Top menu

Δυο ποιητικές συλλογές κι ένα «ποιητικό χρονικό» από την Κλεοπάτρα Μακρίδου Robinet - Κριτική

Γράφει η Ελένη Λόππα

Διάβασα πρόσφατα τρία βιβλία, δύο ποιητικές συλλογές και ένα σύνθετο ποίημα, στην ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, Κουκκίδα, της Κύπριας χημικού και ποιήτριας, Κλεοπάτρας Μακρίδου-Robinet. Η πρώτη συλλογή, Εντοπία φωνή, περιλαμβάνει 43 ποιήματα, η δεύτερη, Εάλω η ψυχή, που αποτελείται από δύο ενότητες: Το κόκκινο του έρωτα, 45 ποιήματα και Νότες νόστου, 22, συνολικά 67 ποιήματα, ενώ το τρίτο βιβλίο, Ταξίδι Οδύσσειο, περιλαμβάνει ένα εκτενές ποίημα με οκτώ μέρη.

Το κύριο χαρακτηριστικό και των τριών βιβλίων, με τους σημαδιακούς και σοφά επιλεγμένους τίτλους, είναι ο αβάσταχτος σπαραγμός και ο διακαής πόθος για την Πατρίδα (πάντα με κεφαλαίο δηλώνεται η πατρίδα, όπως με κεφαλαίο δηλώνονται οι προσωπικές και οι κτητικές αντωνυμίες που αναφέρονται σ’ αυτήν), από την οποία το ποιητικό υποκείμενο, πριν ακόμη προλάβει να ζήσει την παιδικότητά του, αυτοεξορίστηκε. Ιδιαίτερα η πρώτη συλλογή, είναι διάστικτη από ποιήματα αφιερωμένα με έναν πόθο, σχεδόν ερωτικό, στην Πατρίδα. Μια πατρίδα πουλημένη από κάθε λογής «δημαγωγούς» και «πρυτάνεις». Πρόκειται κυρίως για ποιήματα με έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα, με σκληρούς χαρακτηρισμούς, αβάσταχτο αίσθημα ενοχής και άφατου πόνου:

{…}Με τα κεφάλια σκυφτά/αιώνες τώρα/παρασυρμένοι από τις πιέσεις/των εκάστοτε λόρδων/των δημαγωγών,/των πρυτάνεων/που επέβαλλαν τις ήττες μας/με φωνασκίες θριάμβου!/Δούλοι εμείς/και τη ζωή μας θα δίναμε/για την αφεντιά μιας βασίλισσας/εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν/το κεφάλι τους στον βωμό/οι άλλοι γελωτοποιοί/στο θέατρο του παραλόγου/να μην γνωρίζουμε πώς να κρύψουμε/την ενοχή μας!/(Με τα κεφάλια σκυφτά). «Τώρα μας έμαθαν όλοι/για τους πανηγυρικούς θεατρινισμούς μας/κάθε φορά που δημαγωγοί μας παρασύρουν/στο ναυάγιο των αποτεφρωμένων μας ελπίδων./Γι’ αυτό και μας ετοιμάζουν/ έναν καινούργιο εμπαιγμό». (Μας ξέρουν). Στα σύντομα ταξίδια της, όταν η απουσία της πατρίδας γίνεται αβάσταχτη, προσπαθεί να την αναστήσει ολόκληρη, «πριν εκφυλίσει τη μνήμη ο αμείλικτος χρόνος»: «Σε επισκέφτηκα και πάλιν/Πατρίδα/αφού η απουσία του σώματός σου/μου είναι αβάσταχτη». (Σε επισκέφτηκα).

Η Κ.Μ. χρησιμοποιεί αλυσιδωτά ρήματα στο πρώτο ενικό πρόσωπο, δηλώνοντας εμφαντικά τον πόνο, το πάθος, αλλά και τη θλίψη για την κατάντια της πατρίδας: Γεύομαι, Ονειρεύομαι, Οικτίρω, Προτιμώ, Σε ονειρεύτηκα, Τόλμησα, κ.α, αλλά και δεύτερο ενικό, όταν απευθύνεται στην πατρίδα ή στην ποίηση: «Σε ονειρεύτηκα/στο αύριο του χθες/Γη της Πέτρας/του πανάρχαιου σπιτιού μου/εδώ στη μακρινή γωνιά/ της άλλης Μεσόγειος…/{…}Γη μου παρθένα άβγαλτη/όλες τις προσδοκίες Σου/σ’ ένα καράβι φόρτωσες/που βούλιαξε στο τέλος ανελέητα/έτσι που με την ελπίδα μιας στιγμής/χρεώθηκες το αύριο!»(Τόλμησα). «Πατρίδα/Στάζω αίματα ακόμη/από το σώμα Σου/και γονατιστή/πιστή στην ανάμνησή Σου/ξαναζώ τα πάθη Σου/ κάθε που η αναπνοή σου κοντεύει/ {…} Μα Εσύ συνεχίζεις να σέρνεσαι/σε πατημένες διαδρομές/ και άνυδρα πηγάδια…» (Και πάλιν Πατρίδαν).

Η μόνη παρηγοριά για το ποιητικό υποκείμενο είναι η Ποίηση, που λειτουργεί ιαματικά και επουλώνει τις πληγές από τη στέρηση της πατρίδας. Εκφράζει όμως και πικρία για την ειρωνική αντιμετώπιση που συνάντησε από τους συμπατριώτες της και καταγγέλλει με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς τους εφησυχασμένους ποιητές, τους Ιεροφάντες της Νέας Ποίησης, Γραμματείς και Φαρισαίους και political correct, τους εμπόρους του λόγου, τους εντολοδόχους της εξουσίας, για μετάλλαξη των λέξεων ύστερα από την κατοχή και για ιδεολογική συναλλαγή:«Κι ερχόταν η Ποίηση/με κοχύλια και βότσαλα/κι η φωνή έβρισκε την κοίτη της/και οι αισθήσεις τα μάτια τους./ {…} Και γύρευες μες τη δύναμη των λέξεων/να τυφλώσεις τους Κύκλωπες/που σου στερούσαν την Ιθάκη/τη Μάνα που εγκατέλειψες/{…}Καθ’ οδόν κάποιος Κύκλωπας/βρισκόταν στον δρόμο σου/για να χλευάσει τον έρωτά σου/ για τους Τόπους και το Χώμα/θυμίζοντάς σου αμετάκλητα/πως είσαι ακόμη/ναυαγός/εξόριστη/στην ίδια σου την Πατρίδα.» (Εσύ και η Ποίηση). «Εσύ καλά την είχες στα Παρίσια!/Γιατί δεν περιορίζεσαι /στη χώρα της αποδημίας/και τα τετραγωνικά μέτρα που σου αναλογούν/και ζητάς μερίδιο στον ουρανό/των ποιητών της μείζονος Λευκωσίας;/Ας εμπιστευόσουνα κι εσύ τους σοφούς/των μονόχνοτων κριτικών/εντός κι εκτός των τειχών/κι ας παρέδιδες την ψυχή σου/στους φορείς της εξουσίας/στην αυλή της Νέας Ποίησης/των κομματικών τσιφλικιών/αντί να τραγουδάς τον Όμηρο/και την αγάπη της Πατρίδας/και κάθε είδους σκονισμένες ιδέες/ενός τετριμμένου παρελθόντος…» (Τι σ’ έπιασε).

Σε όλους αυτούς, λοιπόν, που δεν τη δέχονται στους κόλπους τους, παρά μόνο με την ολοκληρωτική υποταγή της, το ποιητικό υποκείμενο απαντά με περηφάνια, σε πολύ έντονο ύφος, εκτοξεύοντας βαριές κατηγορίες και προτρέποντας τον εαυτό της: «Μην διστάσεις να δακτυλοδείξεις/τους αίτιους και τους υπαίτιους/των μαγειρεμένων λογικών/τους κτίστες των ψεύτικων συνειδήσεων/κι ας αμολήσουν απάνω σου τα σκυλιά τους./Ποτέ μην καταδεχτείς/να σε κυβερνήσουν αφεντικά/χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων…».(Άσε την καρδιά σου). Όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στην Πατρίδα έχουν έναν τόνο σπαρακτικό. Εκφράζουν τη λαχτάρα του νόστου, της λευτεριάς, τον πόθο της εξιλέωσης για την αυτοεξορία, αλλά και την πίκρα για το άδικο ξεπούλημά της: «Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος/ορκίζομαι ενδόμυχα/να μην φύγω από τον κόσμο τούτο/πριν σε δω ελεύθερη/Πατρίδα./Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα/νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη/του εγκλήματος». (Συχνά). «Τη μέρα εκείνη/που θα με πεις παιδί σου/θα’ χω τελειώσει το ποίημα που/έγραψα για Σένα/θα’ χω τελειώσει το ταξίδι μου/στις γειτονιές των άστρων/ψάχνοντας τη ζωή μου./Θεέ μου, πόσο ουρανό μου στερείς/μέχρι που να δω τον Ήλιο…» (Εσένα μου’ δωσαν). Το τελευταίο ποίημα της συλλογής (Για ποια Ειρήνη μιλάς;) απευθύνεται με μια σειρά ερωτήσεων, σε κάθε Κύπριο, σε μια προσπάθεια συνειδητοποίησής του,  επισημαίνοντας το τι συνέβη στην αφανισμένη πατρίδα και δείχνοντάς του τον μοναδικό δρόμο, «ενάντια στους ζυγούς των καπνισμένων συνειδήσεων», τον δρόμο της ελπίδας:  {…} «Θα μου πεις πως χρόνια τώρα/ξεπουλούσαμε την ψυχή μας/στις διεθνείς αγορές και στα χρηματιστήρια/έτσι που τώρα δεν μας έμεινε/παρά ένα γέρικο κομματιασμένο κορμί/δίχως αντίκρισμα…/ Κύπριε, δεν υπάρχει δρόμος για σένα/τον δρόμο τον φτιάχνεις βαδίζοντας/ μέσα στην οργή ενάντια στους ζυγούς/των καπνισμένων συνειδήσεων/κι όταν μόνο ακούσεις/από τα πέρατα της γης/την ελπίδα να σε πολιορκεί».

Η δεύτερη συλλογή, με τον πολύ εύγλωττο τίτλο, Εάλω η ψυχή, κατά το «εάλω η πόλις», περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος της, Το κόκκινο του έρωτα,  μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που σχετίζονται με: Τον έρωτα κυρίως, αλλά και τον αμείλικτο χρόνο, τη φθορά, τη θλίψη και την απογοήτευση, τη λαχτάρα του νόστου, την ποίηση, την αγάπη, την Κύπρο, την ψυχή, τα όνειρα, τις λέξεις, τον σπαραγμό, τις πληγές, τη μνήμη, την ανάγκη της φυγής, την οργή, τη φαντασία. Στο δεύτερο μέρος, Νότες νόστου, ο ίδιος ο τίτλος, με τις παρηχήσεις του «ν», προσημαίνει το είδος και τις σταθερές των ποιημάτων: Πατρίδα, εξορία, ποιητές/δήμιοι και Ιεροεξεταστές, ποιητές του μεγάλου Εγώ, θάλασσα, σπίτι, μνήμη, ψυχές, ελευθερία, θλίψη, στίχοι, τόπος, θάνατος, Πενταδάκτυλος, Ποίηση, οδύνη, πόνος, Ύμνος στην πατρίδα, Αγάπη, Άπατρις, Πατριδοκτόνος.

Είναι εμφανές πως σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, παρόλη την παρουσία του έρωτα, ιδίως στο α’ μέρος, υπερτερεί τελικά και πάλι ο έρωτας, ο πόνος και ο νόστος για την Πατρίδα, ο σπαραγμός και η οργή για το ξεπούλημά της. Η ψυχή έχει αλωθεί, όμως σε κάποια έξαρση οργής, δεν θα διστάσει να προτρέψει τον συμπατριώτη: «Έστω και ανάπηρος, δείξε τη γροθιά σου!» (Ποιος θα μου το ‘λεγε). Η ποίηση είναι και άλλη μια φορά το μοναδικό καταφύγιο που αναζητεί η ψυχή: «Από την ποίηση τραβιέται ο Άνθρωπος/ όπως ο Ουρανός από τη Γης» (Κάθε βράδυ), «Ω Κόσμε/ Χωρίς την Ποίηση πώς θα μπορούσα να σε/ κοιτάξω!» (Χρώμα της Ανατολής).

Τo τρίτo βιβλίο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Ταξίδι Οδύσσειο, είναι πράγματι μια μικρή Οδύσσεια, ένα ταξίδι νόστου στον γενέθλιο τόπο ,στο πανάρχαιο σπίτι και τη Γη της Πέτρας. Πρόκειται για ένα μεγάλοσύνθετο ποίημα με οκτώ μέρη, όπου το ποιητικό υποκείμενο, σαν τον Οδυσσέα, ονειρεύεται να πραγματοποιήσει το ταξίδι στην ποθητή Ιθάκη: «Φεύγω σου είπα./Αδυνατώ να μείνω σε τούτον τον τόπο/μου λείπει ο Ήλιος/μου λείπει η Θάλασσα/μου λείπει ο Πενταδάκτυλος!/Οι ρίζες είναι που τρέφουν/την ψυχή, σου είπα, /κι εγώ τις ρίζες μου τις έχω χάσει»(ΙΙΙ). Όμως κι εκεί, στην αγαπημένη πατρίδα, όπου «δεν βρήκα τον χρόνο/να ζήσω παιδί την παιδικότητα» (IV) ,θα είναι ένας «ξένος Οδυσσέας». Η μόνη, λοιπόν, λυτρωτική διέξοδος είναι η ποίηση,«το μόνο πράγμα που θέλησε να μου χαρίσει η ζωή». Στο σπαρακτικό μέρος (V) μια σειρά από κλητικές προσφωνήσεις εντυπωσιάζουν με τη δύναμή τους. Μοιάζουν με κραυγές απόγνωσης: Ω μνήμη {…}Ω πικρή ανάμνηση {…} Ω γεγονότα {…}Ω Πατρίδα!/ Ω πνοή μου/ Ω βάφτισή μου/ {…}Ω μάταιη ελπίδα μου/Ω ζωή αμείλικτη {…}Ω Χώμα που φωσφορίζει {…} Ήμουν ωστόσο για σένα ξένος/πολυμήχανος Οδυσσέας/χωρίς γυρισμό/σ’ ένα απερίγραπτο ταξίδι στην αιωνιότητα/άγνωστος ποιητής/σκυφτός στου Κύπριου Γαλαξία τις όχθες».Το επόμενο ποίημα (VI) εγκαλεί και πάλι έντονα τη «νεοκυπριακή νομενκλατούρα, τους νεκροθάφτες της ελληνικότητας, τα τρωκτικά που ήσυχα και υπάκουα ροκανίζανε τις κρατικές επιχορηγήσεις που θεωρούσαν ιδιοκτησία τους», για να καταλήξει με πικρία στη διαπίστωση για τη φιλία: «Σταθήκαμε ανυπεράσπιστοι/μπροστά στους οργανωμένους καρχαρίες/όπως οι προοδευτικοί φίλοι μας/Έτσι μάθαμε τι θα πει φιλία…». Το ποίημα(VII)όμως είναι ξανά ένας Ύμνος στην Πατρίδα: «Πατρίδα/γυναίκα της Οδύνης {…}Μόνο Εσύ υπάρχεις/ είσαι το σύμπαν όλο».

Ολοκληρώνοντας αυτήν την περιήγηση στις δύο ποιητικές συλλογές και στο «ποιητικό χρονικό», Ταξίδι  Οδύσσειο, της Κ.Μ., που συγκινούν τον αναγνώστη και τον ταυτίζουν με την κραυγή οδύνης που εκπέμπουν, θα έλεγα ότι αποτελούν μια τριλογία, όπου εναλλάσσονται διαδοχικά ο θρήνος/η ελεγεία, με τον Ύμνο για την κομματιασμένη πατρίδα, γι’ αυτήν που γράφει και σ’ αυτήν που η ποιήτρια αφιερώνει όλα τα ποιήματά της. Είναι ενδεικτικά άλλωστε τα επεξηγηματικά της λόγια: «Πάμπολλα μέτρησα χθες τα δάκρυά μου…/Μα ακόμη δεν κατάλαβα/γιατί Εσύ γιατί Εσένα/γιατί σε Σένα έγραψα όλα τα/ημιτελή ποιήματά μου…/Γιατί μαζί Σου εκκρεμεί όλη/η εναπομείνασα ζωή μου» (Εάλω η ψυχή, Ύμνος στην Πατρίδα).