Το Μανταλάκι
Άπλωσα προσεκτικά
τις λευκές προσδοκίες
και τις ελπίδες
μια - μια
να στεγνώσουν καλά
Δίπλα έβαλα
τα πολύχρωμα όνειρα
και τις ιδέες
αφήνοντας αρκετό κενό
μεταξύ τους
να ‘χει χώρο ο αέρας
να περνά
Μα προτού κλείσω
την μπαλκονόπορτα
άκουσα ένα μανταλάκι
ξύλινο
να ρωτά με ειρωνεία
«Πόσες φορές θα τ’ απλώσεις ακόμα,
τόσο φθαρμένα που ‘ναι,
προτού αποδεχτείς να τα πετάξεις;»
Αποφυγή
Τον είδα ‘κείνο το βράδυ
να σβήνει τ’ αστέρια
σαν κεριά
τρεμόπαιξαν λίγο
σαν να ζητούσαν το λόγο
της εσκεμμένης εξόντωσής τους
«με λιγότερες ευχές»,
μου ψιθύρισε,
«δεν θα μαθαίνει πια κανείς
την πίκρατης ματαίωσης
μιας επιθυμίας»