Top menu

"Επικίνδυνοι συγγραφείς" του Κώστα Αρκουδέα -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού

Το τελευταίο πόνημα του Κώστα Αρκουδέα, το Επικίνδυνοι συγγραφείς, το οποίο δεν αποτελεί μυθιστόρημα με τη στενή έννοια του όρου, αλλά μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, αφορά τη λογοκρισία και τα απαγορευμένα κατά καιρούς βιβλία που εμφανίστηκαν ανά την υφήλιο τους δύο τελευταίους αιώνες, με αναφορές όμως και σε παλαιότερες χρονικά περιπτώσεις, αρχής γενομένης από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα.

Εντούτοις, στην ανάγνωσή του το νέο πόνημα του Κώστα Αρκουδέα είναι πιο καθηλωτικό και ευκολοδιάβαστο από ένα μυθιστόρημα. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό, για μία άκρως εμπεριστατωμένη μελέτη, δοσμένη όμως με τρόπο μυθιστορηματικό, που κάνει τον αναγνώστη ανυπόμονο να γυρίσει τη σελίδα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του ώστε να δει ποιος θα είναι ο επόμενος σταθμός στον χώρο και στον χρόνο στην ιστορία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας.

Το έργο διαιρείται σε πέντε μεγάλα κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένου ενός προλόγου και επιλόγου, και εξετάζει τις προσπάθειες στις οποίες προέβησαν τα αυταρχικά καθεστώτα παγκοσμίως να βάλουν χαλινάρι στο πνεύμα των ελεύθερα σκεπτόμενων συγγραφέων με κάθε μέσο: από καταλόγους απαγορευμένων βιβλίων, μέχρι φυλακίσεις, βασανιστήρια, εξορίες ακόμη και φετβάδες εναντίον των ανυπότακτων πνευμάτων των συγγραφέων που θέλησαν με την πένα τους να αντιταχθούν σε κάθε μορφή δογματισμού και σκοταδισμού.

Γιατί όμως τα βιβλία να μπαίνουν πάντοτε στο στόχαστρο κάθε ηγέτη που αποπειράται να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη; Την απάντηση μας τη δίνει ο συγγραφέας δανειζόμενος τα λόγια του Μόνταγκ, κεντρικού ήρωα στο περίφημο Φαρενάιτ 451 του Ρέυ Μπράντμεπρυ: “Γιατί τα βιβλία, εμπεριέχουν τρία στοιχεία που δεν μπορεί κανείς να βρει αλλού: Πρώτον, ποιότητα πληροφορίας που αδυνατούν να παράσχουν τα υπόλοιπα μέσα, η τηλεόραση, οι ταινίες ή οι δίσκοι μουσικής. Δεύτερον, ελεύθερο χρόνο, απαραίτητο για να διαβάσει κανείς το βιβλίο του, να το αφήσει κάτω και να σκεφτεί, ναι, να σκεφτεί ανεπηρέαστος, ήτοι να αξιολογήσει όσα διάβασε, να κρίνει τι θα κρατήσει και να οδηγηθεί σε συμπεράσματα. Τρίτον, να λάβει αποφάσεις και να προβεί σε ενέργειες βασισμένες στη γνώση που απέκτησε από τα δύο προηγούμενα στοιχεία. Αυτό φοβούνται οι Αρχές: τις αποφάσεις που παίρνει κανείς έχοντας επίγνωση του τι πρόκειται να συμβεί.”

Από τη Ρωσία των τσάρων και του Στάλιν λοιπόν, στα δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής και από τον συντηρητικό αραβικό κόσμο μέχρι το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και τη μακρινή Αυστραλία, ο Κώστας Αρκουδέας εξετάζει τέσσερις μορφές λογοκρισίας που επιβλήθηκαν κατά καιρούς από απολυταρχικά καθεστώτα για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, ηθικού περιεχομένου και φυλετικούς. Παράλληλα, εκθέτει τα επίμαχα αποσπάσματα από τα έργα αυτά και μας ξεναγεί όχι μόνο στον τόπο και στον χρόνο, αλλά επιχειρεί μια αποκαλυπτική διείσδυση στη ζωή και το μυαλό των τολμηρών αυτών και πρωτοπόρων πνευμάτων για τα κίνητρα, τα εφαλτήρια και τον τρόπο με τον οποίο συνέθεσαν τα έργα αυτά τα οποία επρόκειτο να αποτελέσουν ''κόκκινο πανί" για τα συντηρητικά και τυραννικά μυαλά των κατά καιρούς κυβερνώντων.

Μέσα σε αυτή τη γεωγραφική και θεματική πανδαισία ο Αρκουδέας περιλαμβάνει και μία σύντομη παρένθεση που αφορά τη λογοκρισία στην Ελλάδα και μας τονίζει ήδη από τον πρόλογο τη βασική θέση του βιβλίου του: ότι πάντοτε, από καταβολής κόσμου, οι κυβερνήτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη επιθυμούσαν και επιθυμούν να φιμώνουν τα ελεύθερα σκεπτόμενα πνεύματα για να χειραγωγούν τους πολίτες και να διατηρούν την εξουσία, ποινικοποιώντας με κάθε μέσο την ελευθερία της έκφρασης. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας παραδίδει στο πόνημά του ένα απόσπασμα από ομιλία του Μεταξά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η οποία είναι ενδεικτική του τρόπου σκέψης των δικτατόρων. Είπε λοιπόν ο Μεταξάς: “Σας απαγορεύω να έχετε διαφορετικές ιδέες από αυτές του κράτους. Σας ζητώ όχι μόνο να έχετε τις ίδιες ιδέες, αλλά να πιστεύετε σ’ αυτές και να δουλεύετε γι’ αυτές με ενθουσιασμό. Αν κάποιος από εσάς έχει διαφορετικές ιδέες καλύτερα να μείνει αμόρφωτος.”

Η απάντηση του συγγραφέα σε αυτή την πρόκληση αυτών που κατέχουν την εξουσία είναι ότι ο συγγραφέας οφείλει, ως φόρο τιμής απέναντι στην τέχνη του, να μάχεται ενάντια σε κάθε μορφή δεσποτισμού. Στην πορεία αυτού του οδοιπορικού δίνεται συχνά το προφίλ και άλλων προσώπων, όχι μόνο συγγραφέων, όπως δικτατόρων, μαχητών της ελευθερίας κ.α, έτσι ώστε το πνεύμα της κάθε εποχής να δίνεται παραστατικότερα στον αναγνώστη. Ενδεικτική των παραπάνω είναι η περίπτωση του Καζαντζάκη, στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας, ο οποίος όταν αφορίστηκε από την Εκκλησία έδωσε την εξής απάντηση: “Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή. Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο και η δική μου, και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο εγώ”.

Μέσα από τις διώξεις και τους αφορισμούς που υπέστησαν οι συγγραφείς, μαθαίνουμε πολλά για το έργο, τη ζωή και τις σκέψεις τους, τις πολιτικές τους απόψεις και, γενικά, ένα σωρό πράγματα για τον ίδιο τον δημιουργό συγγραφέα, τον άνθρωπο δηλαδή που κρύβεται πίσω από το έργο που μας παρέδωσε και το οποίο διαβάζουμε σήμερα.

Βλέπουμε επομένως ότι σε πολλές περιόδους της ιστορίας η ελευθερία όχι μόνο της πίστης, αλλά και του λόγου, της έκφρασης και της τέχνης δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Άλλοι συγγραφείς γνώρισαν τη δόξα και έζησαν μια ζωή μες την αναγνώριση και τις ανέσεις, άλλοι όμως δεν ήταν τόσο τυχεροί, αντιθέτως ζούσαν στη σκιά των διώξεων και στην αφάνεια. Κάποιοι από αυτούς ήταν ιδιόρρυθμοι, κάποιοι άλλοι αξιαγάπητοι ως άνθρωποι. Ο Αρκουδέας πάντως δεν αφήνει κανέναν απέξω. Αντιθέτως, εισχωρεί με την πένα του βαθιά στο μυαλό και τις μύχιες σκέψεις ολονών.

Μπορεί λοιπόν όλοι αυτοί οι συγγραφείς να έζησαν ζωές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, είχαν όμως όλοι τους ένα μεγάλο κοινό: την αγάπη τους για την τέχνη τους και την επιθυμία τους να την υπηρετήσουν έτσι όπως ακριβώς τους υπαγόρευε η μούσα τους: με απόλυτη ελευθερία λόγου και έκφρασης, χωρίς καμία υποταγή σε κανένα συμφέρον, πάντοτε ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της λογοκρισίας.

Το πόνημα του Κώστα Αρκουδέα όσον αφορά προσωπικά εμένα την ίδια, με άγγιξε και με συγκίνησε με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους που σχετίζονται με τη δική μου ταυτότητα: πρώτον ως ιστορικό, επειδή θαύμασα την απαράμιλλη προσήλωση του συγγραφέα στη συλλογή και παράθεση έγκυρων ιστορικών στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν τα λεγόμενά του και καθιστούν το έργο του μία θαυμάσια τεκμηριωμένη ιστορική μελέτη.

Δεύτερον, ως φιλόλογο, αφού απόλαυσα κατά τα μέγιστα στη διάρκεια της ανάγνωσής του βιβλίου, την απλή, καθαρή, όσο και ρέουσα γλώσσα του συγγραφέα, καθώς και τη δομή του πονήματος.
Τρίτον, ως λάτρης της λογοτεχνίας και αναγνώστρια, αφού το βιβλίο με έκανε να το "ρουφήξω" κυριολεκτικά και να περιηγηθώ κι εγώ μαζί του στα μήκη και τα πλάτη της γης, όσο και να βρω ένα σωρό ιδέες και προτάσεις για περαιτέρω μελέτη και διάβασμα.

Και, τέλος, ως συγγραφέας η ίδια, που έχω κι εγώ κατά καιρούς εκθέσει κάποιες "ιδιάζουσες", ίσως, για τους πολλούς, απόψεις στα βιβλία μου, επειδή με έκανε να συγκινηθώ με τα πάθη των ομότεχνών μου ανά την υφήλιο και να καταλήξω να συμφωνήσω κι εγώ με την άποψη του Κώστα Αρκουδέα ότι, δυστυχώς, η λογοκρισία στις μέρες μας, δεν αποτελεί παρελθόν και ότι- αντιθέτως- είναι πανταχού παρούσα και σήμερα με πολλές διαφορετικές μορφές.

Τελειώνοντας, οφείλω να πω ότι υπάρχουν, όπως φάνηκε και από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, πολλοί καλοί λόγοι για να διαβάσει κανείς τους Επικίνδυνους συγγραφείς. Συνοψίζοντας όμως, θα ήθελα να σταθώ σε δύο από αυτά που θεωρώ ότι αποτελούν τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου: την πρωτοτυπία του θέματος και τον μυθιστορηματικό τρόπο με τον οποίο αυτό εκτίθεται. Αυτά ακριβώς είναι που καθιστούν το βιβλίο, παρά τη σοβαρή θεματική του, ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Η ποικιλία επίσης σε πρόσωπα, συγγραφείς, τόπους και χρόνο αναμφισβήτητα λειτουργεί υπέρ του, όπως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν τους Επικίνδυνους συγγραφείς ένα από τα καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα βιβλία που κυκλοφόρησαν το έτος που μας πέρασε.