα που έχει συμβεί. Ο Μεγάλος Ρουμάνος ποιητής Πάουλ Τσέλαν είναι μια τραγική μορφή της ιστορίας που ως παράδειγμα διατρέχει όλο το έργο του Κώστα Νασίκα. Ο Τσέλαν θα αγωνιστεί με όλη του τη ζωή και μέσα από την ποίηση, την οποία γράφει στα γερμανικά, να ανακατασκευάσει την κατεστραμμένη από τους Ναζί γερμανική γλώσσα. Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα έχει την δύναμη μέσα από τις αφηγηματικές της τεχνικές, όπως και η ποίηση, μέσα από την ποιητική της ανακατασκευή σ’ αυτή καθ’ αυτή τη γλώσσα, να ξαναφτιάξουν τον δρόμο προς τον κοινό τόπο με τους άλλους, που αποζητά το ψυχικό τραύμα ώστε να κοινωνηθεί, να μαρτυρηθεί, να γίνει κοινό και έτσι διαχειρίσημο. Αυτό σημαίνει για τον δημιουργό παρηγοριά ή αλλιώς κάθαρση μέσα από την τέχνη. Ωστόσο συχνά η τέχνη δεν είναι από μόνη της ικανή να ακυρώσει την καταστροφική λειτουργία του άφατου τραύματος στις ζωές των ανθρώπων. Ούτε ο πρώτος, ο Πρίμο Λέβι, ο οποίος προσπαθεί μέσα από το ορθολογικό του κέλυφος να ελέγξει το άφατο που κουβάλα, ούτε ο δεύτερος που αγωνίζεται να κυριαρχήσει -με εργαλείο τη ποίηση- πάνω στη γλώσσα, θα καταφέρουν να βρουν ένα κοινό τόπο με τον κόσμο που τους περιβάλλει. Τελικά θα αυτοκτονήσουν.

Ο Κ. Νασίκας, διήνυσε αυτή την μακριά και για μένα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πορεία μέσα από τις επιστήμες της ιστορίας, της γλωσσολογίας, της κοινωνιολογίας και τη λογοτεχνία για να καταλήξει στο 2ο πιο ειδικό μέρος του βιβλίου του το οποίο έχει να κάνει με τη θεραπευτική δυνατότητα της ψυχανάλυσης στο ανθρώπινο τραύμα και κατ’ επέκταση στην ίδια την γλώσσα και την αφήγηση. Η ποιητική φράση του Εμπειρίκου: «Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», νομίζω ότι λέει πολλά. Επιπλέον το άφατο τραύμα του εαυτού μας είναι ένας σκοτεινός κατεστραμμένος τόπος, ένας τόπος κενός στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου που έχει μια εξαιρετική δύναμη. Έχει τη δύναμη όχι μόνο να καθορίζει τη ζωή του ίδιου του ατόμου αλλά και να επιβάλλεται σαν κληρονομιά στους απογόνους και τον περίγυρο του. Γι αυτό πολλοί συγγραφείς απόγονοι γράφουν, συγκεντρώνουν στοιχεία ερευνούν, προσπαθούν να ανασυνθέσουν την χαμένη ιστορία, αρνούνται ή αντιστέκονται στη λήθη.

Τελειώνοντας, το βιβλίο εξορίες γλώσσας είναι ένα βιβλίο γραμμένο με μια γλώσσα τρυφερή, συγκινητική και απλή. Είναι ένα βιβλίο επίκαιρο, διότι σε κάνει να σκεφτείς, να σκεφτείς την γλώσσα σου, την Ελληνική, που έχει μια ποιητική καλλιέργεια 25 αιώνων πίσω της και που θα βασανιστεί στους καιρούς που έρχονται. Τους καιρούς της πρώτης βίαιης προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση, με την κυριαρχούσα οικονομίστικη κι ενίοτε κερδοσκοπική λογική και με τον άνθρωπο να τεχνολογείται όλο και περισσότερο. Τους καιρούς που απειλούνται τα μικρά έναντι των μεγάλων, τα μικρά μαγαζάκια έναντι των πολυεθνικών, τα μικρά έθνη έναντι των μεγαλύτερων, οι μικρές γλώσσες έναντι εκείνων που κυριαρχούν. Όμως το τι είναι μικρό και τι μεγάλο είναι ένας ορισμός που δίνεται από την κυριαρχούσα τάση αλλά δεν είναι απόλυτος. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις ακρογιαλιές του Ομήρου, να τι ήταν μεγάλο για τον Ελύτη. Να τι μπορεί να είναι μεγάλο για τον καθένα μας, μια και διαβάζοντας αυτό βιβλίο αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό το τελευταίο, μικρό ή μεγάλο, όπως το πάρει κανείς, η έγνοια μας δηλαδή για να κρατήσουμε ζωντανή και υγιή την δική μας προσωπική γλώσσα είναι τελικά μια μορφή αντίστασης. Αντίστασης σε τι; Στην επερχόμενη συρρίκνωση της ύπαρξης μας, από τους μοντέρνους καιρούς, με ότι αυτό συνεπάγεται από το ιστορικό παράδειγμα της Ναζιστικής μηχανικής απέναντι στο Γερμανικό λαό, όπως μας το ανέδειξε ο Κ. Νασίκας.

Βάνα Λυδάκη

**

Ποιήματα Γ΄, ποίηση, Αθανάσιος Γαλούσης, εκδόσεις ΑΩ 2017

Μετά από τα Ποιήματα Α΄ και τα Ποιήματα Β΄, έρχονται τα Ποιήματα Γ΄, του Αθανασίου Γαλούση, ως συνέχεια αλλά και ως ανακεφαλαίωση του έργου του, μιας και περιέχουν -όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλος- επιλογή ποιημάτων από το 1966 ως το 2016. Είναι επιλεγμένα μέσα από μια διαδρομή γραφής 50 ετών. Πρόκειται για 41 ποιήματα που κατά την κρίση του ποιητή, αντιπροσωπεύουν τους βασικότερους σταθμούς στην πορεία του.

Εγώ, ανιχνεύω δυο μεγάλες περιόδους που θα μπορούσαν να είναι δυο εν δυνάμει κυκλόμορφα σχήματα, με το πρώτο σχήμα κλειστό να αφορά στην περίοδο των πρώτων 30 ετών και το δεύτερο, κυκλοειδές, ανοιχτό ακόμη (τόσο ώστε να θυμίζει παραβολή), να είναι σε τομή με το πρώτο και να αφορά στην περίοδο των επόμενων 20 ετών. Αυθαίρετη διάκριση, νομιμοποιείται όμως ως προσωπική.

Έχοντας ήδη εικόνα (λόγο) από το μέχρι τώρα έργο του, η τελευταία του αυτή εκδοτική απόπειρα δεν ξενίζει αλλά ούτε και περνάει ήσυχα ήσυχα. Έχει πολλά να πει. Όντας συνεπιβάτης στο ταξίδι, από το λιμάνι αφετηρίας του Αθανασίου Γαλούση, ως τα λιμάνια που έπιασε μέχρι τώρα, αποκρυσταλλώνεται εντός σου το ποιητικό του στίγμα και οριστικοποιείται η καταγραφή της χροιάς της φωνής του.

Λιμάνια είπα; Παρότι στεριανός, με καταγωγή από την Καρδίτσα, η θάλασσα είναι μέσα του, άλλοτε γαληνεμένη:
και η θάλασσα γαληνεμένη κυματάει
και μια νεράιδα στο λιβάδι
σαν την αυγή ολάσπρη σιγοτραγουδάει

άλλοτε κυμματοθρεμμένη:
…σαν σκιά στα βράχια
σέρνομαι μιας κυμματοθρεμμένης θάλασσας

με καράβια και λιμάνια:
Ως πότε να ’χω την υπομονή
να περιμένω καράβια από την Ανατολή
ν’ αράξουν στα δικά μας λιμάνια;

όπως άλλωστε και εδώ:
Ελπίζοντας να περάσουμε τον μεγάλο ποταμό
είδαμε τα καράβια που αρμένιζαν
στο πέλαγος
με τα υγρά πλευρά τους
ακουμπισμένα στα πράσινα νερά

ενώ η επαφή του είναι τέτοια που η ύπαρξή του συγκλονίζεται
την ώρα που η θάλασσα βογγάει.

Θάλασσα λοιπόν. Ακολουθεί το φεγγάρι. Τα δυό τους, αγαπημένα των ποιητών σύμβολα.

Το φεγγάρι απλά φωτίζει:
Φέγγει απόψε το φεγγάρι

ή αχνίζει:
Βράδυ. Και πέρα στο βουνό το φεγγαράκι αχνίζει
μεσ’ στ’ ασημένιο πέπλο του και στ’ αργυρό το φως του

αντιφεγγίζει:
Και το φεγγάρι σαν σε χρυσάφι αντιφέγγιζε
στα ιερά σαν των ναών μετόπες μέτωπά τους

και αποκαλύπτει τις νεράϊδες, στο μέσον της μετάβασης από τη φύση στον άνθρωπο:
Σαν θα θωρείς στα σύδενδρα νεράιδες να χορεύουν
στ’ αφρόπλεμα του φεγγαριού…

Άλλοτε όμως,
μες στις σπηλιές κλαίνε οι Νεράιδες,…

Η θάλασσα είναι πάντα εκεί, το φεγγάρι, είτε ολόκληρο είτε γεμάτο, είναι πάντα εκεί. Στον άνθρωπο, τι είναι πάντα εκεί, άσχετα αν είναι ως ύλη ή ως ιδέα; Η μάνα. Ο ρόλος της στη ζωή όπως και στην παρούσα ποίηση, είναι κυρίαρχος.

Δραματικός:
Εκεί που περπατούσε κάποια μάνα / … /
της πέφτει απ’ τα μάτια ένα δάκρυ.

Ώ, μην το κόβεις το λουλούδι, αδερφέ, γιατί
είναι της μάνας μια παρηγοριά κρυφή
για το πεθαμένο της παιδί

(βλ. εδώ και το ποίημα «Δέησις» του Κωνσταντίνου Καβάφη):
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.-
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγιά μπροστά ένα υψηλό κερί

Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει)

καρτερικός, της μοναξιάς:
στη μάνα μου που καρτερεί στη ρούγα πείτε
πως έφτασα μέχρι την Ισσό

αλλά και έμπλεος ελπίδας:
Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα,
μικρός τη γνώρισα στα παιχνίδια μου
όταν με φιλούσε η μάνα μου.

Ο ίδιος, στο ποίημα με τίτλο «Στη Μάνα», που περιλαμβάνεται στην αμέσως προηγούμενη ποιητική του συλλογή (Ποιήματα Β΄), αποκαλύπτει το μεγαλείο της μητρότητας:
Παραμέρισε, μάνα, τα πέπλα της λύπης μου,
αυτά με χωρίζουν από την αγάπη.

Δημιουργήθηκα μέσα στο σώμα σου
πώς να μη ζητήσω το έλεός σου;

Σημειώνω εδώ πως στη μνήμη της μητέρας του, είναι αφιερωμένη η πρώτη του συλλογή ποιημάτων.

Για τους υπόλοιπους ανθρώπους (τα πρόσωπα, τους ρόλους και τις ιδιότητές τους), θα αναφερθώ παρακάτω, αφού σταθώ πρώτα σε κλαδιά συναισθημάτων, καταστάσεων, επιλογών, που συνδιαμορφώνουν την ανθρώπινη ζωή και αναπτύσσονται με φύλλα και άνθη στα ποιήματα της συλλογής.

Το δάκρυ, το κλάμα και το αίτιό τους, δηλαδή ο πόνος, είναι συχνότατα παρόντα, επιδεινώνοντας τη δραματικότητα της ύπαρξης:
Αναρουφά η ψυχή˙ σχίζει τα βάθη της˙
σκάβει τα έγκατα της καρδιάς και κλαίει˙
κλαίει δίχως ανάσα και δίχως πνοή,
δίχως πόνου και βόγκου φωνή

τη στιγμή που:
τα δάκρυά μου ζυγίστηκαν στα θολά
νερά
του ποταμού της κόλασης.

Η ενδοσκόπηση, με τον συνακόλουθο πόνο, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του κ. Γαλούση και απροκάλυπτα γίνεται στίχος:
Σκάβω την ψυχή μου,
μα δεν βρίσκω παρά μόνο πόνο και πόνο

αλλά για να ανοίξει ο δρόμος για την επικοινωνία, τόσο με το μέσα μας, όσο και με τον άλλο, προϋπόθεση είναι ο εσωτερικός διάλογος. Εργαλείο; Η σιωπή:
Μη λες τίποτα, μη˙
αν δεν καταλάβω τη σιωπή σου
πώς θα καταλάβω τα λόγια σου;

Το ταξίδι της ποίησης, είναι κατά κανόνα μοναχικό, όπως τις περισσότερες φορές και το ταξίδι του βίου:
Ξένος στα ξένα με θερίζει η μοναξιά.

Η έλλειψη (συντρόφου, πατρίδας, προσώπων, καταστάσεων), εντείνει τη μοναξιά:
Αγαπημένη μου,
τώρα που η μοναξιά μου με τυλίγει

και όταν η μοναξιά εντείνεται, συμπαρασύρει σε εξασθένηση και τη μνήμη, έως απαλοιφής:
… αγαπημένες θύμησες γοργά
σβήνουν στο σκοτάδι που τις περιζώνει.

Ερωτήσεις και διαπιστώσεις, δίνουν άλλοτε ρεαλιστικό και άλλοτε φιλοσοφικό τόνο στα ποιήματα. Αγάπη, ατομικισμός με αποκλεισμούς επικοινωνίας, χρόνος, κριτική, αβεβαιότητα, προσδοκίες, αυταπάτες, είναι μερικές από αυτές.

Αγάπη:
γιατί, γιατί να υπάρχει αγάπη,
αφού όλοι δεν μπορούν να τη γευτούν;

Όμως, απαντά ο ίδιος και μάλιστα με τρυφερότητα, αγάπη υπάρχει:
Σε κοίμησα, αγάπη μου,
μες στο δικό μου ύπνο.

Έλλειψη επικοινωνίας, καθένας κλεισμένος στη δική του εικονική πραγματικότητα:
Φωνάζω, δεν μ’ ακούει κανείς,
είναι μακριά η ζωή,
στα πόδια μου οι άνθρωποι
ζούνε την τρέλα τους

Σχετικότητα, κριτική, χρόνος:
Εκπλήξεις; Επιπλήξεις;
Ενδοιασμοί;
Το αύριο θα βάλει ξανά ποδάρι στο κορμί μου

Προσδοκίες:
Κοίταξε πόσοι στα μουράγια
περιμένουν.

Αυταπάτες:
Και πάλι είπες:
«Πίστεψα, πίστεψα…»
Και νόμισες πως αγάπησες…

Όταν αφήνεται ο Αθανάσιος Γαλούσης, ο ορθολογισμός, ο οποίος έχει έντονη παρουσία στον λόγο του, παραχωρεί τη θέση του στην παιδική αγνότητα που είναι φωλιασμένη μέσα του και ξεπηδά αβίαστα ένας καθάριος εικονοπλαστικός λυρισμός, ενώ οι ευαισθησίες, αποφυλακίζονται και τρέχουν στο φως:
πότε θα ’ναι εκείνη η μέρα
που θ’ απλώσεις πάλι τα μαλλιά σου
στην άμμο για να στεγνώσουν;

και αλλού:
Η καπετάνισσα ακόμη στο κατάστρωμα
χαίρονταν τον αέρα στα μαλλιά της.

Το ανθρώπινο στοιχείο, οι αδυναμίες, οι χειρονομίες που μπορεί να υποκρύπτουν προθέσεις μη συνειδητοποιημένες, η στάση των ζώντων έναντι του θανόντος, εντοπίζονται από το άγρυπνο μάτι του ποιητή και περνάνε σε μια άλλη διάσταση, μετουσιωνόμενες σε ποίημα:
σαν αυτόματα ανθρωπάκια στέκοταν τριγύρω σου
με το καθώς πρέπει ύφος,
με τη σπουδή στο πρόσωπό τους
και την αδημοσύνη στις χειρονομίες τους

αλλά ήταν που βιάζονταν το σώμα σου Αρτέμη,
ν’ αγκαλιαστεί από τη γη –που πάντα τόσο αγαπούσες-
να γίνει λίπασμα για τις κατοπινές γενιές.

Όπως και στο ολιγόστιχο ποίημα με τίτλο ΑΝΩΤΕΡΟΤΗΣ:
Σε άφησα να με ρημάξεις.
Δεν θα επιβίωνες αλλιώς.
Και τότε, τι απολογία
θα ’δινα στον εαυτό μου;

Η Τύχη στα ανθρώπινα, παίζει ζάρια σε μόνιμη βάση και αλλάζει τα πάντα σε δευτερόλεπτα:
Της Τύχης τις μεταστροφές
κανείς δεν δύναται να προμαντέψει

ίσως σε συνεννόηση με τη Μοίρα:
σαν να ’ξερε η Μοίρα του μονάχα έναν τέτοιο δρόμο
ή των θεών παρμένη απόφαση δεν έστεργε ν’ αλλάξει

η οποία είναι παντοδύναμη:
Εξόριστο και ανέστιο η Μοίρα μου στο θρόνο σου
με έχει οδηγήσει.

Σχετικά, αναφέρεται και ο Καβάφης:
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και κάτοχοι πάντων των φώτων.

Η Μοίρα, δεν είναι αθάνατη. Πεθαίνει και αυτή, όταν ο θάνατος αναλάβει. Η σκληρότητα του θανάτου δεδομένη. Μπορεί να μαλακώσει άραγε ο τρόπος; Ας δούμε πώς το ζητάει ο ποιητής, πώς λαχταρά να απαλύνει την έξοδο με μια σκηνή:
Και σαν πουλί που νοιώθει την ανατριχίλα του θανάτου
να ξεψυχήσω μες στην αγκαλιά σου!

Τα περισσότερα από τα παραπάνω θέματα-κλειδιά, ανιχνεύονται στα ποιήματα της συλλογής «Ποιήματα Γ΄» από το 1966 ως το 1996, αποτελώντας τον κυκλικό δίσκο της τριακονταετίας αυτής (κατά την αντίληψή μου πάντα).

Στη συνέχεια, μπαίνει δυνατά σε έναν άλλο τομέα, με έναν ιδιαίτερο τρόπο που σε πολλούς είναι πολύ πιθανόν να θυμίσει τον Καβάφη και την πρωτοτυπία του στο να πιάνεται από ένα ιστορικό συμβάν, γνωστό ή άγνωστο και να δίνει μέσα από αυτό με εύληπτο και παραστατικό τρόπο τα μηνύματα που είχε σκοπό να δώσει. Ο Αθανάσιος Γαλούσης, κινείται παράλληλα. Περιγράφει ιστορικά γεγονότα, αφορμάται από αυτά και δίνει τη δική του θεώρηση σε σχέση με ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, μια πράξη, μια επιλογή, με πρωτότυπο τρόπο, με εντελώς δικό του ύφος, διαφορετική γλώσσα και εντελώς προσωπική θέση.

Σε σχέση με την επιρροή αυτή, προσεκτική μελέτη δείχνει ακόμη ότι πολλά πρόσωπα ή τόποι, είναι κοινά στα ποιήματα και των δυο ποιητών. Ενδεικτικά μνημονεύω τον Μ. Αλέξανδρο, τη Θέτιδα, τους Μακεδόνες, την Κρατησίκλεια, την Ιθάκη, την Ισσό, τη Θήβα, κλπ.

Στο ποίημα με τίτλο «ΘΗΒΑ (Μεταγειτνιών του 335 π.Χ.)» δεν είναι δυνατόν να μη γίνει συνειρμός συσχέτισης τιτλοδοσίας με το Καβαφικό: «Εν τω μηνί Αθύρ».

Επηρεασμένος μεν, αλλά ως εκεί. Αυτό, είναι υγιές και φυσιολογικό, σύμφωνα και με τη ρήση του Σεφέρη ότι «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη». Από εκεί και πέρα, με εντελώς δικό του λόγο και τρόπο, εκφράζεται με μια εντελώς ξεχωριστή ποιητική φωνή.

Από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής, είναι κατά τη γνώμη μου το ποίημα με τίτλο «ΑΓΡΙΑΝ», στο οποίο η πολεμική κραυγή των αρχαίων χρόνων «ελελεύ» γίνεται κραυγή ζωής, χαράς αλλά και θανάτου. Αυτή η αρχαία κραυγή, ντύνει μουσικά τη μετάβαση από το χθες στο σήμερα, με την τραγικότητα της ύπαρξης πάντα παρούσα.
Ιδού ένα απόσπασμα, χωρίς άλλα σχόλια:
Ελελεύ για τις νοσταλγικές τις νότες
της βάρβιτου, της λύρας, του αυλού,
που άπαυτα χθες βράδυ θλιβερά ολοβογγούσαν.
Για των Ελλήνων τους Πυρρίχιους χορούς,
με πρώτους που τους σέρναν
οι αλογοδαμαστές χορευταράδες Θεσσαλοί.
Για των Ηπειρωτών τα όι, όι και λέλε λέλε
(των δωρικών ασμάτων επωδοί),
που μια σε λύπη, μια σε χαρά βυθίζαν την ψυχή μου:
Δεν ήξερα αν τον Υμέναιο σε γάμου γλεντοκόπι προσκαλούσαν
ή στου Αχέροντα τις Πύλες φίλους τους ξεπροβοδούσαν.

Στο ποίημα με τίτλο ΘΗΒΑ, με αφορμή την καταστροφή της Θήβας από τον Μ. Αλέξανδρο το 335 π.Χ., δίδει ποιητικά τα γεγονότα όπως εκείνος τα έχει προσλάβει, περικλείοντας σε 5 στροφές μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Το βασικότερο όμως, είναι ότι εξάγει από όλα αυτά:

το παράπονο της παρακμής, με πλήρη συναίσθηση του παρελθόντος:
κι από εφτάπυλη που ήμουν…
(βλ. και Διονυσίου Σολωμού, «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»:
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε, να λες
περασμένα μεγαλεία,
και διηγώντας τα να κλαις).

τη σφοδρότητα του πολέμου και την αδυσώπητη τιμωρία του νικημένου από τον νικητή:
ως και τις πέτρες γύρισε σε στάχτη

τη λύπη και τον πόνο για όσα με λάθος επιλογές έγιναν:
τώρα ανάσαστη ερημιά κατρακυλάει στις ρούγες μου

την επίγνωση της αξίας του κάθε τόπου μέσω της προσφοράς του στον πολιτισμό και για τη Θήβα εν προκειμένω:
σπίτι του Πίνδαρου
των ναών μετόπες
ανθοστόλιστου Ελικώνα
Αρεία κρήνη

την αίσθηση της αδικίας και της επίδρασης αποφάσεων και πράξεων προγόνων επί των επιγόνων τους:
Και τα παιδιά μου δούλοι, δέσμιοι και «αδελφοποιητοί»
επάνω στην ασπίδα και στο δόρυ ακουμπώντας
της ξενιτιάς την πίκρα να φτύνουνε στο χώμα.
Εμείς οι πρώτοι, ακόλουθοι των άλλων να γενούμε!

Πώς θα αντιδρούσαν άραγε οι Θηβαίοι, αν μπορούσαν να δουν τότε το μέλλον τους και το τι έμελλε να πάθουν; Θα αντιστεκόντουσαν; Θα διεκδικούσαν περήφανοι πάλι την ελευθερία τους με όποιο κόστος; Ή θα έκαναν πίσω; Αλλάζουν οι αποφάσεις; Τι μένει μέσα μας;

Ο Άθως Δημουλάς, αναφερόμενος στη Θήβα και στον Οιδίποδα, δίνει την άποψή του και ταυτόχρονα μια απάντηση στο ερώτημα αυτό:
και να δεις: εκείνα πέρα είναι τα βουνά, κι αυτός εδώ
δρόμος, που να τον πάρεις θα’ θελες να τραβήξεις
για τη Θήβα πάλι, τη Σφίγγα να ξανασπρώξεις στον γκρεμό.

Με έναν έξοχο μονόλογο στο ποίημα με τίτλο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, εκτός από τη γνωστή αγνωμοσύνη και το φθόνο των Αθηναίων που ανάγκασαν τον μεγάλο πολιτικό και στρατηγό να καταφύγει στην αυλή του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Α΄, υμνείται η ανεξίτηλη σφραγίδα του ελληνικού πολιτισμού και των ιδεωδών που είναι απόρροιά του (πατρίδα, ελευθερία) στον κοινωνήσαντα αυτόν:
και η Ελλάδα να ’ναι κολλημένη πάνω μου,
σαν στρείδι πα’ σε βράχο
απ’ τον καιρό που λευτεριάς ανάσα
φύσηξα στον καταγάλανο υγρό της κόρφο.

αλλά σαν λεύτερος να ζω που είχα μάθει
ετούτη εδώ ας είναι η έσχατη ελευθερίας πράξη.

Το καυτό αυτό θέμα, το έχει αγκαλιάσει ο Καβάφης, με το δικό του μοναδικό στυλ:
Αυτά που θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά που θα τα βρεις στη σατραπεία˙
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Η πατρίδα, κύριο μέλημα του Κωστή Παλαμά:
πως είναι μια η πατρίδα μας
κ’ είναι παντού όπου πάμε,
και όπου σταθούμε, μέσα μας
πατρίδα μια γρικάμε,
μία με λογής ονόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δε ζη χωρίς πατρίδες
η ανθρώπινη ψυχή.

Η απαράδεκτη συμπεριφορά των αρχαίων Αθηναίων στους μεγάλους άνδρες που προσέφεραν πολλά, επανέρχεται και στο ποίημα με τίτλο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, αφού ούτε και εκείνος γλίτωσε από τις συκοφαντίες και αναγκάστηκε να καταφύγει στη Χαλκίδα:
Ξενηλατήθην˙ ώσπερ εν Λακεδαίμονι

φέροντας όμως διαρκώς την πόλη του μέσα στην καρδιά του:
Μες στις ευγενικές πόλεις της Ελλάδας
να ’σαι η πρώτη, η τρισεύγενη ποθούσα
απ’ το συζήν, το «ένεκεν του ζην» να σηκωθείς,
στο εύδαιμον, στο «ευ ζην» να κατασκηνώσεις.

Η ελληνική παιδεία που είναι αναπόσπαστη με την ελληνική γλώσσα, προσθέτει βάρος στα ποιήματα, όπως και στον ίδιο τον ποιητή άλλωστε. Σε δυο από αυτά (με τίτλους ΣΑΜΑΡΚΑΝΔΗ και ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ ΤΗΣ ΓΕΔΡΩΣΙΑΣ – ακολουθούν αντίστοιχα αποσπάσματα), σαφέστατα διαλαλείται:
Ως Έλλην έπραξα,
πεπαιδευμένος με ελληνική παιδεία

Και τη θεοπρεπέστατη ελληνική λαλιά, ως μ’ έτερπε, ν’ ακούω˙
προ πάντων την ελληνική λαλιά, ως μ’ έθελγε, ν’ ακούω.

Στο θέμα της ελληνικής παιδείας, συμπλέει πάλι με τον Κωστή Παλαμά7
Κι είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους
της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι,
κι η Αρετή μ’ αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει˙
κι είναι οι Όμηροι, και πίσω τους
όλοι οι ψάλτες και των Όλυμπων οι πλάστες˙
οι Αθάνατοι κ’ οι Ωραίοι.

Διαλέγοντας ένα από τα πολλά περιστατικά όπου Έλληνας πολέμησε Έλληνα, καταδικάζει και κατακεραυνώνει τέτοιες ενέργειες, με τόση οργή, που του ξεφεύγει ίσως και χρησιμοποιεί μια λέξη που δεν συναντάμε εύκολα στον γραπτό λόγο (μπορεί βέβαια να είναι και σκόπιμη επιλογή - αρχίζει από ξ):
ελεεινέ Αιτωλέ,
Έλλην εσύ
Έλληνα ξεφτιλίζεις;

Στο ζήτημα αυτό, έχει αναφερθεί πάλι στην πρώτη του συλλογή:
Κι Έλληνας˙
για από τη Θράκη, για από τη Θήβα,
Έλληνας
κόντρα σε δόρυ ελληνικό.

Στο ποίημα ΣΑΜΑΡΚΑΝΔΗ, ο αδικοσκοτωμένος Κλείτος, περήφανος ως Έλλην και ως άνδρας, δίνει μαθήματα στον Μ. Αλέξανδρο:
γυμνός
από κάποια σου πλευρά θα νοιώθεις
σαν στα ερέβη της Ανατολής
πλούτη και άσοφη σοφία θα διαγουμίζεις

ενώ, ακόμη και ύπτιος (λίγο πριν εκπνεύσει) φεύγει παλικαρίσια λέγοντας
με αχόρταγη τη φαντασία μου
να αγκαλιάζει τη Μακεδονία.

Τελευταία του σκέψη, τελευταία του φαντασίωση, τελευταία του αγκαλιά: η πατρίδα!

Ο ποιητής Γιώργος Χαβουτσάς, αναφέρεται σε πολλά ποιήματά του στη Σαμαρκάνδη. Κάτι τον δένει άρρηκτα με τον ιστορικό αυτό τόπο. Ιδού μια από τις πολλές του αναφορές:
Ακόμα κι αν σβήσω κάποτε οριστικά
και ζωή άλλη πέρα απ’ αυτή δεν υπάρχει

τουλάχιστον πρόλαβα να δω τη Σαμαρκάνδη

η εικόνα της με συντήρησε
στον άχαρο καιρό των ανθρώπων.

Κάτι τρέχει με την Σαμαρκάνδη (βλ. π.χ. σημειακή αναφορά της στο ποιητικό έργο του Τζων Μίλτων που δημοσιεύτηκε το 1667: «Ο απωλεσθείς Παράδεισος)», αλλά αυτό είναι εκτός των στόχων της παρούσας ανάγνωσης.

Στον Κλείτο, με άλλο, ομότιτλο ποίημα, ο Αθανάσιος Γαλούσης, έχει αναφερθεί ήδη στην πρώτη του συλλογή11, μοιρολογώντας για τη ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει και κατηγορώντας (δικαίως) τον Μ. Αλέξανδρο, λέγοντας πως τότε ήταν:
σε θρόνο μεθυσμένος άνους.

Η δικαιοσύνη δε γνωρίζει τίτλους και αξιώματα, πολλώ δε μάλλον η ιστορική δικαιοσύνη.

Βλέπουμε σε ορισμένα θέματα ή περιστατικά, ο ποιητής να επανέρχεται, όπως άλλωστε έκανε και ο Καβάφης (με τα ερωτικά, με τους Αλεξανδρινούς, τους Κομνηνούς, κλπ).

Ένα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα (λειτουργήματα για πολλούς) βρίσκει τη θέση του ανάμεσα στα άλλα ποιήματα, αφού είναι αναπόσπαστο κομμάτι και της ιστορίας αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται με ανθρωπιά, με ευγένεια, με σαφή αναφορά στα αίτια που οδήγησαν ως εκεί, όπως συμβαίνει και σε κάθε τι (συνθήκες-αίτια-συγκυρίες-αποτέλεσμα-νέες συνθήκες-κ.ο.κ):
Η Αρσινόη είμαι. Εταίρα απ’ τον Αβεντίνο λόφο.
«Λύκαινα» με ανάθρεψε και «λύκαινα» έχω γίνει.

Της Ρώμης τα βαλτονέρια μ’ έφθειραν,
με ανάλιωσαν οι πυρετοί. Και οι αρρώστιες
των ναυτικών που φθάναν ως τον Τίβερη
από ομορφιά και σφρίγος με ξαρμάτωσαν ολότελα.

Αυτή την Καβαφική και «Γαλουσιακή» πλέον μαγεία, την επαναδιατύπωση δηλαδή του συστήματος αξιών του συγγραφέα μέσα από ιστορικά περιστατικά και την άμεση είτε την έμμεση εξαγωγή αποφθεγμάτων ή διδαγμάτων ζωής, έχοντάς τα ως βάση αναφοράς, δεν τη συναντάμε εύκολα σήμερα. Ως και στο τελευταίο ποίημα, δίδονται αρκετά από αυτά. Ιδού μερικά:
σκύβαλα η βασιλεία
και η εξουσία αυταπάτη
(βλ. και Κωνσταντίνο Καβάφη12:
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες)
αλλά την αξιοπρέπειά μου πρέπει να διαφυλάξω
κι άλλοι υπάρχουν τρόποι να τη σώσω
της τύχης την αναποδιά ως εύνοια θα πάρω.

Χαρακτήρισα στην αρχή ανακεφαλαιωτική τούτη τη συλλογή, γιατί επιλέγει ποιήματα γραμμένα σε μια περίοδο μισού αιώνα μα είναι ανακεφαλαιωτική και για έναν άλλο λόγο: πραγματεύεται μια σειρά από ζητήματα που απαρτίζουν τις βασικές ανησυχίες του ποιητή, είναι οι βασικοί πυλώνες της ποίησής του.

Ιστορία και παρόν. Ιστορικός χρόνος και «χρόνος μιας ζωής». Βιωμένος χρόνος και διαθέσιμος χρόνος. Αξίες του τότε. Παραμένουν αυτούσιες ή εμφανίζονται ως αλλαγμένες αξίες του σήμερα; Εντιμότητα, αξιοπρέπεια, γενναιότητα, τιμή, περηφάνια, ανδρεία (άλλο γενναιότητα, άλλο ανδρεία), σημαίες, ιδανικά. Κοινωνία, πολιτική, στρατός. Η πορεία τους στο χρόνο, η εξέλιξή τους, η μεταλλαγή τους ή ο αφανισμός τους.

Αλλά και πάθη, αδυναμίες, ορμές, βία, συμφέρον, εγωισμός, από την αρχαιότητα ως σήμερα.

Συναισθήματα, πόνος, μοναξιά, ελπίδα σε μια διαδρομή αιώνων. Η απώλεια. Ο ρόλος της μάνας. Η ανάγκη για ρίζες. Η σημασία της γλώσσας. Η σπουδαιότητα της παιδείας.

Στάθηκα σε ένα ποίημα, το οποίο νιώθω την ανάγκη να παραθέσω ολόκληρο, χωρίς να προσθέσω το παραμικρό.

ΕΠΕΙΔΗ
Επειδή δεν ήρθαν τα πράγματα
όπως τα ιδεάστηκες Σοφοκλή,
έκτεινες εαυτόν στα τριαντατρία σου.
Κι εγώ που εφτά δασκάλους σου ’φερα
να μάθεις αρχαία, όπως αρμόζει στ’ όνομά σου
και ιστορία, όπως στη γενιά σου,
ποιόν θα ’χω να ορμηνεύω τάχα,
να στέργει τις φωνές και τις βλαστήμιες μου,
τώρα στα εβδομήντα εφτά μου
γέρος πια και μαγκούφης
πατέρας αυτόχειρα;

Μετά από αυτό, ως επίλογο, έχω μόνο να επαναλάβω τα λόγια του ποιητή:
Εκρατήσαμε τον εγωισμό μας
γιατί γνωρίσαμε την αβεβαιότητα
και σ’ αυτήν την ευγένεια.

Μας απομένει η ανδρεία να συνεχίσουμε.

Γιώργος Ρούσκας

**

Φυσιογνωμία: Αλλοιωμένη Αλήθεια, μυθιστόρημα, Νίκος Τουμαράς, εκδόσεις Πηγή 2017

Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που καταπιάνεται με θέματα και γεγονότα στα οποία δύσκολα μπορεί κάποιος να αναφερθεί ακόμα και αν είναι μεγάλος σε ηλικία, πόσο μάλλον ένας 23χρονος συγγραφέας που δείχνει πως έχει το θάρρος και κυρίως την ικανότητα να αφηγηθεί μια μοναδική ιστορία! Το βιβλίο «Φυσιογνωμία: Αλλοιωμένη Αλήθεια» διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ώστε να θεωρηθεί ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα με αγωνία, μυστηριακή πλοκή και εντυπωσιακές εναλλαγές που διεγείρουν τη φαντασία και αποτελούν μια καταπληκτική αφορμή επαναπροσδιορισμού των δικών μας παθών και της δικής μας ταυτότητας.

Ο Ιάσονας και ο Πέτρος γίνονται κομμάτι ενός ιδιαίτερου παιχνιδιού ρόλων και προσώπων που ξεσκεπάζει την αδιαφορία της οικογένειας και γενικότερα των ανθρώπων για καθετί που θεωρείται δεδομένο. Ο Ιάσονας αντιπροσωπεύει τον Πέτρο σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς του, γίνεται η δική του εικόνα μολονότι δεν μοιάζουν φυσιογνωμικά σε σημαντικό βαθμό. Το κοινωνικό περιβάλλον του Πέτρου τελικά δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά, κάτι το οποίο δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει. Μιλώντας και βλέποντας τον Ιάσονα, οι υπόλοιποι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι μιλούν στον Πέτρο.

Το βιβλίο χωρίζεται συμμετρικά, άλλοτε με πιο πλούσιο λεξιλόγιο, άλλοτε με πιο γρήγορη δράση, ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον για τον ιστό ενός συγκλονιστικού μυστηρίου. Το παιχνίδι ρόλων που κατασκευάστηκε φανερώνει το πραγματικό του λόγο ύπαρξης σταδιακά. Ένα έγκλημα το οποίο δεν αποκαλύπτεται, δεν έχει δράστη, αλλά στοιχειώνει τη ζωή του πρωταγωνιστή. Έστω και καθυστερημένα, ο Πέτρος βρίσκει το κουράγιο και ξεκινάει την αναζήτηση, αλλά γρήγορα η κατάσταση μοιάζει πως ξεφεύγει από τα όρια που αυτός μπορεί να ελέγξει. Παρασύρεται εύκολα από παγίδες που εκ των υστέρων αποκαλύπτεται ότι είχαν στηθεί μόνο και μόνο για να τον εμποδίσουν.

Αστυνομική πλοκή και ένα έγκλημα το οποίο ξεσκεπάζει μια σειρά γεγονότων καθοριστικών τόσο για τον Πέτρο όσο και για τον Ιάσονα, έχοντας έναν κοινό παρονομαστή. Μια γλυκόπικρη αίσθηση απώλειας της πραγματικότητας και έλλειψης εμπιστοσύνης στους γύρω μας που δεν μας καταλαβαίνουν. Κι ως δια μαγείας, κάποιος φαίνεται πως είναι εκεί να μας προστατεύσει, αλλά και πάλι μαγικά χάνεται ή αναγκαζόμαστε να τον χάσουμε από κοντά μας.

Σίγουρα αποτελεί ένα υπέροχο βιβλίο που κερδίζει επάξια τη θέση του στα ελληνικά βιβλιοπωλεία, ένα μυθιστόρημα πάνω από όλα κοινωνικό που μέσα από την περιγραφή μιας δύσκολης, δραματικής καθημερινότητας καταφέρνει το ακατόρθωτο. Παρουσιάζει την αισιόδοξη πλευρά της ζωής την οποία ο ήρωας θα μπορούσε να διεκδικήσει με ελεύθερη σκέψη, τόλμη και αποφασιστικότητα. Έτσι, θυμόμαστε ότι υπάρχουν ακόμα εκείνα τα βιβλία που διδάσκουν και μας μεταφέρουν αποστάγματα σοφίας με σκοπό να μας κινητοποιήσουν να αλλάξουμε τη δική μας φιλοσοφία ζωής! Τι άλλο μπορώ να περιμένω από ένα βιβλίο που παρουσιάζει την ανθρώπινη ψυχή σε υπέρτατο βαθμό; Μόνο ένα, τη συνέχειά του, ενώ γεννώνται και υψηλότατες προσδοκίες στο μέλλον από έναν τόσο νεαρό συγγραφέα.

Τέτοια παραδείγματα συγγραφικής προσπάθειας φανερώνουν το ανεπτυγμένο ταλέντο της νέας λογοτεχνικής γενιάς που μπορεί να ξεκινά από ιδιαίτερα νεαρές ηλικίες. Είτε χαρακτηρίζεται το έργο αστυνομικό, είτε κοινωνικό, είτε young adult fiction, οφείλουμε να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και πέρα από «λογοτεχνικές ταμπέλες» να ανακαλύπτουμε νέες αξιόλογες προσπάθειες που υπάρχουν και πεισματικά επιμένουν να μας εκπλήσσουν ακόμα και στη δύσκολη σημερινή συγκυρία.

Μαίρη Αρετή Καλλανδράκη

**

Ο άνθρωπος τανκ, ποίηση, Γιώργος Λίλλης, εκδόσεις Θράκα 2017

19 ποιήματα συγκροτούν το σώμα της συλλογής. Είναι από τις σπάνιες φορές που μια ποιητική συλλογή καταφέρνει να έχει ενότητα. Από τον τίτλο μέχρι το τελευταίο ποίημα με τον ειρωνικό τίτλο “σονέτο”, ο Γιώργος Λίλλης καταθέτει τη δική του αλήθεια για τη γενιά του, τη γενιά μας, όλους εμάς που ειρωνικά και πάλι αποκαλεί “τα παιδιά του σοσιαλισμού”.

Σε ένα βιβλίο ποίησης με πολιτικό μήνυμα που δεν ξεπέφτει ούτε στην ανέξοδη καταγγελία ούτε στην ηθικολογία, μιλά για την πλάνη με την οποία μας γαλούχησαν γονείς και δάσκαλοι, μια πλάνη που οδήγησε άλλους στην παραίτηση, άλλους στην εσωτερική σήψη κι κάποιους λίγους στην εσωτερική αντίσταση.

Θυμάμαι τον πατέρα να λέει

εμείς δεν είχαμε να φάμε
εσείς δεν ξέρετε πώς είναι
να πεινάς
εσείς δεν ξέρετε τίποτα
γι’ αυτό δουλέψαμε εμείς
για να μάθετε εσείς
για να μην πεινάτε εσείς
για να γίνετε όπως πρέπει εσείς
και στον άνθρωπο πρέπει
το φαΐ πρέπει η αξία
ένας πρέπει άνθρωπος
είναι ένας πρέπει γιατρός
είναι ένας πρέπει δικηγόρος
μ’ ακούς;

(απόσπασμα από Τα παιδιά του σοσιαλισμού)

Παραθέτω το ποίημα Κλουβί, μια αλληγορία για τον σύγχρονο άνθρωπο που “έχει πια συνηθίσει το κλουβί” όπως το εγκλωβισμένο πτηνό.

Λυπάμαι τον παπαγάλο μου
αυτό το περήφανο πουλί
στριμωγμένο στο κλουβί
να έχει ξεχάσει τα βροχερά
δάση του Αμαζονίου
και να προσπαθεί απελπισμένα
για μια φέτα πεπόνι
να μάθει να μιλά
την ανθρώπινη λαλιά.

Θαυμάζω τον παπαγάλο μου.
Φαίνεται πως με τον καιρό
αποφάσισε να υποχωρήσει
έχει πια συνηθίσει το κλουβί
παριστάνοντας καθημερινά
τον ρουφιάνο
για μια φέτα πεπόνι
ναι, για μια φέτα πεπόνι ρε αδελφέ.

Το νόημα του στίχου “παριστάνοντας καθημερινά τον ρουφιάνο” επανέρχεται στο ποίημα “Τα καλύτερα μυαλά”.

τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
δεν τα έφαγε η ξενιτιά
αλλά οι υποκλίσεις

Κι ο ποιητής;

στέκω αμήχανος
χωρίς πια να ξέρω
ναι, χωρίς πια να ξέρω

και στην “Υπεύθυνη δήλωση”

μέσα μου
ένας μέθυσος
αντικομφορμιστής πίθηκος
με ξεσηκώνει
αλλά δεν έχει σημασία
δε θα τολμήσω
έτσι κι αλλιώς

Ο ποιητής ξεκινά με την παραδοχή της ήττας στα πρώτα ποιήματα της συλλογής. Δε μένει όμως εκεί. Αγωνίζεται μέσα από τις λέξεις του να δώσει το δικό του στίγμα.

Στο πανέμορφο ποίημα Στίγματα , ο Λίλλης ξεκινά δυναμικά με τους στίχους “ δε θα σου χαριστώ κόσμε/ όσο και να με περνάς για αφελή” και κλείνει με μια στροφή όπου ο λυρισμός, η πίστη στην ομορφιά προβάλλεται ως η μόνη οδός αντίστασης σε μια εποχή όπου ο κατακερματισμός του ανθρώπου οδηγεί στη θεοποίηση της ασχήμιας.

σαν πούπουλο τώρα αιωρείται
η αλλοτινή μου ομορφιά
αιφνίδια και συναρπαστική
όπως συμβαίνει συχνά
με λευκοφόρους αγγελιαφόρους
σε κήπο γεμάτο τριανταφυλλιές

Κι αμέσως μετά το ποίημα Ιδεολογίες που ξεκινά απερίφραστα, με τόλμη

πουτάνες ιδεολογίες
που επιδίδεστε στη διανόηση

και κλείνει με μια δυνατή εικόνα. Ο ποιητής αναζητά ουρανό σε έναν κόσμο γεμάτο σκιές και σύγχυση.

μισός κάτι
μισός τίποτα
δίχως ουρανό
κρεμασμένος ανάποδα
σαν ζώο σφαγμένο

Επιλέγω να σταθώ στα δυο τελευταία ποιήματα της συλλογής. Οι τίτλοι με την ειρωνική χροιά του ποιητή που απεχθάνεται την κάλπικη περιφορά τίτλων. Δημιουργική γραφή και σονέτο.

Τα δυο ποιήματα επικοινωνούν. Το πρώτο ξεκινά με την προτροπή του Λίλλη στους ομοτέχνους του “ Ένα σονέτο γράψτε”.

Και η συλλογή κλείνει με το σονέτο που ο ίδιος ο ποιητής έγραψε με το αίμα του. Ένα βιωματικό ποίημα στο οποίο με θάρρος ο ποιητής εκθέτει για πρώτη φορά μια ιστορία προσωπική. Τη δίχρονη φυλάκισή του στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνας έπειτα από την άρνησή του να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία για λόγους συνείδησης.

Ο Γιώργος Λίλλης στον άνθρωπο τανκ ορθώνει το ανάστημα του ποιητή απέναντι στα κάθε λογής σιδερόφραχτα θεριά. Στέκει γυμνός μπροστά τους με μόνο όπλο την αλήθεια και το πάθος της γραφής του. Κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να συγκινήσει.

Ειρήνη Παραδεισανού