Μια φορά κι έναν καιρό, στην καρδιά της ερήμου, δίπλα σε μια μαγευτική όαση, ζούσε ένα πολύ αγαπημένο βασιλικό ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά. Στο παλάτι αυτό όμως κατοικούσε και η αδελφή του Βασιλιά με τον άντρα της που ζήλευε τρομερά τη Βασίλισσα.
Όταν η αδερφή του Βασιλιά, αντίκρισε το νεογέννητο πριγκιπόπουλο ένοιωσε μια ζήλια αφόρητη. Έτσι λοιπόν πήρε το θάρρος να ζητήσει αυτό που τόσο πολύ ήθελε.
-Αδερφέ μου, εσύ ήδη έχεις μια πανέμορφη κορούλα και ξέρεις πως εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να αποκτήσω ένα παιδί. Tι θα έλεγες λοιπόν να το υιοθετούσα εγώ; εσείς είστε νέοι και έχετε καιρό να κάνετε κι άλλα παιδιά.
-Δεν θα γίνει Βασιλιάς, γιατί δεν θα παντρευτεί ποτέ! Καμία γυναίκα δεν θα μπορέσει να τον αγαπήσει. Εύχομαι να χάνει την φωνή του κάθε φορά που θα μιλάει σε γυναίκα και το μόνο που θα μπορεί να κάνει μπροστά της θα είναι να φτερνίζεται.
-Έξω από το παλάτι μου! Να μην σε ξαναδώ ποτέ!
Έτσι κι έγινε. Η κακιά αδερφή που ο τρόπος σκέψης της την είχε κάνει να μοιάζει με κακιά μάγισσα, πήρε τον άντρα της κι έφυγαν μακριά. Ποτέ ξανά κανείς δεν έμαθε γι’ αυτούς τίποτα.
Το κακό όμως είχε αρχίσει να συμβαίνει στο παλάτι και τα λόγια της κακιάς αδελφής έγιναν πραγματικότητα.
Η Βασίλισσα δεν άκουσε ποτέ τη φωνή του μικρού πρίγκιπα, μόνο το φτέρνισμά του και όλοι πια τον φώναζαν Πρίγκιπα Αψού .
Ο πόνος ήταν μεγάλος για το βασιλικό ζεύγος. Δεν ήξερε τι να κάνει πια, αφού και μετά το βασιλικό χορό που έκαναν για τα 18 χρόνια του Πρίγκιπα στο παλάτι, καμία από τις όμορφες κοπέλες που ήταν εκεί δεν χόρεψε μαζί του, μη μπορώντας να μιλήσει, για να ζητήσει ένα χορό.
Ο Πρίγκιπας πληγώθηκε τόσο πολύ που δεν το άντεξε. Σηκώθηκε λοιπόν μες στην νύχτα κι έφυγε από το παλάτι, γιατί πίστευε πως έτσι δεν θα ντρέπονταν πια οι γονείς του γι’ αυτόν.
Πήρε μια από τις καμήλες του παλατιού και έφυγε χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Η νύχτα ήταν τόσο ήρεμη που του προκαλούσε φόβο. Κάποια στιγμή κουράστηκε, κούρνιασε δίπλα στην καμήλα του και αποκοιμήθηκε με σεντόνι τον ξάστερο ουρανό της ερήμου.
-Τι είναι αυτό; μονολόγησε. Μια πόρτα στην άμμο!
Κατέβηκε από την καμήλα και χτύπησε την μικρή ξύλινη πόρτα.
Μια γλυκιά κοπέλα του άνοιξε ξαφνιασμένη.
-Τι θέλετε κύριε; τον ρώτησε…
-Αψού! αψού!
-Περάστε μέσα να ξαποστάσετε γιατί ο δρόμος για την όαση είναι μακρύς και ήδη έχετε αρρωστήσει, φαντάστηκε η νεαρή κοπέλα, ακούγοντας το φτέρνισμά του.
Ο όμορφος Πρίγκιπας πέρασε μέσα από την πορτούλα και ξάφνου βρέθηκε σε ένα όμορφο φτωχικό υπόγειο δροσερό δωμάτιο, είχε κοκκινίσει από την ντροπή του που δεν μπορούσε να πει ούτε λέξη αλλά μόνο φτερνιζόταν.
-Πιες λίγο τσάι με μέντα. Θα σε βοηθήσει για τη
διαδρομή, του είπε χαμηλόφωνα η γυναίκα.
Ο πρίγκιπας κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας με ένα χαμόγελο την ευχαριστία του.
Μέσα σε λίγα λεπτά ήπιε το τσάι του και έφυγε από το υπόγειο δροσερό σπιτικό γνέφοντάς της με ένα γλυκό χαιρετισμό