Top menu

-E, και πού στον Κάτω Κόσμο; [Διήγημα του Σωτήρη Κακίση]

ε-και-πού-στον-κάτω-κόσμο;
 
Πέντε Έλληνες στον Άδη
ανταμώσαν’ ένα βράδυ
 

 Φαντάσου να σ’ έπαιρνε ένας πεθαμένος φίλος σου στο τηλέφωνο! (Εδώ το «ξαφνικά» είναι τελείως άχρηστο, εξυπακούεται. Ίσως μόνο το «στα καλά καθούμενα» να πηγαίνει, ή αν επιμένω στα λογοπαίγνια και σε τόσο, εκ πρώτης όψεως, μακάβριες περιπτώσεις, «στα καλά του πεθαμένου».)

          Φαντάσου ο Στέφανος ο Κουμανούδης να είχε σχηματίσει τον αριθμό μου μετά θάνατον και να ξανάκουγες την αγαπημένη κι έτοιμη να γελάσετε μαζί φωνή του, να σου ’λεγε με τη μία κάνα καλαμπούρι, σαν εκείνα που σου λείπουνε τώρα και σε κρατάει λύπη μεγάλη, λύπη-λύπη. Ή ο πατέρας σου! Ο μπαμπάς μου, που δεν τον έχω ξαναδεί απ’ τα δεκατρία μου, απ’ τα πενήντα τέσσερά του. Ή ο ευγενικός Πέτρος Πολίτης. Ή, ακόμα πιο πίσω, ο παππούς σου. Ο παππούς μου ο Ξενοφών, που τον γνώρισα, αν μου τηλεφωνούσε, τι θα μπορούσε να με ξαφνιάσει περισσότερο, εκτός ίσως απ’ το να μ’ έπαιρνε αυτοπροσώπως ο παππούς μου ο Λάμπρος, που ούτε καν τον γνώρισα, και που αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να τα βρει με τη συσκευή του τηλεφώνου, τόσο παλιά πεθαμένος είναι.
          Κι όμως. Είναι φορές που τα όνειρα αγριεύουν. Παίρνουν τη θέση της πραγματικότητας με το «έτσι θέλω», με το «έτσι-δεν-θέλω» της πραγματικότητας, κι οι συσχετισμοί αλλάζουν δραματικά, οι ισορροπίες πάνε περίπατο, περίπατο μπορεί μέχρι και στον Κάτω Κόσμο.
          Ώς τώρα, εδώ γύρω ερχόντουσαν τα φαντάσματα, του Θησέα ένοπλο, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου σαν δυο πόδια μόνο, με τον Δικέφαλο Αετό όμως πάνω, πολύ πιο θριαμβικό παρά ποτέ, του Μπάστερ Κίτον με την ελληνική σημαία στο κούτελο, στο δόξα πατρί, εκεί που όλα γίνονται από πίσω, στο εργοστάσιο εννοώ του νου μέσα, όταν πιάνουμε επαφή με της καρδιάς το ρολαριστό τερτίπι. Ώς τώρα έρχονταν εκείνοι από τον Κάτω Κόσμο επίσκεψη, και μόνο ο Οδυσσέας στην Νέκυια κάνει μια σπιντάτη βόλτα καταχθονίως, μόνο στους Βατράχους ο Αριστοφάνης, μόνο η Περσεφόνη ο Ντον Τζιοβάνι, τολμάνε να πεθάνουνε εν ζωή, τολμάνε τέτοια δύσκολα και παλαβά πράματα. Άντε κι ο Ορφέας με τον έρωτά του, άντε κι οι μουσικές -εκείνη η υπέροχη η σαμοθρακίτικη, Δήμο, των Χειμερινών Κολυμβητών το μεράκι.
          Τώρα όμως η περίπτωση ήτανε άλλη. Ξαφνικά (το ’βαλα και το «ξαφνικά», δεν πειράζει), με χρειάστηκαν στον Άδη! Ξαφνικά, τα χρειάστηκαν στο Κέντρο της Γης (κι όταν λέω «κέντρο» θέλω να πω κι Ιούλιος Βερν, όχι μόνο μαγαζί, όχι μόνο σκυλάδικο. Αν και Κέρβερο πολυ-σκύλο βρήκα στην είσοδο, και νυχτερινό πολύ ήταν το μαγαζί, το κέντρο που έμελλε να πάω στα καλά του ζωντανού).
          Δεν ήτανε μεγάλο το κακό. Απλώς μ’ είχανε κι αυτοί ’πεθυμήσει, ήταν αμοιβαία τα αισθήματα, όπως κι όταν κι αυτοί ζούσανε. Όπως μου είπανε μετά, βρήκαν μια εξαιρετικά ειδική περίσταση που έλειπε ο Θεός στον Κόλπο, κι ενώ ο πατέρας μου φυλούσε τσίλιες, ο Στέφανος, λέει, ανέβηκε στην πλάτη του Πέτρου, που πάταγε στων παππούδων μου τα γόνατα, και κρατώντας ισορροπία τρομερή, σαν κορίνα πυροσβεστική κι επίδειξη, φτάσανε το καταραμένο, τ’ απαγορευμένο τηλέφωνο του Κάτω Κόσμου, ρίξανε μέσα ένα ψευτο-νόμισμα αγιοβασιλιάτικο (που το ’χανε κρύψει με χίλια ζόρια, όταν είχε πέσει από τον Ερμή σ’ ένα βιαστικό του πέταγμα, πέρασμα από κει), και σχηματίσανε, κρατώντας την αναπνοή τους (σαν έκφραση του Πάνω Κόσμου μου μοιάζει αυτή, ας είναι), τον αριθμό μου: εβδομήντα δύο, σαράντα οκτώ, πέντε , έξι, εννέα!
          -Ρε, είπε ο Στέφανος απ’ τα ψηλά, σαν χρονολογία μοιάζει αυτός ο αριθμός. Μην παίρνουμε άλλ’ αντ’ άλλων;
          Σαν ξωτικά, δηλαδή. Σαν καλικάντζαροι, λέτε εσείς. Όχι: σαν ψυχές, σαν δέντρο φωτεινό εντός του μέσα κόσμου, όχι σαν το δέντρο το μαύρο των καλικαντζάρων. Αυτοί κρατάνε τη δικιά μου τη Γη κάτω απ’ τα πόδια μου, αυτοί είναι τα δικά μου δαιμόνια, το δικό μου ευήλιο παρελθόν μες στο θολό μέλλον. Κι αν λέτε πού βρεθήκανε τέτοια παρέα αγνώστων μεταξύ τους στον Άδη, δεν ξέρετε πάλι τι λέτε. Σαν μασόνοι αναγνωρίζονται οι ελεύθερες ψυχές, σαν γενιές ταπεινών γύφτων αλλά κι αυτοκρατόρων αλαζονικών, σαν τέλεια ελληνάκια δηλαδή. Κι αν λένε κι ένα όνομα -Σωτήρης! για σύνθημα, κι ένα παράνομα -Κακίσης! για παρασύνθημα, το κάνουν εκ περισσού, για γέλιο, για συνενοχή ανάλαφρη, αγνότητα, αλαφροΐσκιωτη.
          -Ακόμα να φτάσει αυτό το ευλογημένο το κέρμα κάτω, ακόμα να πιάσουνε γραμμή, ρε Σωτήρη;
          -Είναι χάλια οι γραμμές. Πιο εύκολα πιάνεις τον πλανήτη Πλούτωνα, παρά τον Χάρο κάτω σου, στην Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των πέντε συνδετήρων, Γιωργάκη.
          -Σώπα. Χτυπάει!
          -Σωπάτε! Τσιμπάει!
          -Σώπα! Ας ελπίσουμε πως είναι μέσα. Και πως δεν έχει καμιά γκόμενα αν είναι μέσα, πως δεν το ’χει κατεβασμένο!
          -Αν είναι μέσα της, αποκλείεται να το ’χει κατεβασμένο!
          Το τελευταίο λέω να το ’πε ο πιο παλιός παππούς μου, ο Λάμπρος. Κι ας μην είναι καθόλου στο άγιο στιλ του, εγώ έτσι τον βάζω να λέει, να σπάσει ο πάγος, να γεφυρωθούν τα χάσματα των γενεών με δυο λέξεις, με δυο λόγια.
 
Μέσα είμαι. Μόνος μου, όπως πάντα. Οι γκόμενες για να ’ναι, είναι σαν τις πιθανότητες που έχουμε σαν κατοικημένες περιοχές της Υδρογείου να φάμε κατακέφαλα μετεωρίτη! Μηδαμινές! Μόνος μου είμαι πάλι, και σας σκέφτομαι όλους τους φίλους μου, είτε στην υπόγεια την ταβέρνα μες σε καπνούς και σε φωτιές ξενυχτάτε, είτε στις ζωές σας μέσα κουκουλωμένοι κοιμόσαστε.
          -Ναι.
          -Έλα, μωρέ γιε! Ο Στέφανος είμαι!
          «Κάτω, εις το βάθος, εις τον λάκκον, εις το βάραθρον, ώς κελάρυσμα ρύακος εις το ρεύμα, φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ώς μύρον, ώς άχνη, ώς ατμός, θρήνος, πάθος, μελωδία ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, αιρομένη μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος ψίθυρος, λιγεία, αναρριχωμένη εις τα ριπάς, χορδίζουσα τους αέρας, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, παιδική άκακος, ελισσομένη, φωνή παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου λαχταρούντος την επάνοδον του έαρος.
          Τα βαρέα τείχη και οι ογκώδεις κίονες του Θησείου, η στέγη η μεγαλοβριθής, δεν εξεπλάγησαν προς την φωνήν, προς το μέλος εκείνο. Την ενεθυμούντο, την ανεγνώριζον. Και άλλοτε την είχον ακούσει. Και εις τους αιώνας της δουλείας και εις τους χρόνους της ακμής»…
 
          -Στούπα μου! Πού είσαι; Από πού με παίρνεις;
          -Πού να σ’ τα λέω, γιε! Είναι μεγάλη ιστορία. Είμαστε και μεγάλη παρέα εδώ: ο πατέρας σου ο Γιάννης, ο Πέτρος, ο παππούς σου ο Ξενοφών, ο παππούς σου ο Λάμπρος! Απ’ τ’ απίθανα, ε;
          -Πού βρέθηκε τηλέφωνο εκεί που ’σαστε;
          -Το τηλέφωνο, τελικά, είναι το λιγότερο. Άλλα είναι, άλλα είναι τα δύσκολα εδώ. Όταν όμως ψάχνεις, βρίσκεις. Μας έχεις λείψει σαν τον Διάολο.
          -Απ’ τον Παράδεισο αν με παίρνετε, λογικό είν’ αυτό! Α, μωρέ Στεφανάκο! Εδώ να δεις! Γυρνάμε γύρω-γύρω σαν την άδικη κατάρα! Καλά που ’ναι ο Κύριλλος, κι ο αγαπημένος σου ο Κωστάκης ο Ριζόπουλος, καλά που ’ναι ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος, που δεν σε πρόλαβε, αλλά που θα τα ’χατε βρει εσείς οι δύο τέλεια!
          - Ο σκηνοθέτης, ε; Ο Χατζηγιακουμής τι κάνει; Είναι καλά ο καλός ο άνθρωπος; Αυτός είναι λαμπρός επιστήμων! Οι γκόμενες; Αναπληρώνεις επαξίως το κενό μου, ρε, ή σ’ έχει τυλίξει κι εσένα καμία;
          -Α, ρε Στούπα! Χαλάσανε κι οι γκόμενες, τις χαλάνε συνέχεια οι λατσοί, οι κουφιοκεφαλάκηδες, οι ψεύτες, οι κιμάδες! Δεν πάει παραπέρα! Άσ’ αυτά τώρα. Πώς κι ήταν αυτό; Πώς φτάσαμε στη Δευτέρα Παρουσία;
          -Αμ, δεν φτάσαμε! Έχουμε δρόμο ακόμα! Να, μας έπιασε μια νοσταλγία της πατρίδος, όπως τα πίναμε τις άλλες στον Άλλον Κόσμο και το βάλαμε σκοπό, αμέτι μουχαμέτι, να σε πάρουμε!
          -Ρε Στούπα, άσ’ τ’ αστεία! Δεν είν’ αστεία αυτά! Να με πάρετε στο τηλέφωνο να τα πούμε, ή να με πάρετε εκεί κάτω κανονικά;
          -Απ’ το τηλέφωνο ξεκινήσαμε, γιε. Θες ν’ ανεβούμε εμείς μια βόλτα;
          -Η αλήθεια είναι πως με καταλαμβάνετε εξαπίνης! Να ’ρθετε, πώς;
          -Υπάρχει τρόπος. Δεν λέγονται όμως αυτά από τηλεφώνου. Διάλεξε: σ’ εμάς ή σ’ εσένα; Μη μακρηγορούμε, τώρα που ξαναβρεθήκαμε. Το γοργόν και χάριν έχει!
 
Τι λες, μωρέ Στεφανάκο! Μου κοπήκανε τα πόδια μ’ αυτές τις προτάσεις. Κάνω το γενναίο, είμαι κιόλας; Εσύ, Γιώργο, τι λες; Δεν παραείναι επικίνδυνο να γράφεις και να συλλαμβάνεις διάφορα τέτοια; Μη γίνουνε, θέλω να πω, μην πάρουνε σάρκα και οστά τα όνειρα, μη γίνουνε εφιάλτες! Κι εγώ, που άρχισα με φόρα, να πάω εγώ έλεγα, μην έρχονται, μεγάλοι άνθρωποι, τέτοιο ταξίδι, να που δειλιάζω, εδώ, στη μέση του διηγήματος, μην πάω πριν την ώρα μου. Μην πάρει θάρρος ο Θεός πως δεν με νοιάζει, και με στείλει απ’ τον Αχέροντα στον Άδη συστημένον. Γιατί εγώ πιστεύω στα οράματα, πιστεύω πως «ταυτόν εστί νοείν τε και είναι», πως τα φαντάσματα του μυαλού έχουν υπόσταση πιο συγκινητική, πιο πραγματική, πιο τυραννική πολλές φορές από τ’ άτιμα τ’ άτομα της λευκής μας ζωής, από τους συνήθεις υπόπτους των ερώτων μας. Γι’ αυτό τ’ αλλάζω το σχέδιο: δεν τολμώ να γίνω έτσι, ελαφρά τη καρδία, υβριστής των θείων, καταπατητής των σοφών ορίων ανάμεσα στο φυσικό και στο μεταφυσικό, όσων έχουν αποφασίσει από αρχαιοτάτων χρόνων οι ελεύθεροι κι ωραίοι πρόγονοί μας. Να, λοιπόν, τι του ’πα του αγαπημένου μου του Στούπα:
          -Εσείς, εσείς να ’ρθείτε, Στεφανάκο! Ξέρεις πως εγώ εδώ είμαι λίγο στενάχωρα, αλλά πολλοί καλοί χωράνε. Να πούμε δυο κουβέντες, βρε αδερφέ, να θυμηθούμε πάλι τα παλιά, να ξαναγελάσει λίγο το χειλάκι μας!
          -Καλά, γιε. Εσύ ξέρεις. Θα τους τα μεταφέρω, και βλέπουμε.
          -Πότε να σας περιμένω;
 
Μήπως κακώς φοβήθηκα τόσο πολύ; Μήπως δεν ξέρω εγώ, μήπως τους ξανάχασα τους ανθρώπους μου; Μήπως είμαι χάρτινος, καρνάβαλος των σελίδων απλώς, κι όχι θνητός και χειροπιαστός, ζωντανός, νεκρός κι αναστάσιμος; Μ’ αυτό τον καημό θα μείνω, αν δεν ξαναεμφανιστούν τώρα, πως δυο φορές τους έχασα και πως τη δεύτερη έφταιξα εγώ! Δεν είπε «και βλεπόμαστε». «Και βλέπουμε», είπε!
          Πέρασα μια μαρτυρική ’βδομάδα. Τη Δευτέρα με συνέλαβαν κάτι γκομενάκια να προσεύχομαι στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής. Είχα ραντεβού με τη μία τους και, περιμένοντάς την, είχα μπει στην αίθουσα που δεν υπήρχε ψυχή, κι είχα σχεδόν γονατίσει προς ένα παράθυρο που ’φερνε ένα φως κάπως αλλόκοτο, και ψέλλιζα κάτι χριστιανικά: «-Πατέρα, πατερούλη μου, γιατί να περάσω κι αυτό το δεύτερο μαρτύριο; Έλα να σε δω λιγάκι, να μου φύγει το μεράκι!»
          -Τι λες, Σωτήρη, στο παράθυρο; Πάλι καμιά ξανθιά πήρε το μάτι σου; Πότε θα ησυχάσεις, επιτέλους;
          Μακάρι να ’ξερα. Επειδή δεν θέλω «να ησυχάσω επιτέλους», ούτε αθώα εκδρομή δεν πάω εκεί κάτω, στα πιο βαθιά νοήματα, για να μ’ έχετε κι εσείς κι η μάνα μου, να με χαίρεστε. Έχω ακόμα πολλά να κάνω: μου μένουνε, πρώτα-πρώτα, το ’πε κι ο Στέφανος πλαγίως, δυο εκατομμύρια κορίτσια στην Αθήνα και καμιά τριακοσαριά χιλιάδες στη Συμπρωτεύουσα, και δεν ξέρω κι εγώ πόσες άλλες στον υπόλοιπο κόσμο. Δεν κάνει να τις απογοητεύσω, δεν κάνει να σας απογοητεύσω, Μαράκι!

          Την Τρίτη, με συνέλαβαν πραγματικά! Οδηγούσα αργά το βράδυ, κι όλο αυτά τα μεταφυσικά σκεφτόμουνα, και πήρα κατά λάθος το δρόμο προς το Μοναστήρι της Καισαριανής (Γεσθημανής, πήγα να πω), και πήρα και ανέβαινα το βουνό νυχτιάτικα, που απαγορεύεται αυστηρώς μετά τη δύση του ήλιου, γιατί έχει κάτι στρατιωτικά κόλπα και κάτι αστεροσκοπεία σκόρπια. Τι βλέπουνε τ’ αστεροσκοπεία και τα μολυβένια στρατιωτάκια στο Υπερπέραν, που δεν το βλέπω εγώ, πολύ θα ’θελα να μάθω. Ο Υμηττός πάντως (τ’ Όρος των Ελαιών, πήγα να πω, αλλά ο Υμηττός είναι μπλε, τη νύχτα μόνο μοιάζουνε τα δύο ωραία όρη), και τη μέρα με προκαλεί υποσυνείδητα, να ξαναπάω εκεί θέλω που φιλιόμουνα με την Μάγδα (Μαγδαληνή, πήγα να πω, πήγα να γράψω. Κάποιος τ’ οδηγεί ξαφνικά το χέρι μου, και με πάει αλλού! Εσύ ’σαι πάλι, μωρέ Στεφανάκο; Μπα! Εσύ τα σιχαίνεσαι τα εκκλησιαστικά και τη μονοθεΐα). Εγώ πάντως πάντα θέλω να ξαναγυρνάω στους τόπους των φιλιών, εδώ, εδώ, στη Βήτα Εθνική, στων σωμάτων το εξαντλητικό ξελόγιασμα.

          -Εντάξει, ρε παιδιά, τη στροφή έπαιρνα, να κατέβω!
          -Αυτός είναι! Τρεις φορές τον έχω ξαναδεί! Είναι θαύμα πως δεν σ’ είχαμε τσακώσει ίσαμε τώρα!
          Με φώτισαν κάτι ζώα μ’ ένα φακό στρατιωτικό στο πρόσωπο, κάτι μακριά νυχτωμένα στραβάδια.
          Είπε ένας άλλος:
          -Έλα, ρε Πέτρο! Αφού τ’ άλλο φολξβάγκεν ήτανε μαύρο, κι αυτό εδώ είναι άσπρο! Δεν ξέρετε πώς απαγορεύεται τη νύχτα εδώ ψηλά, κύριε;
          Είπα εγώ:
          -Νόμιζα πως απαγορευότανε μόνο εκεί χαμηλά. (Τους έδειξα την Αθήνα με τα πολλά φώτα). Εδώ εσείς κάπως αναπνέετε, εμείς είμαστε ζωντανοί-νεκροί μες στις βρωμο-πολυκατοικίες!
          -Δημοσιογράφος;
          -Έχω παραιτηθεί πέντε χρόνια, αλλά το ’χω στο τζάμι το σήμα, για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Να προσφέρω τσιγαράκι;
          Ο άλλος, ο Πέτρος, ξαναχτύπησε:
          -Αυτός είναι, ρε μαλάκες! Πα’ να σας τουμπάρει, και κάτσατε σαν κότες; Τι μαλάκες είσαστε, αδερφάκι μου!
          -Πέτρο, άντε και γαμήσου!
          -Αυτή η ευκολοπιστία σας θα μας φάει όλους! Σε λίγο θα σας πει πως είναι και Θεός, κι εσείς θα το χάψετε, επειδή γράφει δημοσιογράφος! Τι άσπρο φολξβάγκεν και μαύρο; Αφού γνώρισα τη φάτσα του, σας λέω!
          Μου ’ρθε τότε κι εμένα, κι είπα ξαφνικά, γιατί εγώ όντως τον είχα γνωρίσει:
          -Εσύ ’σαι, ρε Πετράν; Εσύ δεν είσαι, που πήρα τον Θεοδωρακόπουλο, κι έμεινες στο Πεντάγωνο, και μου φίλαγε τα χέρια η μάνα σου;
          -Κύριε Σωτηράκη, εσείς είσαστε; Πού να σας καταλάβω μες στο σκοτάδι; Συγνώμη, χίλια συγνώμη!
          -Εγώ είμαι, Πέτρο, που δεν είσαι σαν τον άλλον Πέτρο (εδώ ξαναθυμήθηκα τις ψυχές των φίλων μου που είχα αφήσει με τους δισταγμούς μου στον αέρα, και μου ’σφιξε πάλι ένα κρύο χέρι την καρδιά). Εγώ είμαι, άσε με τώρα που πας να με φιλήσεις κιόλας, και πριν ένα λεπτό ήθελες να με κάψεις! Εγώ είμαι, ο ακίνδυνος τρομοκράτης, επικίνδυνε προδόταρε!
          Δες που είχα όρεξη και γι’ αμπελοφιλοσοφίες! Άσε που σας μπλέκω κι εσάς αδίκως. Εσείς περιμένετε άλλα, έχετε πληρώσει γι’ άλλα. Για Κάθοδο στον Άδη διψάτε, αφού σας έβαλα στα αίματα. Τι κάνω τώρα, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε; Έχετε κι εσείς, δεν λέω, όλα τα δίκια του κόσμου, αλλά στον Άλλον Κόσμο δεν πας για τουρισμό, δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα, θέλουν το χρόνο τους, θέλουν τον πόνο τους.
 
          Την Τετάρτη δίκαζα τον εαυτό μου όλη μέρα, και τον καταδίκαζα, κι αθώωνα ληστές και ληστές ανώτερούς μου στην παρανομία και στην απάτη, και δεν έβρισκα μέσα μου Πιλάτο να νίψει τας χείρας του απ’ το αίμα μου τούτο τ’ αθώο, απ’ το ψέμα μου τούτο το αθώο. Τους άφησα στα μαύρα σκοτάδια, λίγο φως δεν τόλμησα να τους πάω, κι αυτοί, ευγενικοί και κύριοι (κύριοι ακόμη και μετά θάνατον), αποσυρθήκανε πάλι διακριτικά, ούτε μια κουβέντα δεν είπανε, ούτ’ ένα παράπονο. Υπάρχει ευγένεια και στον Άλλον Κόσμο… Φταίω, φταίω, συ είπας, κάνω τον βασιλιά και τον άνετο στη ζωή, και στο θάνατο τα χρειάζομαι όπως όλοι, τρέμω και για μένα, και για τους φίλους μου. Φταίει η πόλη, φταίει η εποχή, φταίει η ευκολία, φταίει το στραβό μας το κεφάλι, ποιος ξέρει; Κι ο Στέφανος είπε συγκινητικά: «-Εσύ ξέρεις, γιε!» Οποία ταπεινότης! Κι εγώ, οποία αλαζονεία, όλες τις άλλες ώρες, να κάνω πως ξέρω, και να μην ξέρω τίποτα, την τύφλα μου μόνο, κατώτερος είμαι κι απ’ τον πιο τελευταίο ανθρωπάκο, μόνο και μόνο γιατί είναι φορές που πιστεύω πως θα πάρω την πέτρα να τη στύψω. Πολύ άσχημη νύχτα πέρασα Τετάρτη προς Πέμπτη πέρσι το Πάσχα, Μεγάλη Τετάρτη προς Μεγάλη Πέμπτη ενός έτους ανώνυμου εντός του Εικοστού Αιώνος.
          Τα ξημερώματα, ακόμα κανένα νέο. Άυπνος και το πρωί της Πέμπτης, λειτουργούσα μηχανικά, μέσα μου όμως σε εγρήγορση μοναδική. Ένιωθα σαν να ’μουνα ο μόνος άνθρωπος επί της Γης, σαν αντιπρόσωπος του Θεού, ασυρματιστής έτοιμος να λάβω το κάθε μήνυμα απ’ όσο μακριά και να προερχότανε. Δεν πήρα κανένα τηλεφώνημα, όποιον απ’ τους εν ζωή μ’ έπαιρνε τον έκλεινα μάνι-μάνι, κρατούσα τη γραμμή με το Υπερπέραν ελεύθερη, μπας και… Για να ηρεμήσω κάποια στιγμή τη νευρικότητά μου, το ’ριξα στο διάβασμα. Άρχισα μάλιστα να διαβάζω δυνατά, σαν Ευαγγέλια, εκείνα τα διηγήματα του Τσέχωφ τα καθαγιασμένα: το «Καλά ξεμπερδέματα», πρώταπρώτα, που η γριά και ο παπάς δεν μπορούν να ξεχωρίσουν με τίποτα τους ζωντανούς από τους πεθαμένους, και το «Ένας Διπλωμάτης», αργότερα, που στέκεται αδύνατο να παραδεχτεί ο καημένος ο Μιχαήλ πως η Άννα του (η Ελεάννα του, η Ελευθερία του) έχει αποδημήσει εις Κύριον, κι ο πιο καημένος, ο Αριστείδης, ο συνταγματάρχης, που έχει αναλάβει το θλιβερό καθήκον να του το αναγγείλει, επιστρέφει στη βάση του άπρακτος και συντετριμμένος, αυτός αντ’ αυτού. Διάβαζα επί ώρα, και δώδεκα διηγήματα μπορεί και να διάβασα, για να μπερδευτούν οι ψυχές μέσα κι έξω μου, να μ’ ακούω κι εγώ να παίρνω λίγο θάρρος. Ότι οι λέξεις δεν είναι μόνο λέξεις βεβαιώθηκα για μια φορά ακόμα, αλλά κάτι πολύ παραπάνω. Γιατί, πάλι από κάποια στιγμή κι έπειτα, με πλημμύρισε μια ηρεμία λυτρωτική, άρχισα να αισθάνομαι σαν να ’χα πάρει το πιο φίνο χάπι, σαν πεθιδίνη σε κρίση κωλικού… Ο Τσέχωφ ο γιατρός, των λόγων του ο ασφαλής λόγος μου ’ριξε σωσίβιο έγκαιρο μες στο χάος των νοημάτων, μες στο πέλαγος της φουρτουνιασμένης μελαγχολίας μου. Ας μη χτυπούσε το τηλέφωνο, ας ήμουνα πάντα μόνος εναντίον του κόσμου όλου, μόνος και λησμονημένος πάνω στο σταυρό μου, έτοιμος ξαφνικά για βουτιά στον άλλο κόσμο ήμουνα, έτοιμος ξαφνικά για το Κέντρο της Γης, που το φυλάει ο Κέρβερος του Κουροσάβα στα «Όνειρα», που σ’ την έχει στημένη μέσα στα όνειρα σαν εφιάλτης, σαν το Διάολο, σαν γυναίκα! Με πήρ’ ο ύπνος κι έγειρα στου κρεβατιού την πλώρη, με τα βιβλία δίπλα μου σαν Επιτάφιος στολισμένος, με τη ζωή μου τη μικρή ανοιχτή, με έξοδο κινδύνου μεγαλόψυχη, που μ’ άφησε να πάω εκεί που πήγα και φρόντισε σαν μάννα εξ ουρανού να γυρίσω εξάπαντος πίσω. (Κοίτα, ρε Γιώργο, κάτι συμπτώσεις, ακόμα και σε δεύτερο επίπεδο, κοίτα μια σημασία στη λεπτομέρεια που σκοτώνει: τα διηγήματα αυτά του Τσέχωφ είναι το μόνο βιβλίο που κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου, μια φορά κι έναν καιρό διαβάζαμε ο ένας στον άλλο εναλλάξ ένα διήγημα τη μέρα, κι εκείνου τ’ άρεσε πιο πολύ απ’ όλα το Θαυμαστικό).
 
Τ’ αποφάσισα, καλή μου, αποφάσισε κι εσύ! Βουρ, βουτιά στο σκοτάδι! Να πιάσουμε επιτέλους πάτο, καιρός να πάμε κάτω-κάτω. Στο κάτω-κάτω της γραφής, εγώ είμαι ακόμα επικεφαλής του εαυτού μου, δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν.
          -Ούτε στη μάνα σου, Σωτήρη μου;
          Ο μπαμπάς μου! Ο μπαμπάς μου! Κι αυτή τη φωνή την ξέρω καλά, πόσο την αγαπάω ακόμα! Θα πλησιάζω στα μέρη του πια, δεν είμαι και κανένα παιδάκι, καταλαβαίνω. Τριάντα τριών χρονών είμαι, σ’ ωραία ηλικία για ηρωισμούς και μαρμαρένια αλώνια, για στενές επαφές πρώτου τύπου με το παρελθόν μου.
          Τον Κέρβερο πάντως αντίκρισα στο όνειρό μου πρώτον. Μπήκε για μια τρελή στιγμή ανάμεσα σ’ εμένα και στο μέλλον μου. Γάβγισε, γάβγισε, και τα πολλά κεφάλια του όλα καταπάνω μου γύρισαν. Αλλά εγώ είχα πια θεϊκή ηρεμία, τίποτα δεν φοβόμουνα. Πέρασα με βήμα σταθερό διαμέσου του, κι ο Κέρβερος διαλύθηκε τότε σαν ατμός, σαν τη δειλία μου την προχτεσινή πήγε από κει που ’ρθε, σ’ ένα ράφι ψηλά στο μυαλό μου μέσα ανέβηκε και πάγωσε, σ’ ένα μπουκαλάκι ανατολίτικο για τζίνια μπήκε και βολεύτηκε, κι εγώ έδωσα βιαστική και ψύχραιμη διαταγή στον εσωτερικό μου κόσμο να γράψουν πάνω του: ΜΑΥΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ, να ξέρω πού βρίσκονται, αχρείαστες να ’ναι.
          Έβλεπα από ’να τζάμι τώρα. Το τζάμι αυτό ήταν σαν καθρέφτης ταυτόχρονα, παράξενος πολύ καθρέφτης: φανήκανε πάνω του πέντε μορφές ιδανικές, μ’ άσπρα μαλλιά και πρόσωπα σαν των νεκρών, αλλά με μάτια ζωηρά σαν των ζωντανών και καλύτερα, κι εγώ ο ασθενής και οδοιπόρος ήξερα αμέσως ποιοι ήτανε. Ήμουνα κι εγώ μαζί τους, το ’δα καθαρά κι αυτό, έκτος, ευτυχισμένος κι όλο κέφια, έξι Έλληνες στον Άδη, ο ένας όμως με εισιτήριο επιστροφής, αλέ-ρετούρ στα Τάρταρα, αγαπητικός των πιο επικίνδυνων σημασιών καθ’ έξιν.
            Πλατιά χαμόγελα με πήρανε και μ’ αγκαλιάσανε ώς τ’ αυτιά, ώς τα μπούνια, τον πατέρα μου χάιδεψα πρώτον, τον παππού μου τον Ξενοφώντα δεύτερον, τον Στεφανάκο τρίτον. Τον Πέτρο τον χαιρέτησα, και δάκρυσα και λίγο, τέταρτον. Το παππού μου τον Λάμπρο τον αντιμετώπισα τελευταίον, τον γνώρισα όμως σαν να τον ήξερα από παλιά, και για μια στιγμή σταθήκαμε και οι τρεις μαζί, ο πατέρας μου, ο πατέρας του κι εγώ, σαν πόζα για μια φανταστική φωτογραφία -να την είχα, μωρέ, να σας την έδειχνα τώρα, να δείτε πως βγαίνουν τα φαντάσματα. Δεν βγαίνουν τα φαντάσματα με τα ψέματα, βγαίνουν μόνο αν υποφέρεις πραγματικά, αν διψάσεις για τ’ αθάνατο νερό πραγματικά, αν σε καρφώσουμε με χίλια καρφιά χίλιοι χιλίαρχοι, αν μένεις υπεράνω και καλόκαρδος όσο κι αν σε περιτριγυρίζουν ληστές και φίλοι φίδια, αν ξέρεις μια ζωή τι θέλεις, αν θέλεις ό,τι θέλεις αλήθεια, με τον εαυτό σου ικανό για θυσίες και θαύματα.

            Κάναμε ένα γλέντι στον Άδη τρικούβερτο, ανεπανάληπτο. Ένα σας λέω: ο πατέρας μου, που εν ζωή ήτανε πάντα συγκρατημένος και ντροπαλός σαν κορίτσι, φόρεσε γυναικεία περούκα ξανθιά, και λεμόνια έβαλε για στήθος ψεύτικο, και χόρεψε με τον Στέφανο τσικ-του-τσικ, μέχρι που αδειάσανε όλα τ’ άλλα κέντρα του Παραδείσου κι ήρθανε τρεχάτοι σ’ εμάς τους μερακλήδες ένα σωρό ψυχές να τη βρούνε! Ο παππούς μου ο Ξενοφών είπε ένα σμυρναίικο ερωτικό, το «Φεύγω, φεύγω, μαγευμένος», ίδια και καλύτερα απ’ τον Ρούκουνα, που, εκτός που πήρε το μάτι μου τον Ρούκουνα σ’ ένα τραπέζι να χειροκροτάει με δάκρυα στα μάτια, ο παππούς μου ο Λάμπρος άρχισε να λέει το «Στου παπα-Λάμπρου την αυλή» κολλητά, από ζήλια! Κι ο Πέτρος φτιάχτηκε, κι έριξε ένα ζεμπέκικο καλύτερο κι από κείνο του Τσαρούχη κάποτε στην τηλεόραση, σαν να ’τανε στον Πάνω Κόσμο χωρίς διακοπή, σαν να μην υπήρχε ζωή και θάνατος!

Δεν ξύπναγα την άλλη μέρα. Τι λέω την άλλη; Κοντά δύο μέρες μ’ είχανε για πεθαμένο στο σπίτι μου, νομίζανε πως είχα καρφώσει καμιά πάνω στη μούρλια μου, και μόνο που δεν με κλάψανε. Ευτυχώς που έμοιαζα κοιμισμένος, ευτυχώς που έχω από μικρός άλλ’ αντ’ άλλων ωράριο, και ξυπνάω όταν οι άλλοι κοιμούνται του καλού καιρού. Αναστήθηκα κανονικότατα το Σάββατο, τότε μόνο ανέκτησα τις δυνάμεις μου απ’ το ελαφρύ αυτό βρικολάκιασμα (όπως λέμε «κρυολόγημα», αλλά μην κάνω πάλι λογοπαίγνιο άκαιρο με το «κρύες λέξεις»), σαν να ’χα δώσει αίμα παραπάνω -πού, εγώ μόνο ήξερα, οι άλλοι μακάρι να ’ξεραν.
          Στην Ανάσταση το Σάββατο είχα διαρκώς την αίσθηση πως ήμασταν πάλι όλοι μαζί, πως κοίταζα τα γκομενάκια με δεκατέσσερα μάτια (δέκα τα δικά τους και τέσσερα τα δικά μου), πίστευα. Ο παππούς μου ο Λάμπρος, ο παπάς, βγήκε στην Ωραία Πύλη πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του κι ανάστησε πολύ κατανυκτικά, πολύ τσίφτικα, μου ’κλεισε μάλιστα και το μάτι (για μια στιγμή έμεινα με δεκατρία μόνο μάτια) πάνω στο «και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», τον δε Κουμανούδη τον πήραν τα μάτια μας να τσιμπάει μιαν αφράτη μαθητριούλα αόρατος, με το φωτοστέφανο του Αγίου σε πρώτη ζήτηση.
          Ευχαριστώ το Θεό, πατερούλη μου, που μ’ αξίωσες να το δω κι αυτό!
 
Σημειώσεις
 
- Το διήγημα περιλαμβάνεται στην έκδοση του Σωτήρη Κακίση Τέσσερις ώρες αγκαλιά/Μαρίας εγκώμιον (εκδόσεις Vakxikon.gr 2015).
 
- Στο κείμενο, η πρώτη εικονογράφηση του διηγήματος στο περιοδικό Playboy, από τον Νίκο Χουλιαρά.