Top menu

"Τις νύχτες έπαιζε με τις σκιές" της Τέσυς Μπάιλα -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Πασχάλης Πράντζιος

Η Τέσυ Μπάιλα με το βιβλίο της Τις Νύχτες Έπαιζε με τις Σκιές σφραγίζει τη δεκάχρονη παρουσία της στα ελληνικά γράμματα, δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες στο αναγνωστικό της κοινό για τη συνέχεια της λογοτεχνικής της πορείας. Το καινούριο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Ψυχογιός επικυρώνει τη συγγραφική της δεινότητα και πιστοποιεί τη λογοτεχνική της αξία που ήταν εμφανής από την πρώτη της συγγραφική απόπειρα το 2009.

Η πλοκή του βιβλίου είναι εξαιρετική και κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση μέχρι την τελευταία σελίδα, χωρίς να κουράζει και δίχως να σταματά το ενδιαφέρον για την πορεία της εξέλιξης. Ωστόσο, δεν θα σταθώ στην υπόθεση, δεδομένου ότι όποιος διαβάσει το μυθιστόρημα δεν είναι δύσκολο να διακρίνει την ευρηματικότητα της μυθιστορηματικής πλοκής, στην οποία απουσιάζει το περιττό και το φλύαρο, με την αφήγηση και τους χαρακτήρες να παρουσιάζονται κατά το εικός και αναγκαίον. Η δική μου οπτική πάνω στο καινούριο βιβλίο της Μπάιλα θα εστιάσει σε τρία επίπεδα, στον χειρισμό της γλώσσας, στον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας αξιοποιεί λογοτεχνικά την Ιστορία και στη διαφαινόμενη αντίληψή της γύρω από την προβληματική του ορισμού της τέχνης.

Με δεδομένο ότι για τη λογοτεχνία η γλώσσα είναι το μέσο για να αναδειχθεί η αισθητική αξία της μυθιστορηματικής ιδέας και να καταστεί η αφήγηση μιας δραματικής υπόθεσης λογοτεχνική, η γλώσσα της Μπάιλα αν μη τι άλλο είναι άξια να αποδώσει λογοτεχνικά την πλοκή της υπόθεσης, να προκαλέσει αισθητική συγκίνηση και να διευρύνει τους ορίζοντες της φαντασίας του αναγνώστη, συμβάλλοντας στην αποκάλυψη και στην εμβάθυνση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων. Η Μπάιλα χρησιμοποιεί με συγγραφική μαεστρία τις αφηγηματικές τεχνικές που ορίζουν τη λογοτεχνία, εναλλάσσοντας τον διάλογο με την περιγραφή και τη διήγηση με τον στοχασμό. Ξέρει καλά πού πρέπει να επιταχύνει και πού να επιβραδύνει την εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ παράλληλα αξιοποιεί κατάλληλα τις τεχνικές της προοικονομίας και της προσήμανσης, διατηρώντας το μυαλό του αναγνώστη σε εγρήγορση, ενώ με τη χρήση της τραγικής ειρωνείας προκαλεί συναισθήματα ικανά να διεγείρουν τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη, ο οποίος δεν σταματά να νιώθει και να συναισθάνεται μέχρι το τέλος του κειμένου. Η γλώσσα του βιβλίου εναρμονίζεται πλήρως με τις πτυχές της αφήγησης, γίνεται αιχμηρή και ακραία όταν πρέπει να αποδώσει την αθλιότητα του πολέμου, λυρική όταν αποδίδει συναισθήματα, ποιητική όταν μιλά για την τέχνη της ζωγραφικής που υπηρετεί ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, μα πάνω απ’ όλα ρεαλιστική και καίρια.

Σ’ ένα μυθιστόρημα που διαγράφει την πορεία ενός σχεδόν αιώνα στις σελίδες του, είναι απαραίτητο να δίνεται πρωταγωνιστικός ρόλος στην Ιστορία του τόπου και του χρόνου στον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα και τα συμβάντα. Η Μπάιλα έχει αποδείξει και στα προηγούμενα βιβλία της πως ξέρει να αξιοποιεί λογοτεχνικά την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, να κατασκευάζει ήρωες που λειτουργούν ενεργητικά στο πλαίσιο του ιστορικού χρόνου, να δημιουργεί καταστάσεις και να εξελίσσει την πλοκή των έργων της με βάση τα ιστορικά γεγονότα. Αποδεικνύει μ’ άλλα λόγια πως δεν στέκει από τη μια μεριά η λογοτεχνία και από την άλλη η ζωή, καθώς ο λογοτεχνικός ήρωας πηγάζει από τον ιστορικό άνθρωπο. Στο βιβλίο της αυτό όμως, θα τολμούσα να πω, ξεπέρασε τον εαυτό της και κατάφερε να ενσωματώσει τόσο καλά την ιστορική αφήγηση μέσα στο σώμα της πλοκής, ώστε να πετύχει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εξιστόρηση των ιστορικών συμβάντων και στη δράση των ηρώων με άξονα τα γεγονότα αυτά. Επί της ουσίας, κατάφερε να φωτίσει και να αναδείξει τη σημαντικότητα ιστορικών στιγμών, όπως λόγου χάρη η σφαγή του Ηρακλείου ή ο Α’ παγκόσμιος Πόλεμος, μέσα από τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες, οι οποίοι δρουν και προχωρούν τη ζωή τους στο πλαίσιο αυτών των ιστορικών σταθμών.

Η επιλογή της συγγραφέως να δημιουργήσει ως πρωταγωνιστή έναν αληθινό υπηρέτη της τέχνης, της έδωσε τη δυνατότητα να ορίσει με τον τρόπο της τη λογοτεχνία και την τέχνη εν γένει. Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί η ζωγραφική όχι μόνο όταν αναφέρεται στον ήρωα – ζωγράφο Ανέστη, αλλά σε κάθε σημείο της αφήγησης, αφού ακόμη και οι εικόνες της σφαγής των Ελλήνων από τους Τούρκους, αν ξεπεράσεις το σοκ της ακραίας περιγραφής, μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής, καθιστώντας την τέχνη παρούσα σε κάθε στιγμή της ζωής. Είναι προφανές πως για την Μπάιλα η λογοτεχνία που αποφεύγει τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα είναι λογοτεχνία άσχετη και αποξενωμένη από τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό, αναφύεται ο σκοπός της τέχνης ως δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στον κόσμο της φαντασίας και της σκέψης από τη μια μεριά και τον φυσικό κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας από την άλλη. Για τη συγγραφέα η λογοτεχνία αποτελεί μαρτυρία, γιατί συμβάλλει στην ερμηνεία της εποχής της, ενώ το έργο του καλλιτέχνη αποτελεί την πιο πηγαία και έγκυρη ανάλυση του κόσμου που τον περιβάλλει. Με το βιβλίο της αυτό η Μπάιλα –συγγραφική persona του ζωγράφου Ανέστη- μας καλεί να δούμε πως η τέχνη οφείλει να στρατεύεται στις επιταγές της κοινωνίας και των αναγκών της, ενώ ο καλλιτέχνης οφείλει να μεταγγίζει την εποχή του στο έργο του. Μονάχα τότε έχει αξία ένα λογοτεχνικό βιβλίο, αλλιώς γίνεται μία ανώφελη διήγηση που παρουσιάζει μια πραγματικότητα εξωραϊσμένη, έξω από τη ζωή και την αλήθεια της, μία ανώφελη διήγηση που δεν είναι τέχνη, «επειδή», όπως τονίζει κι η συγγραφέας, «η τέχνη πρέπει να αγγίζει τον κόσμο και να αποτυπώνει τα πάθη του».