Top menu

Απόπειρες και καταγραφές

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Η επιδρομή του κορονοϊού στα ημέτερα χώματα, πέραν όλων των άλλων συνεπειών του στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, επηρέασε μάλλον δυσμενώς και την ψυχολογική κατάσταση πολλών συμπολιτών μας. Έτσι δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά ότι από την αρχή σχεδόν του εγκλεισμού σημειώθηκαν πολλές απόπειρες κατά των γυναικών μέσα στην ίδια την οικογένεια, ενώ φτάσαμε ακόμα και σε γυναικοκτονία, σε λίγες ευτυχώς περιπτώσεις.

Για την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι αιτίες αποδόθηκαν στην παραμονή στο ίδιο μέρος πολλών μελών της οικογένειας, στην ανεργία, στην οικονομική δυσπραγία και σε όλα τα άλλα που μας κατέγραψαν και ανέλυσαν κατά κόρον οι κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι, γραπτά και προφορικά, πάνω από ένα χρόνο τώρα. Για πολλές δεκαετίες, βέβαια, οι όποιες γυναικοκτονίες ελάμβαναν χώρα, είχαν ως κίνητρο την ντροπή την οποία βίωναν μέλη μιας οικογένειας από κάποιο παραστράτημα ή προσπάθεια και επιθυμία απελευθέρωσης μιας κοπέλας ή μιας γυναίκας της οικογένειας, η οποία ήθελε διακαώς να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο από εκείνον που της είχαν προετοιμάσει η οικογένεια και η κοινωνία, μαζί. Η νεοελληνική λογοτεχνία όπως και ο κινηματογράφος μας έχουν δώσει δείγματα και έχουν αποτυπώσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις και διαφορετικές εκδοχές της ίδιας, κατ’ ουσίαν, ιστορίας στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Η καλά εγκαταστημένη πατριαρχική νοοτροπία στην κοινωνία μας και κάποια προβλήματα στην ψυχιατρική σφαίρα των θυτών, φαίνεται πως κυριαρχούν στις αιτίες αυτών των ανεπιθύμητων και αποκρουστικών συμβαμάτων. Όμως, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε πως τις τελευταίες δεκαετίες τα κίνητρα αυτής της απάνθρωπης πρακτικής τείνουν να αλλάξουν.

Τελείωσα αυτές τις μέρες το διάβασμα του βιβλίου «Η προσευχή του αηδονιού», του Αιγύπτιου συγγραφέα Τάχα Χουσεΐν (Μτφρ: Πέρσα Κουμούτση. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2019). Ο τυφλός από μικρή ηλικία Τάχα Χουσεΐν (1889-1973) εμπλούτισε την αραβική βιβλιοθήκη με σπουδαία κείμενα που αναφέρονται στη λογοτεχνία, τον πολιτισμό και την κριτική. Όμως παρά τις όποιες σωματικές του αναπηρίες, τίποτα δεν στάθηκε ικανό να του στερήσει το δικαίωμα στη μόρφωση, ενώ αργότερα και με την ανάμιξή του με πληθώρα άλλων θεμάτων που απασχολούσαν την κοινωνία της χώρας του, με κυριότερο εκείνο του αναλφαβητισμού του πληθυσμού και την υποχρέωση όλων, αγοριών και κοριτσιών, για στοιχειώδη εκπαίδευση, την περίοδο (1950-1952) που χρημάτισε Υπουργός Παιδείας.

Το αξέχαστο και υπέροχο μυθιστόρημα «Η προσευχή του αηδονιού» (Doha El Karaouan) βρέθηκε αρκετές φορές στην πρώτη λίστα με τα λογοτεχνικά κείμενα του Χουσεΐν. Δημοσιευμένο το 1949, ο Χουσεΐν επέκρινε με ξεχωριστή σκληρότητα τη θέση των γυναικών, ειδικά στα απόμακρα και απομονωμένα χωριά της αιγυπτιακής υπαίθρου, φέρνοντας στο προσκήνιο σοβαρές θεματικές ανησυχίες όπως είναι η αγάπη, ο έρωτας, η εκδίκηση, ο θάνατος, η προδοσία και η εκπαίδευση. Δέκα χρόνια αργότερα (1959) από την έκδοση του βιβλίου, ήρθε στη δημοσιότητα η κινηματογραφική ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο του Χουσεΐν, σε σκηνοθεσία του Χένρυ Μπαρακάτ.

Η ταινία προσάρμοσε την ίδια τεχνική χρησιμοποιώντας ως βάση την αφήγηση της κύριας πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, της Άμνα. Η αφήγηση του Χουσεΐν είναι πλημμυρισμένη από λεπτομερείς περιγραφές χαρακτήρων και σκηνών, ενώ και η γλώσσα του βασίστηκε επίσης σε πλούσια ποσότητα οπτικών εικόνων, ένα από τα χαρακτηριστικά του τρόπου γραφής του. Η διαφορά μεταξύ της καλά μορφωμένης και της απαίδευτης γυναίκας τονίζεται και παρατηρείται ιδιαιτέρως στον χαρακτήρα της Άμνα, της οποίας όλα τα χαρακτηριστικά άλλαξαν αφού είχαν προηγηθεί καταλλήλως κάποιες, στοιχειώδεις έστω, εκπαιδευτικές δεξιότητες.

Τόσο ο Αιγύπτιος σκηνοθέτης Χένρυ Μπαρακάτ όσο και ο συγγραφέας Τάχα Χουσεΐν κατάφεραν να απεικονίσουν τις διαφορές μεταξύ της ζωής των Βεδουίνων και εκείνης των πολιτισμένων ανθρώπων, ακόμα και σε γειτονικές πόλεις και χωριά. Το τέλος της ταινίας άλλαξε εντελώς! Το μυθιστόρημα μεν, τελείωσε με μια πολλά υποσχόμενη και ευτυχισμένη ζωή μεταξύ της Άμνα και του ανώνυμου πρωταγωνιστή, αλλά στην ταινία, η ιστορία τελείωσε με τον θάνατο του τελευταίου. Στο βιβλίο, όμως, φαίνεται ολοφάνερα πως «…μια γυναίκα δεν μπορεί να ζήσει με ασφάλεια πουθενά, όταν δεν έχει την προστασία ενός πατέρα, ενός αδελφού ή ενός συζύγου…», κάτι που ενστερνίζονται οι τρεις γυναίκες του κειμένου, όπως εξομολογείται από την Άμνα: «…εμείς δεν έχουμε ούτε πατέρα, ούτε αδελφό, ούτε σύζυγο…καμιά από εμάς».

Η Άμνα, ένα μικρό κορίτσι, ζούσε με την αγράμματη μάνα και την αδελφή της, μετακινούμενες από χωριό σε χωριό και εργαζόμενες για λίγο χρονικό διάστημα όπου εύρισκαν, λόγω κάποιας παλιάς ερωτικής ατασθαλίας, από τις συνήθεις του πατέρα τους, η οποία οδήγησε στη δολοφονία του με αποτρόπαιο και ατιμωτικό τρόπο. Η οικογένεια της μάνας, έριξε όλο το φταίξιμο για την όποια κακοτοπιά και αήθη συμπεριφορά του άντρα της σε αυτή, και υποχρέωσε ντροπιασμένη κοινωνικά τις γυναίκες να εγκαταλείψουν το χωριό και να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους, χωρίς να δείξουν τον παραμικρό οίκτο. Όμως οι χήρες και τα ορφανά τουλάχιστον στον ισλαμικό κόσμο, είναι παράδοση να προστατεύονται. Στο μυθιστόρημα, αποτυπώνονται με λεπτομέρεια οι δύο διαφορετικοί κόσμοι της Αιγύπτου, εκείνης βέβαια, της εποχής. Από τη μια μεριά η αγροτική και πρωτόγονη κατ’ ουσίαν κοινωνία της χώρας με τον άντρα αφέντη όλων και ταυτόχρονα η άλλη δίπλα από τις όχθες του μεγάλου τροφοφόρου ποταμού που προσπαθούσε εναγωνίως να ακολουθήσει, όσο ήταν εφικτό, τα κοινωνικά και πολιτιστικά μηνύματα των μεγάλων πόλεων της χώρας ή και της Ευρώπης, ακόμα. Διαβάζοντας την εξιστόρηση της Άμνα κατανοούμε αρκετά από εκείνα που ταλάνιζαν τον ψυχικό της κόσμο.

Η περιπλάνηση των τριών γυναικών στην έρημο και τις παρυφές της αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, και κυρίως την ασυδοσία και τον βίαιο και ανεξέλεγκτο, εν πολλοίς, τρόπο συμπεριφοράς των πρώτων. Όμως, κάποιες διαχρονικές συνήθειες και ικανότητες των γυναικών είναι πανταχού παρούσες σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη μας, με τη δική τους ξεχωριστή δυναμική:

«…Τι δύναμη έχουν οι γυναίκες! Τότε μόνο πίστεψα στην απεριόριστη δύναμή τους», ξεφωνίζει μέσα της η Άμνα, συνεχίζοντας «…Τι πονηρές που είναι οι γυναίκες! Ο δόλος τους δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Τι πείσμα είναι εκείνο των γυναικών! Μπορούν να επωμίζονται τα επαχθέστερα βάρη, τη μεγαλύτερη δυστυχία χωρίς ποτέ να το μαρτυρούν. Ξαφνικά είχα μεγαλώσει, ή μάλλον η γυναίκα μέσα μου μεγάλωσε, ωρίμασε, όταν με αντίκρισε να παίζω αυτούς τους ρόλους με τόση μαεστρία, σαν να βίωνα την αληθινή ζωή και τα αληθινά συναισθήματα που κανείς δεν μπορούσε ποτέ να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους. Και όλα αυτά χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια…».