Top menu

"Αποδημητικά όνειρα", του Ανδρέα Καρακόκκινου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου 

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Καρακόκκινου περιλαμβάνει ποιήματα στην ελληνική και τη γαλλική τους εκδοχή, μεταφρασμένα από τη Μελίτα Τόκα - Καραχάλιου, που συνιστούν αυτό ακριβώς που ο τίτλος του βιβλίου δηλώνει, είναι δηλαδή κάτι σαν «όνειρα αποδημητικά», σαν υπάρξεις οι οποίες γεννιούνται μέσα στην φαντασία και φεύγουν μακριά από τον δημιουργό τους ακριβώς για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το δικό τους ταξίδι. Τα ποιήματα του Καρακόκκινου διακρίνονται για τον τρυφερό τους τόνο και, ταυτόχρονα, τη νοσταλγική τους διάθεση, μια διάθεση που τροφοδοτείται από τις αισθήσεις, την ίδια στιγμή που κυοφορείται μέσα στην περιοχή εκείνη του ποιητικού υποκειμένου που είναι γνωστή ως δημιουργική φαντασίωση ή έμπνευση. Η ίδια η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης μάλιστα περιγράφεται από τον ποιητή με όρους πραγματικούς, ρεαλιστικούς ή καλύτερα με όρους αναλογίας που δημιουργούν μια γέφυρα ανάμεσα στην ζωή και την τέχνη, ανάμεσα στο βίωμα και τη δημιουργία: Χτίζουμε το ποίημα λέξη τη λέξη/ με υλικά της ψυχής που ξεχάσαμε/ σ’ ένα παλιό σακίδιο σχολικής εκδρομής./ Τις νύχτες αγγίζουμε την άκρη του/ ξεκλειδώνουμε τα ασημένια λουριά/ κι αφήνουμε δειλά - δειλά να δραπετεύσουν/ τα όνειρα που ζωγραφίζαμε στους τοίχους/ με την ορμή της νιότης/ κι εκείνα τα παλιά συνθήματα/ τότε που ανάβαμε με το πάθος της φωνής/ τους λύχνους της επανάστασής μας. («Μνήμες»)

Ο έτερος πόλος της ποίησης του Καρακόκκινου, αυτός της νοσταλγίας, και μιας αίσθησης του οριστικά και τελεσίδικα χαμένου ποτίζει το ποίημα με μιαν αύρα μελαγχολίας, με μιαν ατμόσφαιρα αναπόλησης και θλίψης που εκκινεί και αφορμάται κυρίως από τα πρόσωπα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Γιατί πράγματι τα πρόσωπα όπως αυτά προσδιορίζονται περισσότερο από τους ρόλους παρά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι αυτά που κυριαρχούν και δίνουν το σύνθημα για την ποιητική δημιουργία η οποία πλάθεται ακριβώς για να λειτουργήσει αναπλαστικά, σαν ευκαιρία δηλαδή διάσωσής τους στη μνήμη, άρα και στην ίδια τη ζωή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να βυθίζεται σε μια μοναξιά η οποία όμως ούτε το αφήνει να λιμνάσει ούτε να βυθιστεί στη σιωπή και τη ματαίωση, αντίθετα το οδηγεί στον (ανα)στοχασμό, στο απλόχερο και απλόχωρο άνοιγμα της σκέψης και της μνήμης και, εν τέλει, στην ενοποίησή τους σε ένα ενιαίο σύνολο, ένα συμπαγές όλον έτσι που να μην ξέρει πια κανείς με βεβαιότητα να πει αν η μνήμη έχει μετασχηματιστεί σε σκέψη ή αν συνέβη το αντίστροφο.

Παρά την ατμόσφαιρα αυτή και το κλίμα που προκύπτει κατά βάση από μια διαδικασία απόσταξης της ζωής και τον συνθηκών της έτσι ώστε να μείνει μόνο η αίσθηση μιας πτώσης που τελείται με όρους απολογισμού και απολογίας ενός ευαίσθητου δέκτη των σημάτων όχι μόνο της συγχρονίας, αλλά και της διαχρονίας, το ποιητικό βήμα του Καρακκόκινου είναι στέρεο και η σύνθεση δείχνει ακριβώς τη λογική διεργασία που έχει προηγηθεί ακριβώς για να μπορέσει ο ποιητής να θέσει υπό έλεγχο όλο εκείνο το αδιαμόρφωτο υλικό που εδράζει στο θυμικό και τη συνείδησή του. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία και τη μέθοδο τα ποιήματά του γίνονται ιδιαίτερα καίρια και δραστικά, μπορούν δηλαδή να προσεγγίσουν με αμεσότητα το προσληπτικό ένστικτο του αποδέκτη, γι’ αυτό και η ανάγνωσή τους είναι ρέουσα και απρόσκοπτη. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει ότι η διάθεση του ποιητή μεταγγίζεται πολύ πιο αποτελεσματικά στον αναγνώστη λόγω ακριβώς αυτής της ψύχραιμης τεχνοτροπικά και δομολειτουργικά απόδοσης και μορφοποίησής της σε στίχους.

Κεντρική θέση μέσα στη στιχουργία του Καρακκόκινου έχει το εκφραστικό σχήμα της μεταφοράς με το οποίο ο ποιητής δίνει ξεκάθαρα το στίγμα της προσέγγισής του στην τέχνη του την οποία αντίκρισμα μέσα από τη λεκτική της υφή και υπόσταση αλλά και μέσα από τη δυνατότητα που παρέχει στον δημιουργό να συνυφαίνει και να συμπλέκει μέσα στο ποίημα το πραγματικό με το μη πραγματικό σε μια νέα παράδοξη σύνθεση που έχει τη δική της αλήθεια και τη δική της ομορφιά. Έτσι πολύ συχνά μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η εξωτερική συνθήκη προσλαμβάνει την απόχρωση της διάθεσης του ποιητή ο οποίος, κατά το πρότυπο των ποιητών του Μεσοπολέμου, βλέπει στη γύρω του πραγματικότητα τη δική του ψυχοσύνθεση, τη δική του ιδιοσυγκρασία, τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να αντιδρά στα ερεθίσματα και να διαμορφώνει τη δική του, ιδιαίτερη ψυχοσυναισθηματική κατάσταση: Ήταν λυπημένα τα σύννεφα/ που μαζεύτηκαν σήμερα/ πάνω από τις στέγες της καρδιάς./ Σχεδόν άγγιζαν τις καμινάδες/ που σιγόκαιγαν λέξεις της νύχτας/ κι έσμιγαν με τον μαύρο καπνό. («Λυπημένα σύννεφα»).